Το κείμενο του Μαουρίτσιο Λατσαράτο για το αδιάκοπο κύμα των μαζικών και πολύμορφων κινητοποιήσεων που βρίσκονται σ’ εξέλιξη στη Γαλλία ενάντια στη αντεργατική “μεταρρύθμιση” του συνταξιοδοτικού συστήματος μεταφράστηκε στα ελληνικά από τους Δ.Μ και Λ.Β. Δημοσιεύθηκε στο blog της Προλεταριακής Πρωτοβουλίας. Για λόγους χώρου, από το παρόν έντυπο απουσιάζουν τα δύο τελευταία κεφάλαια του κειμένου. Ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε στο link: https://prolprot.espivblogs.net/
Ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο θα βρίσκεται στην Αθήνα στις 26-27 Μαΐου για το διήμερο εκδηλώσεων που διοργανώνει η Ταξική Αντεπίθεση σχετικά με τον πόλεμο, την επαναστατική στρατηγική και τους ταξικούς αγώνες στην Γαλλία.
Σχετικά με τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία
Ας μπούμε κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος: μετά τις τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στη “μεταρρύθμιση” των συντάξεων, οπότε ο πρόεδρος Μακρόν αποφάσισε να περάσει διά πυρός, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο και επιβάλλοντας τον νόμο με τον οποίο το όριο συνταξιοδότησης αυξάνεται από τα 62 στα 64 χρόνια, οι διαδηλώσεις απάντησαν άμεσα: “και εμείς θα επιβάλουμε την απόφασή μας”. Ανάμεσα σε δύο αντίθετες επιδιώξεις, από τη μια αυτή της κυριαρχίας της Μηχανής Κράτους – Κεφαλαίου και από την άλλη εκείνης της θέλησης της Τάξης, εκείνη που θα κρίνει το αποτέλεσμα είναι η ισχύς. Ο συμβιβασμός μεταξύ Εργασίας και Κεφαλαίου έχει διαρρηχθεί από τη δεκαετία του 1970, αλλά η οικονομική κρίση και ο πόλεμος έχουν ριζοσπαστικοποιήσει τις συνθήκες της σύγκρουσης.
Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τους δύο πόλους αυτού του συσχετισμού εξουσίας που βασίζεται στην ισχύ, μέσα στις πολιτικές συνθήκες μετά το 2008 και μέχρι το 2022.
Ο Γαλλικός Μάρτης
Το κίνημα φαίνεται να έχει αντιληφθεί την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης που προκλήθηκε αρχικά από την κρίση του 2008 και έπειτα από τον πόλεμο. Χρησιμοποίησε διάφορες από τις μορφές αγώνα που αναπτύχθηκαν από το γαλλικό προλεταριάτο κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, φέρνοντάς τες μαζί, κατανοώντας τες, νομιμοποιώντας έτσι -εκ των πραγμάτων- τις διαφορές τους. Στους συνδικαλιστικούς αγώνες με τις ειρηνικές τους πορείες που σταδιακά μεταβάλλονταν, εντάσσοντας και μη μισθωτά κομμάτια (στις 23 του Μάρτη, η παρουσία της νεολαίας, των φοιτητών και των μαθητών ήταν τεράστια), προστέθηκαν οι “άγριες” διαδηλώσεις που εξελίχθηκαν με τη δύση του ήλιου στους δρόμους της πρωτεύουσας και των άλλων μεγάλων πόλεων (όπου υπήρξαν και οι πιο τεταμένες).
Αυτή η στρατηγική της δράσης ανά ομάδες που κινούνται συνεχώς από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, διασκορπίζοντας έτσι τους μπάτσους [flics], είναι μια ξεκάθαρη κληρονομιά από τις μορφές αγώνα των Κίτρινων Γιλέκων, που είχαν αρχίσει να “τρομοκρατούν” τους αστούς, όταν αντί να πορεύονται ειρηνικά ανάμεσα στις πλατείες Republique και Nation, έφεραν τις φωτιές στις πλούσιες γειτονιές του δυτικού Παρισιού. Τη νύχτα της 23ης Μαρτίου, μονάχα στο Παρίσι, καταγράφηκαν 923 εστίες φωτιάς. Οι μπάτσοι δηλώσαν πως οι “‘άγριες” νύχτες έφτασαν σε επίπεδα έντασης υψηλότερα και από εκείνα των “επιδρομών” των Κίτρινων Γιλέκων.
Κανένα συνδικάτο, ούτε καν το πιο φιλοπροεδρικό (CFDT), δεν καταδίκασε τις “άγριες” διαδηλώσεις. Όλα τα ΜΜΕ -που χωρίς καμία εξαίρεση ανήκουν σε ολιγάρχες- περίμεναν ανυπόμονα μετά τις πρώτες “εκδηλώσεις βίας” μια αναστροφή της κοινής γνώμης και έχουν απογοητευτεί: τα 2/3 των Γάλλων συνεχίζουν να στηρίζουν τον ξεσηκωμό. Ο “άρχοντας” αρνήθηκε να συναντηθεί με τα συνδικάτα, εκφράζοντας έτσι ξεκάθαρα τη θέλησή του για μια άμεση σύγκρουση, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Έτσι, έγινε αντιληπτό απ’ όλους πως η στρατηγική που έπρεπε να υιοθετηθεί ήταν μονάχα μία, η χρήση των διάφορων μορφών αγώνα, χωρίς το βάρος του διαχωρισμού “βίας/ειρηνισμού”.
H μαζικότητα και η διαφορετικότητα των συμμετεχόντων στις πορείες γίνεται αντιληπτή και στις απεργιακές περιφρουρήσεις που είναι σημαντικές όσο και οι διαδηλώσεις, αν όχι ακόμα περισσότερο απ’ αυτές. Η επιλογή του Μακρόν πιθανότατα προέκυψε από το όχι απολύτως επιτυχημένο μπλοκάρισμα που προκλήθηκε από τη γενική απεργία στις 7 του Μάρτη (αφού την επόμενη ημέρα η κατάσταση είχε σχεδόν ομαλοποιηθεί!). Όμως, αυτό που δεν προέβλεψε ο Μακρόν ήταν η γιγάντωση του κινήματος μετά την απόφαση του να εφαρμόσει το συνταγματικό άρθρο 49.3.
Το μόνο κίνημα που δεν έχει ενταχθεί σ’ αυτόν τον αγώνα είναι εκείνο των προαστίων [banlieues]. Η συνάρθρωση των “μικρών λευκών” [“petits blancs”] (των φτωχότερων στρωμάτων του λευκού προλεταριάτου) με τους “βάρβαρους” [“barbares”] (τα παιδιά με γαλλική υπηκόοτητα και μετανάστες γονείς, οι “αυτόχθονες της Δημοκρατίας”). Δεν πρόκειται για κάτι το αμελητέο, αφού -όπως θα δούμε παρακάτω- αυτό που διακυβεύεται είναι μια πιθανή παγκόσμια επανάσταση, η συνάρθρωση Βορρά και Νότου.
Εκ των πραγμάτων, έχει προκύψει -και έχει γίνει απ’ όλους αποδεκτή- μια διασύνδεση μεταξύ των μαζικών αγώνων και εκείνων μιας μειοψηφικής τάσης που επικεντρώθηκε στην συνέχιση της σύγκρουσης κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσω της χρήσης των κάδων σκουπιδιών που συσσωρεύονται στις άκρες των δρόμων από την απεργία των οδοκαθαριστών, έτσι ώστε να μπλοκάρουν την αστυνομία και να δημιουργήσουν zbeul (ταραχή, από την αραβική λέξη του Μαγκρέμπ zebla που σημαίνει σκουπίδι). Προς το παρόν, ας ονομάσουμε αυτήν την τάση “πρωτοπορία” γιατί δεν ξέρω πως αλλιώς να την αποκαλέσω, ελπίζοντας πως οι συνήθεις κρετίνοι δεν θα με κράξουν για λενινισμό. Εδώ, δεν τίθεται το ζήτημα εμφύσησης της συνείδησης στο προλεταριάτο που τη στερείται, ούτε αυτό της λειτουργίας πολιτικής ηγεσίας, αλλά μονάχα εκείνο της συνάρθρωσης του αγώνα ενάντια στη σιδερένια πυγμή που επιβάλλεται από την κατεστημένη τάξη. Η σχέση μεταξύ μαζών και ενεργών μειοψηφιών είναι υπαρκτή σε όλα τα επαναστατικά κινήματα. Αυτό που τίθεται είναι ο αναστοχασμός της μέσα στις νέες συνθήκες και όχι η αναίρεση της.
Πριν από τις μαζικές κινητοποιήσεις αυτών των ημερών, υπήρχαν διαφορές και διαχωρισμοί που διαπερνούσαν το γαλλικό προλεταριάτο και αδυνάτιζαν την ισχύ της δράσης του. Εδώ, μπορούμε μονάχα να συνοψίσουμε: τα συνδικάτα και τα θεσμικά κόμματα της αριστεράς (με εξαίρεση εκείνο της France Insoumise [Ανυπότακτη Γαλλία] του Μελανσόν) ποτέ δεν κατάλαβαν τα Κίτρινα Γιλέκα, ούτε τη φύση τους ούτε τις διεκδικήσεις αυτών των εργαζόμενων που δεν εμπίπτουν στις κλασικές νόρμες των μισθωτών στρωμάτων. Αντιμετωπίσαν με αδιαφορία, αν όχι με εχθρότητα τους αγώνες τους. Η εχθρότητα τους εκφράστηκε εν τούτοις ανοιχτά προς τους “βάρβαρους” των προαστίων (με εξαίρεση την “Ανυπότακτη Γαλλία”), στην οποία προστέθηκε εκείνη κομματιών του φεμινιστικού κινήματος, μέσα από την ευθυγράμμιση τους με τις ρατσιστικές καμπάνιες που εξαπέλυσαν οι συστημικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ ενάντια στην “ισλαμική μαντίλα”. Από την πλευρά τους, κανένα από αυτά δεν στάθηκε ικανό ν’ αναπτύξει τις δικές του αυτόνομες και ανεξάρτητες μορφές οργάνωσης, ικανές να φέρουν τη δικη τους οπτική γωνία, την οποία ούτε τα συνδικάτα ούτε τα κόμματα -που βρίσκονται κλεισμένα σε μια βάση που συνεχώς μειώνεται- δεν θέλουν να λάβουν ούτε καν υπ’ όψη τους. Μέσα στους “βάρβαρους” έχει αναπτυχθεί μια απο-αποικιακή θεωρία με την οποία μπορούμε να συμμεριστούμε πολλές θέσεις. Αυτή όμως δεν στάθηκε ποτέ ικάνη να ριζώσει στις συνοικίες και να μορφοποιηθεί μέσα από μια μαζική οργάνωση. Από την άλλη, το φεμινιστικό κίνημα είναι καλά οργανωμένο και έχει αναπτύξει νηφάλιες και βαθιές αναλύσεις, εκφράζοντας ριζοσπαστικές θέσεις, οι οποίες όμως δεν επιφέρουν πολιτικές ρήξεις μιας τέτοιας έκτασης. Δεν έχει δώσει τις μάχες του μέσα στους εξελισσόμενους αγώνες, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι οι πλέον πληγείσες από τις “μεταρρυθμίσεις”. Επομένως, το γαλλικό προλεταριάτο ήταν κατακερματισμένο από το ρατσισμό, το σεξισμό και τις νέες μορφές επισφαλούς εργασίας.
Το τωρινό κίνημα έχει διαρρήξει τις γραμμές, bouger les lignes όπως λένε οι Γάλλοι, μετακινώντας τις γραμμές διαχωρισμού, ανασυνθέτοντας σε μερικό βαθμό τις διαφορές. Επίσης, οι οικολογικές δράσεις έχουν αποκτήσει ισχύ και πόρους μέσα στους αγώνες. Οι συγκρούσεις στο Saint-Soline ενάντια στην κατασκευή μεγάλων ταμιευτήρων νερού για την αγροδιατροφική βιομηχανία, όπου η αστυνομία έκανε χρήση πολεμικών όπλων, προκάλεσαν αγανάκτηση και κινητοποιήσεις τις επόμενες μέρες, μέσα από την επανεκκίνηση των “άγριων” -αν και μικρότερης έντασης- διαδηλώσεων.
Πρόκειται για ένα άλμα των ανασυνθέσεων; Ίσως είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση, τα διάφορα κινήματα που εξελίσσονται στη Γαλλία αυτά τα χρόνια, έχουν μπολιαστεί μέσα στις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις προσφέροντάς τους μια διαφορετική εικόνα και ουσία: την αναμέτρηση με την εξουσία και το κεφάλαιο. Μέσα σε δύο μήνες, έκαψαν τον Μακρόν και έφεραν την προεδρία του σ’ ένα αδιέξοδο δρόμο.
Όταν το πολιτικό σύστημα στις δυτικές χώρες γίνεται ολιγαρχικό και η συναίνεση σε αυτό δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με μισθούς, απολαβές και κατανάλωση, που υπόκεινται συνεχώς σε αποκλεισμούς και μειώσεις, η αστυνομία γίνεται ο βασικός άξονας “διακυβέρνησης”. Επί της προεδρίας του, ο Μακρόν έχει διαχειριστεί τους κοινωνικούς αγώνες μονάχα με την αστυνομία.
Η βαρβαρότητα των επεμβάσεων βρίσκεται σήμερα στην καρδιά της γαλλικής στρατηγικής για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. Η Γαλλία δεν έχει μονάχα μια μεγάλη επαναστατική παράδοση αλλά και μια παράδοση άσκησης αντεπαναστατικής βίας, δίχως προηγούμενο στις αποικίες της και ανάλογα με την απειλή που διατρέχει η εξουσία στη μητρόπολη, όπου το 1848 είχε επέμβει ο αποικιακός στρατός -ο Στρατός της Αφρικής [Armée d’Afrique] που είχε κατακτήσει την Αλγερία- ώστε να καταστείλει την επανάσταση.
Τώρα πλέον το διακύβευμα του κινήματος δεν έγκειται μονάχα στην εργασία και την άρνηση της, αλλά και στο μέλλον του ίδιου του καπιταλισμού και του Κράτους του, όπως συμβαίνει πάντοτε όταν ξεσπάνε συγκρούσεις μεταξύ ιμπεριαλισμών!
Το δίδαγμα που μπορούμε να εξάγουμε από αυτούς τους δυο μήνες αγώνα είναι η επείγουσα αναγκαιότητα αναστοχασμού και αναδιαμόρφωσης του ζητήματος της ισχύος, της οργάνωσης και της χρήσης της. Η τακτική και η στρατηγική καθίστανται και πάλι σε πολιτικές αναγκαιότητες, με τις οποίες τα κινήματα λίγο ασχολήθηκαν, όντας σχεδόν αποκλειστικά απασχολημένα με τις ιδιαιτερότητες της δικής τους (σεξιστικής, ρατσιστικής, οικολογικής, μισθωτής) σχέσης εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, ανέβασαν το επίπεδο της σύγκρουσης κινούμενα αντικειμενικά μαζί, υπό την έλλειψη ενός υποκειμενικού συντονισμού, αποδομώντας την κατεστημένη εξουσία.
Είτε θα επανατεθεί το πρόβλημα της ρήξης με τον καπιταλισμό και όλων αυτών που αυτή σηματοδοτεί, είτε η δράση θα συνεχίσει να είναι μονάχα αμυντική. Αυτό που αναδύεται ιστορικά όταν ξεσπάει ο πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλισμών είναι πάντοτε η δυνατότητα της “κατάρρευσης” του (όπου μπορεί και ν’ αναδυθεί ένας νέος καταμερισμός εξουσίας στην παγκόσμια αγορά και ένας νέος κύκλος της συσσώρευσης). Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν κατανοήσει πλήρως αυτό το διακύβευμα. Είναι όμως αμφίβολο ακόμα αν ο ταξικός αγώνας θα μπορέσει ν’ αναβαθμιστεί μέσα σ’ αυτό το επίπεδο της σύγκρουσης.
Η Δυτική Aυταρχία
Το γαλλικό σύνταγμα δίνει πάντοτε τη δυνατότητα στον “άρχοντα” ν’ αποφασίζει μέσα στους λεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς. Έτσι, προκύπτει η εφεύρεση του άρθρου 49.3 που επιτρέπει τη νομοθέτηση χωρίς την ψήφιση της από τη βουλή. Αυτή η συνταγματική διάταξη καταδεικνύει τη συνέχεια που υπάρχει στις διαδικασίες πολιτικού συγκεντρωτισμού, οι οποίες και ξεκίνησαν πολύ πριν από τη γέννηση του ίδιου του καπιταλισμού. Η διαδικασία συγκεντρωτισμού της στρατιωτικής ισχύος (το νόμιμο μονοπώλιο της χρήσης της) που -επίσης- προϋπάρχει του καπιταλισμού, αποτελεί την άλλη απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση της Μηχανής Κράτους – Κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της προχώρησε άμεσα σε μια συγκεντροποίηση της οικονομικής ισχύος, μέσω της συγκρότησης μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που -μέσα στη μακρά ιστορία του καπιταλισμού- δεν έκαναν άλλο από το να επεκτείνουν την οικονομική και πολιτική βαρύτητα τους.
Μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής σκέψης αγνόησε τον πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό, αναιρώντας τις διαδικασίες του “κυρίαρχου” συγκεντρωτισμού του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στις έννοιες της “κυβερνησιμότητας” “governamentalità”, της “κυβέρνησης” [“governo”] (όπως ο Aγκάμπεν που αναστατώθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά εξαφανίστηκε με τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλισμών που είναι ελάχιστα βιοπολιτικός) και της “διακυβέρνησης” [“governance”].
Το σχετικό απόσπασμα από τον Φουκώ είναι ενδεικτικό του θεωρητικού κλίματος της αντεπανάστασης: “Η οικονομία είναι μια επιστήμη χωρίς ολότητα, η οικονομία είναι μια επιστήμη όπου αρχίζει να εκδηλώνεται όχι τόσο η έλλειψη χρησιμότητας, αλλά η αδυναμία από μια οπτική γωνία του κυρίαρχου” [1]. Τα μονοπώλια είναι ο “κυρίαρχος” της οικονομίας, κάτι που δεν κάνει άλλο από το να μεγεθύνει τη θέλησή τους για την απολυτοποίηση [totalizzazione] τους, μέσω της σύμφυσης τους με την “κυρίαρχη” εξουσία του πολιτικού συστήματος και τις “κυρίαρχες” εξουσίες του στρατού και της αστυνομίας.
Ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται ούτε με τον φιλελευθερισμό ούτε με τον νεοφιλελευθερισμό. Πρόκειται για δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά και η περιγραφή της ανάπτυξης της Μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου, ως ένα πέρασμα από τις κοινωνίες της κυριαρχίας στις κοινωνίες της πειθάρχησης και την κοινωνία του ελέγχου, δεν αποτέλεσε τίποτα άλλο από μια ανοησία. Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις συγκεντρωτισμοί ολοκληρώνονται, διοικώντας τις μορφές (φιλελεύθερης ή νεοφιλελεύθερης) κυβερνησιμότητας, τις οποίες εφαρμόζουν και έπειτα τις εγκαταλείπουν, όταν η ταξική σύγκρουση ριζοσπαστικοποιείται.
Οι τεράστιες ανισορροπίες και πολώσεις μεταξύ των Κρατών και μεταξύ των Τάξεων καθορίζονται από αυτούς τους συγκεντρωτισμούς και οδηγούν κατευθείαν στον πόλεμο, ο οποίος εκφράζει -για ακόμα μια φορά- το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού (τη σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλισμών) και έχει άμεσες πολιτικές επιπτώσεις, κυρίως για τα μικρά ευρωπαϊκά κράτη. Την ώρα που ο Γάλλος πρόεδρος εφαρμόζει την κυριαρχία του ενάντια στον “πληθυσμό” του, ταυτόχρονα -ως πειθήνιος υποτελής- χάνει ένα άλλο μεγάλο κομμάτι της, προς όφελος των ΗΠΑ που -χάρη στον πόλεμο ενάντια στο Ρώσο “ολιγάρχη”- έχουν αντικαταστήσει τον γαλλο-γερμανικό άξονα μ’ εκείνο των ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας και χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, στο επίκεντρο του οποίου οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει την πιο αντιδραστική, σεξιστική, θεοκρατική, ομοφοβική, αντεργατική και φιλοπόλεμη χώρα της Ευρώπης, την Πολωνία. Τώρα πλέον, όχι μονάχα η ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης αλλά και ίδια η Ευρώπη των εθνών φαντάζουν ουτοπικές. Το μέλλον θα καθοριστεί από εθνικισμούς και νέους φασισμούς. Αν τυχόν κάποιος θελήσει ν’ αναγεννήσει το ευρωπαϊκό σχέδιο, μετά από ακόμα μια δουλική συναίνεση στη λογική του ιμπεριαλισμού του δολαρίου, θα πρέπει πρώτα να διεξάγει έναν αγώνα για την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία των Γιάνκηδων.
Στη διεθνή σκακιέρα, η Γαλλία μετράει λιγότερο απ’ όσο μετρούσε πριν από τον πόλεμο, αλλά όπως όλοι οι περιθωριοποιημένοι κυριούληδες, ο Μακρόν εξαπολύει όλη την αγριότητα και την αδυναμία του ενάντια στους δικούς του “υπηκόους”, στους οποίους και επιφυλάσσει την αντιμετώπιση τους από την αστυνομία του.
Σύμφωνα με τους Financial Times (25/3/2023), “η Γαλλία έχει εκείνο το πολίτευμα το οποίο, ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, προσιδιάζει περισσότερο σε μια αυταρχική δικτατορία”. Είναι διασκεδαστικό να διαβάζουμε τον διεθνή Τύπο του Κεφαλαίου (Wall Street Journal) που ανησυχεί γιατί “η καταναγκαστική πορεία του Μακρόν για τη μετατροπή της γαλλικής οικονομίας σ’ ένα φιλεπιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται σε βάρος της κοινωνικής συνοχής”. Η πραγματική τους ανησυχία δεν αφορά τις συνθήκες ζωής εκατομμυρίων προλετάριων αλλά τον “λαϊκιστικό” κίνδυνο που δύναται να θέσει σε αμφισβήτηση την Ευρωατλαντική Συμμαχία, το Παγκόσμιο ΝΑΤΟ και επομένως τις ΗΠΑ που το διοικούν: η “κοινοβουλευτική εξέγερση” και το “χάος που εξαπλώνεται στη χώρα θέτει ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της χώρας, για όσους ελπίζουν ότι η Γαλλία θα παραμείνει στο φιλελεύθερο, φιλο-Ε.Ε. και φιλο-ΝΑΤΟ στρατόπεδο” (Politico). Οι Financial Times φοβούνται πως η Γαλλία “ακολουθεί τους Αμερικάνους, τους Βρετανούς, τους Ιταλούς και στρέφεται προς την λαϊκίστικη ψήφο”. Δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό αν είναι υποκριτές ή απλώς ανεύθυνοι. Θέλουν να έχουν δυο πράγματα ταυτόχρονα: τη χρηματοπιστωτική απόδοση και την μονοπωλιακή απόδοση, αλλά και την κοινωνική συνοχή, τη δημοκρατία και τη δικτατορία του κεφαλαίου, τις εταιρίες απαλλαγμένες από τους φόρους να χρημαδοτούνται απλόχερα από ένα κοινωνικό κράτος [welfare] εντελώς διαστρεβλωμένο προς όφελος τους, αλλά και την κοινωνική ειρήνη. Το Der Spiegel μιλάει για “δημοκρατικό έλλειμα” και “απειλή για την ίδια τη δημοκρατία”, ενώ είναι αυτές οι οικονομικές πολιτικές που υπεράσπίζονται καθημερινά τις επιταγές της δυτικής αυταρχίας, η οποία δεν έχει τίποτα, μα τίποτα, να ζηλέψει από την αντίστοιχη ανατολική.