
Ο φόβος είναι η μήτρα της απολυταρχίας και των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Εκεί βασίζονται και αναπτύσσονται οι εξατομικευμένες διαστάσεις, τα πνευματικά κελιά, των εξουσιαζόντων, εκεί που με ενοίκιο διαμένουν οι καταπιεσμένοι.
Και αν πρόκειται, λοιπόν, να ευδοκιμήσει ο φόβος, θα πρέπει να μεταλλαχθούν κάποιες συνιστώσες, βασικές υλικές προϋποθέσεις της κοινωνικής ύπαρξης, ως τέτοιας. Η βασικότερη, όχι συγκρίσιμα, μα ως προς την ζωή και την δυνατότητα επιβίωσης της κοινωνίας, είναι η Παιδεία, καθώς αυτή είναι η αιχμή του δόρατος που γκρεμίζει τα αστικά τοιχώματα, η οποία γεννιέται και αναπτύσσεται πολιτικά, μέσα σε ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, όπως οι δομές των σχολείων και των Πανεπιστημίων.
Αφού λοιπόν, θεωρηθεί ως θέσφατο η ανάγκη ύπαρξης του φόβου, ως καύσιμο της διαδικασίας της αποριζοσπαστικοποίησης και καταστολής της μαθητικής και φοιτητικής φωνής, διαλεκτικά, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, πως με την έλευση της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, αποκρυσταλλώνεται και κάθε ατομικιστική προσέγγιση, γκρεμίζοντας κάθε συλλογικό οικοδόμημα, κάθε προσπάθεια ανατρεπτικής διαδικασίας.
Ως μαθητές, βρισκόμαστε, αποδιοργανωμένοι και διασπασμένοι, σε χρονιές που στερηθήκαμε κάθε δυνατότητα περαιτέρω συζητήσεων και διασυλλογικών ενεργειών, απέναντι από πολιτικοοικονομικές αποφάσεις, που εξαρθρώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία, που μεταλλάσσουν κάθε κοινωνική, πολιτική, ακόμα και ανθρώπινη διεργασία, σε μία καταστατική απάθεια, εγκατεστημένη σε όλο το σχολικό περιβάλλον. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία απειλή, που είχαμε να την αντικρίσουμε από τα νομοσχέδια Κοντογιαννόπουλου, το 90-91, την εποχή και της δολοφονίας Τεμπονέρα, μία εποχή στην οποία θα γίνει αναφορά και αργότερα.
Σε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης και μαχητικών ενεργειών, όπως οι καταλήψεις στους χώρους των σχολείων, οι αυτοοργανωμένες μαθητικές συνελεύσεις βάσης, αντιμετωπίσαμε την αυταρχική στάση της κρατικής μηχανής (μπάτσοι, δημοσιογράφοι, πολιτική ηγεσία), που ένιωσε την απειλή από τις ξαφνικές αναθυμιάσεις στους κόλπους του πανεκπαιδευτικού κινήματος.
Μέσα από τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τα νομοσχέδια για την πανεπιστημιακή αστυνομία, τις διαγραφές φοιτητών, την βάση στις σχολές, την επαναφορά της διαγωγής, την κατ’ εξακολούθηση προσπάθεια εξίσωσης των ιδιωτικών και δημοσίων Πανεπιστημίων, με σαφή φορέα, την ανάγκη ιδιωτικοποίησης των ελεύθερων χώρων της Παιδείας και την προσαρμογή τους, σε πειθαρχικά, εξεταστικά κέντρα, δόθηκε η υλική βάση για την ανάπτυξη ενός νέου, συμπαγούς αναχώματος, που συνδιαμορφώθηκε στους χώρους των σχολείων και των Πανεπιστημίων.
Μέσα σε αυτή την δίνη των νομοσχεδίων, την εκμετάλλευση μιας σοβαρής υγειονομικής κρίσης για την ολική αναδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, την εξυπηρέτηση της κεφαλαιοκρατικής πολιτικής και του ιδιωτικού τομέα –αποκλειστικά τις μεγαλοεπιχειρήσεις-, τακτοποιήθηκαν με συνοπτικές διαδικασία και με κύριο γνώμονα την κερδοφορία, τα υγειονομικά μέτρα στα σχολεία.
Πιθανότατα, θα θεωρηθεί γραφική η περιγραφή του συνωστισμού στα σχολεία, η τρομολαγνεία που υφιστάμεθα από τους καθηγητές και η αδιάλλακτη στάση των κυβερνώντων ως προς τις πιθανές λύσεις που προτάθηκαν – δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό από την καπιταλιστική διαχείριση της πανδημίας- παρ’ όλα αυτά αναδείχθηκε μία εικόνα για τις κοινωνικές συμπεριφορές και καιρός να αναχθεί σε πολιτική αντιπαράθεση.
Στον ίδιο άξονα, η τηλεκπαίδευση, αποτέλεσε ένα νέο όπλο διαχείρισης της μάθησης, αφού αντικατέστησε πρωτίστως την διά ζώσης εκπαίδευση υπό υγειονομικό πλαίσιο, αλλά σε δεύτερο χρόνο, έδρασε ως καταλυτικό των μαθητικών αντιδράσεων, αφού χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συνέχισης του μαθήματος κατά την διάρκεια των καταλήψεων και φαίνεται να μετατρέπεται σε πανάκεια πλέον.
Μέσα από όλα αυτά τα νομοσχέδια, το κλείσιμο των σχολείων, που αποτελούν ελεύθερους χώρους διακίνησης ιδεών, την πειθάρχηση και καταστολή του μαθητικού συνόλου, την απαγόρευση πρόσβασης των μεταναστών στην εκπαιδευτική διαδικασία, πώς θα έπρεπε να αντισταθούμε? Ποιος ο ρόλος μας στις γειτονιές, τις πλατείες, τα πάρκα και τις διαδηλώσεις?
Βαδίζοντας στους δρόμους των μεγάλων καταλήψεων του 90-91, η συσπείρωση γύρω από ένα ακηδεμόνευτο πανεκπαιδευτικό κίνημα, η δημιουργία συνελεύσεων βάσης, αντιιεράρχησης και οριζόντιας δομής, ώστε να δοθεί χώρος στην ανάπτυξη των υλικών βάσεων, που θα επανδρώσουν το μαθητικό δυναμικό, θα αναβαθμίσουν τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αιτήματα και θα διαμορφώσουν ένα συλλογικό πρόταγμα, συλλογικές ενέργειες και επιδιώξεις, για να μετασχηματιστεί το εκπαιδευτικό από τους ίδιους τους μαθητές, σε κάτι πιο Ανθρώπινο, πιο Αλληλέγγυο.
Νικόλας Γ. – μαθητής