Στην εικόνα: Διαδηλώσεις για διακοπές ρεύματος. Μπουένος Άιρες 2015
Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε τη συνέντευξη συντρόφων από την Ελευθεριακή Ομοσπονδία Αργεντινής στην εφημερίδα Freedom και τον Uri Gordon σχετικά με την εκλογή του ακροδεξιού προέδρου Μιλέι και την κοινωνική πραγματικότητα στην Αργεντινή σήμερα.
Ο μισός πλανήτης υποτίθεται ότι θα ψηφίσει το 2024, αλλά φαίνεται ότι η στροφή προς την άκρα δεξιά δεν έχει τελειώσει. Δεν μιλώ μόνο για την Ολλανδία και τον Trump εδώ, αλλά για το πού πηγαίνει ολόκληρο το σύστημα. Η εξορυκτική πολιτεία είναι έτοιμη να αποικίσει τη δική της κατάρρευση[1] και το κράτος επιστρέφει πίσω στα αυταρχικά του θεμέλια – καμιά απορία γιατί η ακροδεξιά ηγείται του κύματος; Το μόνο πρόβλημα με αυτή τη γραμμή σκέψης είναι οτι οδηγεί στο: «Την πατήσαμε!». Και κάπου εδώ είναι το σημείο εκκίνησης για την αναρχική στρατηγική και θεωρία.
Τον Δεκέμβριο, μιλήσαμε με συντρόφους από το Μπουένος Άιρες μετά την εκλογή του Javier Milei, και σε αυτή τη συνέντευξη παρατίθενται συνδυαστικές απαντήσεις από τον Pablo και την Analia από την Ελευθεριακή Ομοσπονδία της Αργεντινής (FLA).
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την πολιτική φυλάκιση στη Λατινική Αμερική, δεν μπορούμε να την προσεγγίζουμε με αναφορά σε έννοιες και συλλογικά φαντασιακά άλλων εποχών, αλλά χρειάζεται να λάβουμε υπόψη τις τωρινές συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εάν ρίξουμε μια ματιά σε προηγούμενες περιόδους, βλέπουμε ότι τις δεκαετίες 1970-1990 η πολιτική φυλάκιση είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι σήμερα. Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες ήταν κυρίως εκείνοι και εκείνες που αντιστέκονταν στις πολιτικοστρατιωτικές δικτατορίες, μέσα από τη συμμετοχή τους σε επαναστατικές οργανώσεις.
Μετά την ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων της ηπείρου, εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι δεν θα είχε λόγο ύπαρξης όχι μόνο η πολιτική φυλάκιση αλλά και η ίδια η εξέγερση ενάντια σε μια υποτιθέμενη «υπαρκτή δημοκρατία». Ωστόσο, η ιδιότυπη δημοκρατορία1 που έχει εγκαθιδρύσει η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στο σύνολο των λατινοαμερικανικών χωρών, η οποία έχει φέρει τις νέες γενιές αντιμέτωπες με τις συνέπειες μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων τυφλωμένης από τον ατομικισμό, τον ρατσισμό και την αρπαγή των κοινωνικών και φυσικών αγαθών, έχει προσδώσει στις εξεγέρσεις νέες θεματικές και στόχους. Σε σχέση με το χθες, τα υποκείμενα που πρωταγωνιστούν στην κοινωνική διαμαρτυρία των δύο τελευταίων δεκαετιών δραστηριοποιούνται όχι κατά κύριο λόγο στις εργατικές οργανώσεις, αλλά στα περιβαλλοντικά κινήματα, στον φεμινισμό, στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω κινημάτων, είναι ότι περιλαμβάνουν μία συνολική ματιά κατανόησης της ζωής από αντιαυταρχικές και συχνά κοινοτιστικές θέσεις. Η συλλογική δράση στο παρόν είναι αναπόσπαστο μέρος μια αντίστασης σε ένα σύστημα που βρίσκεται σε παρακμή. Οι επιθέσεις στα σύμβολα του κεφαλαίου και της καταστολής, η ευθεία αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της τάξης, είναι οι πιο προφανείς εκφράσεις της.
Χρόνο με το χρόνο, η επέτειος του θανάτου του Anselmo Lorenzo εξασθενεί, χωρίς πάρα πολλές φιλοδοξίες, ακόμη και στον ελευθεριακό κόσμο.
Στις 30 Νοέμβρη 1914, στις 3 το πρωί, ο Anselmo Lorenzo Asperilla πέθανε στο σπίτι του στη Βαρκελώνη, στον αριθμό 23 της οδού Casanova. Θεωρείτο πάντα ο απόστολος και ο παππούς των Ισπανών αναρχικών, ακόμη και εν ζωή. Μια μακρόχρονη καρδιακή επιπλοκή τον πήρε στα 73 του.
Πολύγλωσσος, μεταφραστής, συγγραφέας, δημοσιογράφος, ιδρυτής περιοδικών και, πάνω απ’ όλα, επαναστάτης, συμμετείχε στη δημιουργία και την προώθηση του ισπανικού εργατικού κινήματος που δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει σωστά το έργο του.
Μεταξύ 2.000 και 3.000 άτομα παραυρέθηκαν στην κηδεία του. Από νωρίς, χιλιάδες εργάτες και εργαζόμενοι συγκεντρώνονταν μπροστά από το σπίτι του, με εκατοντάδες ανθρώπους που ανέβαιναν στον δεύτερο όροφο, για να δουν τη σορό του για τελευταία φορά. Δίπλα του ήταν η συντρόφισσά του, Francisca Concha, και τα τέσσερα παιδιά του.
Μια νέα έκδοση από το εκδοτικό εγχείρημα δυσήνιος τύπος έχει πάρει το δρόμο της. Ιστορίες πολιτικών κρατουμένων από τη Λατινική Αμερική. Εισαγωγή στο βιβλίο και μετάφραση των κειμένων έκανε το εγχείρημα Γη και Ελευθερία – Tierra y Libertad.
(…)Η κάθε ιστορική στιγμή έχει τον δικό της ιδιαίτερο τύπο πολιτικής φυλάκισης, δεδομένου ότι οι τρόποι επιβολής αυτής της παραδοσιακής τιμωρίας που λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης, συνδέονται με τις εκάστοτε μορφές και τα επίπεδα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Βέβαια, μπορεί οι επιδιωκόμενοι στόχοι, οι δικαστικοί μηχανισμοί, ο βαθμός της κατασταλτικής βίας να ποικίλουν, αλλά εν τέλει η φυλακή είναι πάντα το ίδιο: εγκλεισμός και ξανά εγκλεισμός, απομόνωση από το κοινωνικό σώμα όσων αμφισβητούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Το παρόν βιβλίο, μακριά από μια προσέγγιση οίκτου και θυματοποίησης, επιδιώκει να αναδείξει τη δύναμη εκείνων που ασκούν το δικαίωμα της εξέγερσης ενάντια σε μια τάξη πραγμάτων που ξεχειλίζει από αδικίες, αποκλεισμούς και αποσύνθεση. Θα βρούμε σε αυτές τις γραμμές μαρτυρίες, συνεντεύξεις και αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο από ανθρώπους που βίωσαν την εμπειρία της φυλάκισης διατηρώντας την περηφάνια και την ακεραιότητά τους, εμπειρία που σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αθέατη πίσω από τους μεγάλους αριθμούς και τα στατιστικά στοιχεία.
Η επιλογή των περιοχών καταγωγής και δράσης των κρατουμένων, δεν είναι τυχαία. Κολομβία, Χιλή και Νικαράγουα, είναι από τις χώρες εκείνες με τον μεγαλύτερο αριθμό πολιτικών κρατουμένων σήμερα.
(…)Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ιστορία, κάθε πόνος είναι μοναδικός, αλλά σε ό,τι αφορά τις ιστορίες των γυναικών πολιτικών κρατουμένων, υπάρχουν νήματα που τις ενώνουν, πέρα από το ότι εκείνες υπήρξαν φυλακισμένες. Το βιβλίο μέσα από μια ξεκάθαρα έμφυλη οπτική και μια αντιπατριαρχική δέσμευση, θέτει το ερώτημα: πώς είναι να είσαι γυναίκα σε μια φυλακή της Κολομβίας, της Αργεντινής ή της Νικαράγουας; Οι γενεσιουργοί παράγοντες της βίας ενάντια στις γυναίκες βρίσκονται εκτός των τειχών που τις περιβάλλουν, αλλά οι συνθήκες ευαλωτότητας αυξάνονται σημαντικά σε αυτά τα πλαίσια. Οι ιστορίες που φιλοξενούνται στις σελίδες του βιβλίου, μιλάνε για το πώς οι συγκεκριμένες πολιτικές κρατούμενες έφτασαν στις φυλακές, ποια ήταν η εμπειρία τους και οι διεκδικήσεις που προέκυψαν εν μέσω των στερήσεων και των εμποδίων που συνεπάγεται ο εγκλεισμός. Παράλληλα, οι μαρτυρίες τους αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες ζωής ενός μεγάλου αριθμού γυναικών που βίωσαν και βιώνουν την εμπειρία του εγκλεισμού στις φυλακές της λατινοαμερικανικής ηπείρου. Η πατριαρχία, η οποία δρα σε συμμαχία με το Κράτος και το κεφάλαιο, εκφράζεται και αναπαράγεται στη φαλλοκρατική δικαιοσύνη και διαιωνίζεται δομικά μέσα στις φυλακές μέσα από την καθιέρωση εσωτερικών συστημάτων κυριαρχίας, την επικύρωση της κουλτούρας του φόβου και του βιασμού. Συνθήκες διακρίσεων, βίας, αποκλεισμού και δυσανάλογων ποινών επιβάλλονται από ένα δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα στο οποίο οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως διπλά παραβατικά υποκείμενα: αφενός παραβιάζουν ποινικές και δικαστικές νόρμες και μάλιστα υπό την ιδιότητα των εξεγερμένων υποκειμένων και αφετέρου, παραβιάζουν τους ρόλους που υπαγορεύει το κοινωνικό φύλο. Υιοθετώντας μια διαθεματική ματιά, μας αποκαλύπτονται, επιπλέον, οι κυρίαρχοι τρόποι πειθάρχησης των γυναικών, εξαιτίας όχι μόνο της πολιτικής επιλογής και του φύλου τους, αλλά και της εθνότητας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γυναικών Μαπούτσε.
Παρακάτω, η βιογραφία του Α.Μπερκμαν, όπως παρατίθεται στην ελληνική έκδοση “Το αλφαβητάρι του αναρχισμού”, από τις εκδόσεις ΚΑΤΣΑΝΟΣ (Θεσσαλονίκη).
Ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1870 στο Βίλνο (πρωτεύουσα της Λιθουανίας) που ανήκε τότε στη Ρωσική ιστορία. Η εποχή εκείνη ήταν από τις πιο μαύρες περιόδους της αντίδρασης. Γιατί, μολονότι το επαναστατικό αντιτσαρικό κίνημα στη Ρωσία άλλαξε κατεύθυνση – οι μηδενιστές, αριστοκρατικής κυρίως καταγωγής, είχαν σταματήσει τη δράση τους στην ύπαιθρο. Η επαναστατική δραστηριότητα είχε περιοριστεί στις μεγάλες πόλεις. Άνθιζε η τρομοκρατία, η εξουσία κατάφερε να επιβληθεί και να εξορίσει τους πιο πολλούς επαναστάτες στη Σιβηρία (ανάμεσα τους και το θείο του Αλεξάντερ, τον Μαξίμ). Ο δεκαπεντάχρονος τότε Αλεξάντερ προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα, με αποτέλεσμα να τον αποβάλουν από το σχολείο του κι απ’ όλα τα σχολεία της χώρας. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να πάει στα 1888 στις ΗΠΑ. Ούτε εκεί, όμως, δεν ήταν παράδεισος για τους επαναστάτες.
Γιατί, στα 1882 είχε φτάσει στη Ν. Υόρκη ο Γερμανός κήρυκας της επαναστατικής βίας Γιόχαν Μοστ. Περιόδευσε όλες τις ΗΠΑ προπαγανδίζοντας τις ιδέες του και βρήκε το πιο πρόσφορο έδαφος στο Σικάγο. Εκεί, στα 1883 υπήρχαν πολλοί αναρχικοί, που εξέδιδαν και έντυπα σε γερμανική, βοημική και αγγλική γλώσσα· υπήρχε και γερό αναρχικό εργατικό συνδικάτο ήδη στα 1883. Σε μια απεργία, την ακολούθησε συγκέντρωση και σύγκρουση με την αστυνομία στις 3 του Μάη του 1886, ρίχτηκε μια βόμβα που σκότωσε επτά αστυνομικούς. Εξαπολύθηκε άγριο κυνήγι των αναρχικών και συνελήφθησαν οκτώ γνωστοί αναρχικοί που δικάστηκαν με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Οι επτά καταδικάστηκαν σε θάνατο, και στις 17 του Νοέμβρη του 1887 οι τέσσερις απαγχονίστηκαν. Οι άλλοι έμειναν στη φυλακή και αφέθηκαν μετά από κάμποσα χρόνια ελεύθεροι μετά από καινούρια δίκη. (Σημειώνεται ότι η πρώτη δίκη δεν βασίστηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία, αλλά είχε θεωρήσει επαρκή απόδειξη το ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αναρχικοί). Λίγους μήνες μετά απ’ αυτό έφτασε στην χώρα ο νεαρός Αλεξάντερ.
Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους κατά τον Πρώτο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Για την καταστροφή της παλαιστινιακής κοινωνίας και πατρίδας το 1948, επικράτησε ο όρος Νάκμπα
Πώς επιφανείς Εβραίοι κατήγγειλαν την εθνικιστική-τρομοκρατική δράση των προγόνων του Netanyahu
Απαραίτητη σημείωση: Στην παρακάτω, εξαιρετικά επίκαιρη επιστολή της 8ης Δεκέμβρη 1948, επιφανείς Εβραίοι, ανάμεσα τους ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και η Χάνα Άρεντ, επισημαίνουν στους New York Times τον κίνδυνο που υπάρχει από την εμφάνιση του φασιστικού κόμματος της Ελευθερίας στο κράτος του Ισραήλ. Περιγράφουν τη δράση που ακολουθεί το ισραηλινό κράτος ενάντια στον Παλαιστινιακό λαό τα τελευταία χρόνια. Τρομοκρατία, εκτοπισμοί, εθνοκάθαρση. Άλλωστε ο ιδρυτής του κόμματος αυτού, Menachem Begin, κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός του ισραηλινού κράτους στη δεκαετία του 1970 (επικρατώντας και στη συνέχεια εξαφανίζοντας το ιστορικό Εργατικό Κόμμα του Ισραήλ), ιδρύοντας το κόμμα Likud μαζί με τον Ariel Sharon, γνωστό (στρατηγό και μετέπειτα πρωθυπουργό) σφαγέα του Παλαιστινιακού λαού. Άκρον άωτον της διεθνούς υποκρισίας, ο Begin τιμήθηκε και με Νόμπελ Ειρήνης για τα εγκλήματα του. To Likud, όπως και το Tnuat Haherut , το κόμμα της Ελευθερίας δηλαδή, διέπονται από τις αρχές του Σιωνιστικού Ρεβιζιονισμού, εκείνης της εθνικιστικής δηλαδή ιδεολογίας που έχει σκοπό την ίδρυση ισραηλινού κράτους στη γη της Παλιστίνης καθώς επίσης και σε μερικές ακόμα όμορες περιοχές. Διάδοχος του Begin, ήταν ο Yitzhak Shamir, ηγέτης της ακροδεξιάς οργάνωσης Stern για την οποία γίνεται λόγος στην επιστολή. Σημερινός πρόεδρος του Likud και πρωθυπουργός του Ισραήλ είναι ο Benjamin Netanyahu, γνωστός ως Bibi. Αυτά τα λίγα για να γίνει κατανοητό ποια φασιστική συμμορία γενοκτονεί τους Παλαιστίνιους μέχρι σήμερα…
Ο Αντόνιο Τσέρι (AntonioCieri) υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα του ιταλικού αναρχικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Βάστο της Ιταλίας (11 Νοεμβρίου 1898) και πέθανε στη Χουέσκα της Ισπανίας (7 Απριλίου 1937). Ήταν μέλος των αντιφασιστών ArditidelPopolo[1] κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιφασιστική εξέγερση της Πάρμας τον Αύγουστο του 1922. Το 1936 έλαβε μέρος στην ισπανική επανάσταση και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ιταλικής Φάλαγγας η οποία συνδέθηκε με την περίφημη Φάλαγγα Ασκάζο. Στις 22 Οκτωβρίου 2006 μια αναθηματική πλάκα στήθηκε στη συνοικία Ναβίλιο (borgodelNaviglio) της Πάρμας όπου ο Τσέρι ως διοικητής των ArditidelPopolo έδωσε τις μνημειώδεις μάχες εναντίον των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Δημοσιεύουμε το κείμενο της ομιλίας που εκφώνησε εκείνη τη μέρα ο αναρχικός Μάσιμο Ορτάλι (MassimoOrtalli) μέλος του Ιστορικού Αρχείου της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI).
ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΣΕΡΙ (1898-1937)
Από το Ολτρετορέντε στη Χουέσκα
του Μάσιμο Ορτάλι
Οι γονείς, οι παππούδες και οι προπαππούδες μου έζησαν στην Πάρμα και κατά συνέπεια η ιστορία της Πάρμας μού ανήκει σα να ζούσα πάντα εκεί. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι ότι κάθε φορά που τύχαινε να γίνει αναφορά στο χαρακτήρα της πόλης μας, μια από τις επαναλαμβανόμενες φράσεις στο οικογενειακό λεξικό της γιαγιάς μου -γενιάς του 1880- ήταν: “Την Κόκκινη Πάρμα κανείς δεν την αγγίζει”, κι αν η φράση όταν ήμουν παιδάκι μού φαινόταν μάλλον αινιγματική, παρόλα αυτά καταλάβαινα ότι έπρεπε να υπάρχει κάτι μεγαλειώδες πίσω από αυτές τις λέξεις. Στην πραγματικότητα υπήρχε κάτι μεγαλειώδες, υπήρχε η ιστορία με τον Μπάλμπο[2] και τις κτηνώδεις του πολιτοφυλακές που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ηττημένες στην πολύ πιο φιλόξενη Φεράρα και υπήρχε το γεγονός ότι ένας ολόκληρος λαός, όχι μόνο εκείνος του Ολτρετορέντε[3] αλλά όλης της πόλης, γιόρταζε μια νίκη ενάντια στις φασιστικές ομάδες κρούσης, την οποία κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν εφικτή σε μια Ιταλία την οποία διέσχιζαν οι συμμορίες του Μουσολίνι.
Εκείνη ήταν μια συλλογική νίκη, όπως είναι οι πιο όμορφες ιστορίες της ελευθερίας, η περίπτωση μιας ολόκληρης πόλης που αισθάνεται ότι οφείλει να υπερασπιστεί όχι μόνο την ελευθερία της, αλλά και τον πιο βαθύ και ανένδοτο χαρακτήρα της, εκείνο το επαναστατικό πνεύμα, καυστικό και τόσο ξένο σε κάθε κομφορμισμό, που ήταν ένα πολύ πραγματικό αντίδοτο σε κάθε μορφή υποταγής.
Νέα έκδοση, μπροσουράκι για την αποτυχία της Συμφωνίας Ειρήνης στην Κολομβία βασισμένο σε σημειώσεις του Χαβιέρ Χιράλντο Μορένο και μετάφραση-επιμέλεια από Γη και Ελευθερία – Tierra y Libertad
“Έξι χρόνια μετά την υπογραφή της, η Συμφωνία της Αβάνας έχει κατά γενική ομολογία αποτύχει. Υπάρχουν λόγοι πολιτικής φύσης που εξηγούν αυτήν την εξέλιξη, οι οποίοι είναι οι ίδιοι που έκαναν και τις προηγούμενες συμφωνίες ειρήνης να αποτύχουν και συνδέονται με την έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά του Κράτους να τηρήσει τις δεσμεύσεις του. Με λίγα λόγια, η συμφωνία απέτυχε, επειδή δεν εφαρμόστηκε. Το παρόν κείμενο πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα στο ζήτημα, καθώς εξετάζει τα συστημικά αίτια που βρίσκονται πίσω από αυτήν την προδιαγεγραμμένη αποτυχία μιας συμφωνίας, η οποία ακόμα κι αν εφαρμοζόταν, μόνο περιορισμένες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να αποφέρει.”
του Matt Crossin, περιλαμβάνεται στη σειρά άρθρων «Κριτικές σημειώσεις για τις εξελίξεις στο αναρχικό κίνημα» που δημοσιεύτηκαν στο https://www.redblacknotes.com/
Δεν είναι ασυνήθιστο, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, ο αναρχισμός να ορίζεται ως μια ιδεολογία που βασίζεται στην «άμεση δημοκρατία», τη λήψη αποφάσεων με συναίνεση και τη διατήρηση «οριζόντιων» (δηλ. «μη ιεραρχικών») κοινωνικών σχέσεων, ιδιαίτερα σε αυτόνομες ζώνες ή δημόσιους χώρους. Αυτή η προσέγγιση του αναρχισμού είναι ασυνήθιστη καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο του ορισμού του την προσκόλληση σε πολύ συγκεκριμένες μορφές διαδικασίας και διαπροσωπικής συμπεριφοράς ενώ υποβαθμίζει τους πολιτικούς σκοπούς που ένα «οριζόντιο» κίνημα θα πρέπει να προσπαθεί να εδραιώσει. Από αυτή την οπτική γωνία, η ανακατάληψη του δημόσιου χώρου ως ευκαιρία για τη διεξαγωγή μη ιεραρχικών ανοιχτών συνελεύσεων, όπου μπορούμε να βγάζουμε αποφάσεις με συναίνεση, είναι, από μόνη της, «αναρχική» – ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τέτοιων διαδικασιών. Αυτό έχει ελάχιστη σχέση με την κλασική, μαζική-αναρχική παράδοση και την πολιτική του επαναστατικού σοσιαλισμού. Είναι, αντίθετα, μια προσέγγιση που περιγράφεται καλύτερα ως εμπίπτουσα στη σημαία του «νεοαναρχισμού» (ή του «μικρού αναρχισμού»). Ο νεοαναρχισμός είναι μια σύγχρονη αντίληψη του αναρχισμού που ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τα φεμινιστικά και πασιφιστικά κινήματα της δεκαετίας του ‘70, το οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του ‘80, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του ‘90 και την εξέγερση της Αργεντινής το 2001 η οποία επινόησε τον όρο horizontalidad («οριζοντιότητα») για να περιγράψει την απόρριψη από το κίνημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τη χρήση γενικών συνελεύσεων για τον συντονισμό της δράσης και τη μετατροπή εγκαταλελειμμένων ή χρεοκοπημένων εργοστασίων σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις.