Πριν ξεκινήσει κάποιος να αναφέρει τι γίνεται σήμερα στην αγροτική παραγωγή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τι εννοεί με τον όρο αγροτική παραγωγή. Αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο: Η παραγωγή από τους ανθρώπους της υπαίθρου, της τροφής των ανθρώπων και των πρώτων υλών για πλήθος βιομηχανιών τροφίμων και μη, καθώς και η ορθή διαχείριση του περιβάλλοντος.

Στην Ελλάδα, μετά τη μετεμφυλιακή περίοδο, η αστική τάξη, για τους δικούς της λόγους συγκρότησης και ανάπτυξης, επέλεξε να επενδύσει στη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, αναπτύσσοντας όλους εκείνους τους τομείς που χρειαζόταν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Έτσι φτάσαμε στη δεκαετία του 1980 με τη χώρα να είναι αυτάρκης σε πάρα πολλά προϊόντα (φυτικής και ζωικής προέλευσης). Είναι η περίοδος που το μεγαλύτερο μέρος των αγροτών είναι οργανωμένο σε συλλογικές δομές συνεταιρισμών, που έχουν και κοινωνική μορφή, ουσιαστικά στηρίζοντας και αναπτύσσοντας τη ζωή των εργαζόμενων ανθρώπων της υπαίθρου.

Με την είσοδο στην ΕΕ (ΕΟΚ τότε) το 1981, το ελληνικό κράτος συνδέει την εξέλιξή του στο άρμα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, καθώς η ελληνική αστική τάξη θεωρεί ότι μπορεί μέσα από αυτό το μονοπάτι να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά της. Στο επίπεδο της αγροτικής παραγωγής, τότε αρχίζει να εφαρμόζεται στη χώρα μας η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική – μια από τις θεμελιώδεις συμφωνίες της πρώιμης ΕΕ από την αρχή της δεκαετίας του 1950, μαζί με τη συμφωνία για τον άνθρακα και τον χάλυβα). Τότε εφαρμόζεται για πρώτη φορά η πολιτική της στήριξης των προϊόντων μέσω των επιδοτήσεων, που διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

Η εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών της ΚΑΠ είχε τραγικές επιπτώσεις τόσο στους παραγωγούς όσο και στα παραγόμενα προϊόντα. Από το 31-33% του αγροτικού πληθυσμού που καταγράφηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, φτάνουμε σήμερα, όπου ο αγροτικός πληθυσμός το 2020 φτάνει στο 10-12% και συνεχίζει να μειώνεται, καθώς ο στόχος των πολιτικών είναι να φτάσει στο 3-5% του συνολικού πληθυσμού, όπως είναι και ο μέσος όρος στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή υποτάσσεται στις φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και στα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλιακών βιομηχανιών, με αποτέλεσμα τόσο τη μείωση της παραγωγής όσο και την υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων. Παραδείγματα που αναδεικνύουν την παραλογικότητα των πολιτικών του κέρδους των αγορών είναι η ταφή εκατομμυρίων τόνων προϊόντων (π.χ. πορτοκάλια) για να διατηρηθεί η τιμή τους, ενώ θα μπορούσαν να διανεμηθούν στους εργαζόμενους ή ακόμα και να σταλούν δωρεάν σε χώρες με επισιτιστικό πρόβλημα. Ενώ η χώρα μας ήταν αυτάρκης στην παραγωγή μαλακού σιταριού (για την παραγωγή ψωμιού), με την ένταξη στην ΕΕ έχει γίνει ελλειμματική και επιδοτεί συνεχώς το σκληρό σιτάρι (για την παραγωγή ζυμαρικών), χωρίς διακοπή, προκειμένου να τροφοδοτήσει με φθηνή και εξαιρετικής ποιότητας πρώτη ύλη τις βιομηχανίες ζυμαρικών της Ιταλίας.

Ταυτόχρονα, η πολιτική που εφαρμόζεται στοχεύει τους συνεταιρισμούς των αγροτών, χρεώνοντας και απαξιώνοντας τους, προς όφελος των μεγάλων αγροδιατροφικών εταιρειών. Καταρρέει ολόκληρο το συνεταιριστικό κίνημα, και μεγάλοι συνεταιρισμοί πωλούνται ή χαρίζονται σε μεγάλες εταιρείες του κεφαλαίου. Τελευταίο παράδειγμα είναι η ΔΩΔΩΝΗ στην Ήπειρο, όπου μόλις ο συνεταιρισμός πουλήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια κατέρρευσε η κτηνοτροφία των μικρών και μεσαίων παραγωγών. Από την άλλη πλευρά, όλο το τεχνικό και επιστημονικό δυναμικό του κράτους που αφορά την πρωτογενή παραγωγή αφήνεται να παρακμάσει και να υπολειτουργήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα σποροπαραγωγικά κέντρα, που διεξάγουν έρευνα και παρέχουν φθηνό σπόρο, τα οποία κλείνουν, ενώ γεωτεχνικές και άλλες υπηρεσίες είτε ιδιωτικοποιούνται, είτε κλείνουν, είτε υποβαθμίζονται (Η πρώτη δημόσια υπηρεσία που ιδιωτικοποιείται από την κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη είναι η πιστοποίηση των βιολογικών προϊόντων).

Από τη μία, η τεράστια αύξηση του κόστους παραγωγής (ρεύμα, πετρέλαιο, εφόδια) και η πίεση των τιμών από τις βιομηχανίες και τους εμπόρους της αγοράς των αγροτικών προϊόντων, και από την άλλη, η συνεχής μείωση των επιδοτήσεων από την ΕΕ (χρήματα που δεσμεύονται από τους εργαζόμενους κάθε χώρας μέσω της φορολογίας), δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για επιβίωση. Έτσι, αναπόφευκτη συνέπεια είναι η βίαιη αποχώρηση ενός μεγάλου μέρους των αγροτών, η οποία αφορά τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς, καθώς και πολλούς ετεροεπαγγελματίες (που συμπληρώνουν το εισόδημά τους), οι οποίοι ουσιαστικά εγκαταλείπουν το επάγγελμά τους και τα σπίτια τους, για να αναζητήσουν δουλειά σε αστικές περιοχές. Το κενό που δημιουργείται καλύπτεται άμεσα με τη μεταφορά μέρους των εγκαταλειμμένων εκτάσεων σε μεγαλοαγρότες, με αποτέλεσμα να έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια να δημιουργούνται σύγχρονα τσιφλίκια.

Όμως, αυτή η βίαιη έξοδος από την αγροτική παραγωγή, η οποία εντείνεται τα τελευταία χρόνια, έχει τραγικές και ανεπανόρθωτες συνέπειες για το ίδιο το περιβάλλον. Με το πρόσχημα της «πράσινης καπιταλιστικής ανάπτυξης», τεράστιες εκτάσεις γης υψηλής παραγωγικότητας, στους κάμπους αλλά και στους βοσκοτόπους στα βουνά, μετατρέπονται σε βιομηχανικά πάρκα φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών, καταστρέφοντας ουσιαστικά τόσο την ίδια τη γη όσο και συνολικότερα το περιβάλλον (νερό, πανίδα, χλωρίδα). Εκτός από αυτό, η συγκεντρωτική διαχείριση της γης που πραγματοποιείται οδηγεί στη μεγαλύτερη εντατικοποίηση των καλλιεργητικών πρακτικών (ψεκασμοί, λιπάνσεις), με υποβάθμιση των φυσικών πόρων (έδαφος, νερό) και με μοναδικό γνώμονα το κέρδος.

Ένας άλλος παράγοντας που έχει εισέλθει στη δύσκολη εξίσωση της επιβίωσης στην ύπαιθρο είναι η κλιματική κρίση, η οποία προκαλείται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και οδηγεί στην έξαρση των κλιματικών φαινομένων. Αυτά, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη υποδομών, αφήνουν τους αγρότες απροστάτευτους. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η πρόεδρος της ΕΕ, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξέφρασε τη θέση της ΕΕ ότι εκεί όπου δεν υπάρχουν μεγάλες ιδιοκτησίες, δεν αξίζει να πραγματοποιούνται έργα υποδομής, αλλά να χορηγούνται αποζημιώσεις, αναφερόμενη στα τραγικά γεγονότα που έχουν συμβεί στη χώρα μας.

Οι τελευταίες αναθεωρήσεις στις ευρωπαϊκές συνθήκες (ΚΑΠ), εκτός από τη μείωση των επιδοτήσεων, οδήγησαν και στη μείωση της παραγωγής, καθώς η κατεύθυνση ήταν να δωθούν τα κονδύλια σε άλλους τομείς κερδοφορίας του κεφαλαίου (π.χ. πράσινη ανάπτυξη, χρηματοπιστωτικά). Αυτή την κατεύθυνση συνεχίζει να υπηρετεί η ΕΕ, και η πρόταση που ήδη συζητείται στις Βρυξέλλες είναι η πλήρης κατάργηση των επιδοτήσεων, πράγμα που σημαίνει καταστροφή για τους περισσότερους παραγωγούς και υποβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων τους. Εξάλλου, οι τελευταίες εξελίξεις με το πολεμικό μέτωπο και τις πολεμικές ιαχές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνεία: όλα τα χρήματα στα όπλα. Αυτή την πολιτική έρχεται να υπηρετήσει και η τεράστια διακρατική συμφωνία ΕΕ-Λατινικής Αμερικής (ΜΕΡΚΟΣΟΥΡ), η οποία αφήνει τα προϊόντα και τους παραγωγούς απροστάτευτους απέναντι σε φθηνά και χαμηλής ποιότητας τρόφιμα από χώρες της Λατινικής Αμερικής. Το ίδιο συμβαίνει, βέβαια, τα τελευταία χρόνια και με αθρόες εισαγωγές από χώρες της Ασίας, με τις Γεωτεχνικές Υπηρεσίες να επισημαίνουν ότι καταναλώνουμε σκουπίδια. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο εντάσσεται και η εισαγωγή νέων μεγάλων εταιρειών, οι οποίες μπαίνουν στο παιχνίδι στην χώρα μας, όπου δημόσιες εκτάσεις χαρίζονται και οι εταιρείες επιδοτούνται για να παράγουν μαζικά αγροτικά προϊόντα χαμηλής διατροφικής αξίας.

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, είναι αδύνατο για τους αγρότες να μην βγουν στους δρόμους για να διεκδικήσουν την επιβίωσή τους. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, με τις καταστροφές από τις πλημμύρες του Ιανού και του Ντάνιελ (δεν έχουν ολοκληρωθεί οι αποζημιώσεις σχεδόν 1,5 χρόνο μετά), όπου πλήθος παραγωγών δεν κατάφερε να συγκομίσει την περασμένη χρονία, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές των βιομηχανιών και των εμπόρων,  έχουν φτάσει ακόμα και στο σημείο να μην διαθέτουν το απαραίτητο κεφάλαιο κίνησης για τη νέα καλλιεργητική χρονιά. Ήδη, οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς εφοδίων ενημερώνουν ότι για την προμήθεια των εφοδίων θα ζητηθούν εγγυήσεις με δεσμεύσεις γης και περιουσιακών στοιχείων.

Και ενώ είναι φανερό ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις, η μαζικότητα και η μαχητικότητα από τους αγρότες που έχουν κατέβει στα μπλόκα για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους, δυστυχώς, και με ουσιαστική ευθύνη της ηγεσίας τους, οι αγώνες τους γίνονται με κουτσά βήματα και εκτονώνονται (απογοητεύοντας πολλούς από τους συμμετέχοντες) σε συναντήσεις με υπουργούς ή τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Θα έπρεπε τα μπλόκα να στοχεύουν στην άμεση ρήξη με τα σχέδια εξόντωσής τους από την αστική πολιτική.

Για να είναι σήμερα νικηφόρος ο αγώνας των αγροτών, πρέπει να θέτει και να αγωνίζεται για αιτήματα που προκαλούν ρωγμές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σε αυτά εντάσσεται η άμεση αποχώρηση από την ΕΕ ως όρος επιβίωσης. Η συγκρότησή τους σε συνεταιριστικά σχήματα όλου του βασικού κορμού της παραγωγής. Ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής τροφίμων σε συνεργασία και συντονισμό με τους εργαζόμενους για φθηνά και ποιοτικά τρόφιμα. Η μείωση του κόστους παραγωγής και οι τιμές στα προϊόντα που θα εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Η εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο των μεγάλων αγροτικών και διατροφικών επιχειρήσεων. Η κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση της Τράπεζας Πειραιώς (πρώην Αγροτική).

Είμαστε μαζί με τον αγώνα των αγροτών, γιατί ουσιαστικά διεκδικούν και για λογαριασμό μας τη δυνατότητα να τρέφεται η εργαζόμενη πλειοψηφία με φθηνό και ποιοτικό τρόφιμο. Και αυτή πρέπει να είναι και κατεύθυνση του εργατικού κινήματος, η οποία θα ενισχυθεί και με την πολιτική της αυτάρκειας σε όσα προϊόντα μπορούμε να παράγουμε.

Νίκη στα μπλόκα των αγροτών

Παναγιώτης Κ.

Leave a comment