Συγκρούσεις με την αστυνομία στη διαδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το πραξικόπημα

Στις 19 Δεκεμβρίου 2021, εκλέχτηκε πρόεδρος, ο Gabriel Boric (ο οποίος προέρχεται από το φοιτητικό κίνημα του 2011, στο οποίο έπαιξε ρόλο αποκλιμάκωσης των κινητοποιήσεων) κερδίζοντας με μεγάλη διαφορά τον αντίπαλό του José Antonio Kast (ακροδεξιός, αντικομμουνιστής και οπαδός του Πινοσέτ). Η εκλογή αυτή γιορτάστηκε ως «ο εκλογικός θρίαμβος εναντίον του φασισμού», τόσο από τους δημοκρατικούς όσο και από τους αριστερούς, αλλά και ως συνέχεια της εξέγερσης της 18ης Οκτωβρίου 2019 και της Συνταγματικής Συνέλευσης. Αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που βιώσαμε στον πρώτο γύρο, όπου η διάθεση των ίδιων αυτών πολιτικών παραγόντων ήταν ένας καταιγισμός προσβολών προς τον κόσμο που δεν ψήφισε, με εκφράσεις όπως «παίζουν το παιχνίδι της Δεξιάς» και «η Χιλή δεν ξύπνησε», μπροστά στον τρόμο του ενδεχομένου να εκλεγεί πρόεδρος ο Καστ. Η αντίδραση σε αυτόν τον φόβο ήταν αυτή που επέτρεψε στον Μπόριτς να επιβληθεί στον δεύτερο γύρο, για αυτό και οι δύο έπρεπε να στρέψουν τον λόγο τους προς το κέντρο: Ο Μπόριτς καταφεύγοντας στην παλιά “Concertación” (Χριστιανοδημοκρατία, Σοσιαλιστικό Κόμμα κ.λπ.), ενώ ο Kast επικεντρώθηκε στο θέμα των γυναικών για να απαλλαγεί από τα ακραία μισογυνικά και αντιδραστικά στοιχεία που δημιούργησαν πρόβλημα στην προεκλογική εκστρατεία του. Αυτή η «ψευδομάχη» μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς του Κεφαλαίου επιλύθηκε με την ενσωμάτωση στην καμπάνια του Μπόριτς της «κρίσιμης υποστήριξης» των LGΒΤIQ+ κοινοτήτων, των θεσμικών φεμινιστριών, των αριστερών αντιφασιστών και της ψήφου κατά του Καστ. Με λίγα λόγια, αυτός ο υποψήφιος κατάφερε να προσελκύσει τους αντιπάλους του κάτω από την απειλή του φασισμού, γνωρίζοντας ότι η εκλογή του θα μπορούσε να κλείσει έναν κύκλο και την επαναστατική προοπτική της εξέγερσης του Οκτώβρη ή να την αναβάλει για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι οι αριστερές ομάδες πρωταγωνίστησαν στην αποστράτευση από τους δρόμους -με τη δικαιολογία ότι δεν χρειαζόταν να «λερωθεί» η κρατική διοίκηση του Μπόριτς, η εξέλιξη της διαδικασίας αλλαγής συντάγματος, ούτε να «δώσουν πάτημα στη Δεξιά»- και στην εξαφάνιση των αυτόνομων οργανώσεων της τάξης (Συνελεύσεις Περιοχής), εξαλείφοντας κάθε συζήτηση που ξέφευγε από την εκλογική ατζέντα ή τη συνταγματική διαδικασία. Σε γενικές γραμμές, η αριστερά, ακόμη και αυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως επαναστατική, και ένα ευρύ φάσμα του αναρχισμού, υπέκυψε χωρίς αντίσταση και με τη θέλησή του στη δημοκρατική παγίδα, η οποία προφανώς εξελίχτηκε ως αυτό που πραγματικά ήταν. Με αυτή την έννοια, η Αριστερά του Κεφαλαίου συνέθεσε και αποσαφήνισε τον ιστορικό της ρόλο ως παράγοντα διατήρησης των καπιταλιστικών σχέσεων. Η θεωρητική φτώχεια και η αδυναμία κατανόησης  των ιστορικών διδαγμάτων ήταν εμφανής σε ένα τεράστιο τμήμα συντρόφων –ισσών.

Η εξέγερση άνοιξε έναν κύκλο αγώνων που σήμερα αντιμετωπίζει μια αντεπαναστατική αντεπίθεση, ένας κύκλος όμως που δεν έχει κλείσει εντελώς, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη το πλαίσιο της γενικευμένης και παγκόσμιας κρίσης, μία από τις εκδηλώσεις της οποίας ήταν ακριβώς η μεγαλειώδης κοινωνική εξέγερση στη Χιλή.

“Μπόριτς, ποιος παίζει το παιχνίδι της Δεξιάς;” σύνθημα σε τοίχο του Σαντιάγκο

Συνέχιση και εξειδίκευση της καταστολής

Η κυβέρνηση Μπόριτς δεν άργησε να δείξει την ίδια βάρβαρη συνέχεια με την προηγούμενη κυβέρνηση τόσο σε επίπεδο καταστολής όσο και σε επίπεδο εφαρμογής πολιτικών που ευνοούν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση εις βάρος των ήδη επισφαλών συνθηκών διαβίωσής. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μπόριτς ήταν βασικός συντελεστής στη διαχείριση της αντεπαναστατικής «Συμφωνίας για την κοινωνική ειρήνη και το νέο Σύνταγμα» που υπογράφηκε στις 15 Νοεμβρίου 2019 για να καναλιζάρει τη δυναμική της εξέγερσης στο θεσμικό πλαίσιο και να δρομολογήσει τη  διαδικασία καπιταλιστικής παλινόρθωσης, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η δημιουργία ενός νέου Συντάγματος. Η εφαρμογή του νόμου Nain-Retamal, ο οποίος προστατεύει και ενισχύει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία της αστυνομίας (Carabineros, PDI και χωροφυλακή), σήμανε στην πράξη τη νομιμοποίηση του «εύκολου πυροβολισμού», ο οποίος  έχει ήδη στοιχίσει πολλά θύματα. Η πρόσφατη έγκριση, στα τέλη Νοεμβρίου 2023, του “Ley Antitomas” που υπαγορεύει πραγματική έκτιση φυλάκισης για όσους «καταλαμβάνουν παράνομα ακίνητη περιουσία», ποινικοποιεί τη φτώχεια και την έλλειψη πρόσβασης σε στέγη στη Χιλή, παίρνοντας το μέρος των κερδοσκόπων real estate, του εξευγενισμού και του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας. Ήδη έχουν γίνει εξώσεις σε κατειλημμένα σπίτια, κοινωνικά κέντρα, καταυλισμούς φτωχών[1] και εκτάσεις που ανέκτησε ο λαός των Μαπούτσε. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προσθέτουμε και την άνευ όρων υπεράσπιση του στρατηγού των Carabineros Ricardo Yáñez -η δίκη του οποίου έχει ήδη αναβληθεί αρκετές φορές-, σχετικά με τη μήνυση εναντίον του για την εμπλοκή του στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.

Επιπλέον, κατασταλτικά μέτρα όπως ο «Νόμος κατά των λεηλασιών και των οδοφραγμάτων» (Νόμος 21. 208) και ο νόμος περί κρατικής ασφάλειας συνεχίζουν να εφαρμόζονται επιλεκτικά, όπως συνέβη με τον εκπρόσωπο του «Συντονισμού Κοινοτήτων σε Σύγκρουση Arauco Malleco» -CAM, Héctor Llaitul -ο οποίος έχει ήδη κριθεί ένοχος σε πολιτική δίκη και η ποινή του ανακοινώθηκε στις 7 Μάη όπου και καταδικάστηκε σε 23 χρόνια φυλάκιση, καθώς και με πολλούς άλλους αγωνιστές της CAM και άλλων οργανώσεων, οι οποίοι έχουν συλληφθεί μεταξύ 2022-2024. Επιλεκτική καταστολή έχει επίσης ασκηθεί εναντίον συντρόφων από τον αναρχικό χώρο – «Υπόθεση της επίθεσης με εκρηκτικά στη Γενική Διεύθυνση Χωροφυλακής» και «Υπόθεση της εμπρηστικής επίθεσης στο εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος της Carnes Susaron», καθώς και διαδηλωτών που συνελήφθησαν στο πλαίσιο του αγώνα στο δρόμο. Μια παραδειγματική περίπτωση που εκφράζει το κατασταλτικό κλίμα στο οποίο ζούμε, ήταν οι πολύχρονες και παραδειγματικές ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στους αναρχικούς Francisco Solar (86 χρόνια φυλάκισης) και Mónica Caballero (12 χρόνια φυλάκισης), για επιθέσεις με εκρηκτικά στις οποίες δεν σκοτώθηκε κανείς.

Από την πλευρά του, το αυτόνομο κίνημα των Μαπούτσε (“Coordinadora Arauco Malleco”-CAM, “Resistencia Mapuche Lafkenche”-RML, “Weichan Auka Mapu”-WAM, “Liberación Nacional Mapuche”, μεταξύ άλλων) συνεχίζει σχεδόν καθημερινά να απαλλοτριώνει εδάφη και να σαμποτάρει καπιταλιστικές μηχανές και υποδομές, παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει γίνει μόνιμη στη λεγόμενη «νότια μακρο-Ζώνη», η οποία μεταφράζεται σε στρατιωτική παρουσία που περιπολεί και ελέγχει αυτοκινητόδρομους και προστατεύει «στρατηγικές υποδομές». Η καταστολή κρατά περισσότερους από πενήντα πολιτικούς κρατούμενους Μαπούτσε πίσω από τα κάγκελα.

Ο λόγος περί «σιδηράς πυγμής» κατά της εγκληματικότητας και της «παράνομης» μετανάστευσης δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την πιο αντιδραστική ακροδεξιά. Το τελεσίγραφο του Μπόριτς προς τους μετανάστες που βρίσκονται παράτυπα στην περιοχή της Χιλής, το οποίο προστίθεται στην κατασκευή τάφρων στα σύνορα με τη Βολιβία για την «ανάσχεση της μεταναστευτικής κρίσης», ήταν: «Ή νομιμοποιούνται ή φεύγουν». «Θα γίνουμε καταδιωκτικά σκυλιά του εγκλήματος», φώναξε ο Μπόριτς, ενώ η κυβέρνηση μελετά ήδη την εφαρμογή «μεξικανικών στρατηγικών» -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- για την καταπολέμηση της αυξανόμενης εγκληματικότητας. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η γελοία μεταρρύθμιση των Carabineros, η οποία περιορίζεται στην αλλαγή της στολής και στη μείωση των προϋποθέσεων πρόσληψης: τώρα θα μπορούν να γίνουν αστυνομικοί άνθρωποι με μικρότερο ανάστημα, με τατουάζ, πλατυποδία κλπ. Η υποστήριξη της κυβέρνησης προς τους Carabineros ήταν απόλυτη και υπό αυτή την έννοια, εκατοντάδες περιπτώσεις αστυνομικής βίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων, σεξουαλικής κακοποίησης και δολοφονιών, έμειναν εντελώς ατιμώρητες. Μέχρι στιγμής, έχουν ψηφιστεί 54 νόμοι που σχετίζονται με «θέματα δημόσιας ασφάλειας», πολύ περισσότεροι από ό,τι σε οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση, αυξάνοντας περαιτέρω τις ποινές για τα εγκλήματα και παρέχοντας νομική προστασία στις δυνάμεις καταστολής για να κάνουν ό,τι θέλουν.

Οι προεκλογικές υποσχέσεις, πολλές από τις οποίες ήταν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν έχουν υλοποιηθεί σχεδόν καθόλου και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα γίνουν πραγματικότητα στο εγγύς μέλλον, ειδικά όταν η κυβέρνηση πόνταρε τα πάντα στην «πραγματοποίηση των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η Χιλή» μετά από μια υποτιθέμενη εκλογική νίκη στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2022 (πρώτη διαδικασία), οι οποίες, όπως ήδη γνωρίζουμε, όχι μόνο δεν έγιναν, αλλά ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Οι παράγοντες που καθόρισαν αυτή την αποτυχία ήταν πολλοί και πολύ περίπλοκοι για να τους συνθέσει κανείς, αλλά ξεχωρίζουν οι εξής: η έλλειψη συγκεκριμενοποίησης και η αοριστία του σχεδίου, ο υψηλός πληθωρισμός που υπήρχε εκείνη την εποχή (12,8%), η επιβολή υποχρεωτικής ψηφοφορίας με την απειλή πολύ υψηλού προστίμου (σχεδόν μισός κατώτατος μισθός), η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, η άρνηση χρηματοδότησης στα συνταξιοδοτικά ταμεία, που μεταφράζεται ως τιμωρία για την αποδοκιμασία της διαχείρισης της κυβέρνησης. Ίσως η μόνη εξαίρεση ήταν η προεδρική αμνηστία στα τέλη του 2022, η οποία ωφέλησε 12 κρατούμενους της εξέγερσης και 1 πρώην μαχητή της FPMR (Πατριωτικό Μέτωπο Manuel Rodríguez) που κατηγορούνταν χωρίς στοιχεία για ληστεία τράπεζας.

Η έγκριση της Συμφωνίας Trans-Pacific-TPP11, στην οποία αντιτίθενται διάφορες κοινωνικές οργανώσεις -και στην οποία ο ίδιος ο Μπόριτς αντιτάχθηκε πριν από μερικά χρόνια- επειδή εμβαθύνει το καταστροφικό μοντέλο της εξορυκτικής συσσώρευσης, ιδιωτικοποιεί τη χρήση των σπόρων και αφήνει σε εκκρεμότητα την εργατική νομοθεσία -μεταξύ άλλων επιβλαβών συνεπειών-, και το σχέδιο “συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης”, το οποίο δεν αμφισβητεί καθόλου τα θεμέλια του εξαντλημένου συνταξιοδοτικού συστήματος που εκπροσωπεί το AFP, το οποίο παραδίδει συντάξεις πείνας, διατηρεί τη χρηματοδότησή του μέσω των εισφορών των εργαζομένων στους μεγάλους οικονομικούς ομίλους, και το οποίο δεν πλησιάζει καν σε κάτι παρόμοιο με ένα «σύστημα κοινωνικής ασφάλισης» που υπάρχει στις κεντρικές χώρες, είναι μόνο δύο ακόμη παραδείγματα της γραμμής που έχει χαράξει η κυβέρνηση του Μπόριτς.

Τον Μάρτιο του 2023, η κυβέρνηση Μπορίτς παρουσίασε στο Κογκρέσο το σχέδιό της για τη δημιουργία της Εθνικής Εταιρείας Λιθίου (ENL), η οποία θα επιδιώξει να «συμβάλει στη διαδικασία παραγωγής προϊόντων και να αναπτύξει πιο βιώσιμες μεθόδους εξόρυξης». Ωστόσο, το αρχικό σχέδιο της κρατικής εκμετάλλευσης και του οφέλους από τα ορυκτά, έκανε ένα βήμα προς τη συγκεκαλυμμένη ιδιωτικοποίησή του με την ενσωμάτωση μιας συμφωνίας μεταξύ της CODELCO (51%) και της ιδιωτικής εταιρείας SQM (ιδιοκτήτης της οποίας είναι ο Julio Ponce Lerou, πρώην γαμπρός του Πινοσέτ και ο οποίος εμπλέκεται σε υποθέσεις διαφθοράς, οικονομικών σκανδάλων και παράνομης χρηματοδότησης της πολιτικής). Η ενσωμάτωση των ιδιωτικών εταιρειών συνιστά μια συγκεκαλυμμένη ιδιωτικοποίηση ενός πόρου που σύμφωνα με το ισχύον σύνταγμα είναι εθνικοποιημένος, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την προεκλογική υπόσχεση για τη δημιουργία μιας 100% κρατικής εταιρείας.

Τέλος, στο τελευταίο δημοψήφισμα, η συντακτική διαδικασία έκλεισε τον κύκλο της- το Σύνταγμα Pinochet-Guzmán εξακολουθεί να ισχύει, η αριστερά στην πράξη ψήφισε για τη διατήρησή του, σε αντίθεση με το τελευταίο σχέδιο που παρουσιάστηκε, το οποίο ηγεμονεύτηκε από τους Ρεπουμπλικάνους και τη σκληρή δεξιά. Όλα αυτά συνεπάγονται μια ηχηρή αποτυχία του ρεφορμισμού, που δεν έχει ακόμη κεφαλαιοποιηθεί πλήρως από τη δεξιά, αφού η πρότασή της επίσης απέτυχε και είναι εσωτερικά διχασμένη. Εν ολίγοις, σήμερα παρατηρείται ακόμη μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της πολιτικής, κόπωση με τις διαρκείς εκλογές και την υποχρεωτική ψηφοφορία.

“Όχι άλλες εξώσεις χωρίς λύση. Περισσότερη γη για να ζήσουμε” – Φωτογραφία από την “Toma 17 de Mayo”, μια κατάληψη γης όπου οι άνθρωποι έχουν χτίσει μόνοι τους τα σπίτια τους στο δυτικό τμήμα του Σαντιάγο, που απειλείται με εκκένωση και οργανώνεται για να αντισταθεί.

Προοπτικές

Εν μέσω αυτής της κατάστασης, πιστεύουμε ότι οι επαναστατικές μειοψηφίες έχουν να φέρουν εις πέρας πολλά επείγοντα καθήκοντα. Το πρώτο, και πιο προφανές, είναι να προωθήσουμε την ανάγκη θεωρητικής κατανόησης της εποχής στην οποία ζούμε, ενθαρρύνοντας τη συζήτηση και την συντροφική διαπάλη μεταξύ των διαφόρων ομάδων και συλλογικοτήτων του ριζοσπαστικού χώρου, αλλά και μεταφέροντας αυτές τις συζητήσεις προς τα έξω. Από την άλλη πλευρά, και συνδεόμενο με τα παραπάνω, είναι ζωτικής σημασίας να εξοπλιστούμε με κινηματική αντίληψη, η οποία να προωθεί τη δημιουργία πρωτοβουλιών συντονισμού και προλεταριακών δικτύων που αλληλεπιδρούν μόνιμα μεταξύ τους, τα οποία ν’ αρχίζουν σταδιακά να ξεπερνούν τον κατακερματισμό και τον σεχταρισμό στον οποίο δυστυχώς έχουμε συνηθίσει. 

Από την άλλη πλευρά, οι ενεργές μειοψηφίες πρέπει να λειτουργήσουν ως συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ των διαφορετικών αγώνων που θα αναδυθούν, διατηρώντας έντονα ανταγωνιστικές θέσεις που να βοηθούν να ξεπεραστούν οι διαχωρισμοί που είναι εγγενείς στις καπιταλιστικές σχέσεις και που είναι σε θέση να προωθήσουν τον κομμουνιστικό και αναρχικό ορίζοντα ως τη μόνη ρεαλιστική προοπτική για το μέλλον. Θεωρούμε επίσης ότι, εν μέσω ενός σεναρίου πολυδιάστατης κρίσης, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε και να συμμετέχουμε σε εκείνες τις μορφές προλεταριακής αυτοοργάνωσης που συνδέονται με τη διαβίωση και την επιβίωση (κοινωνικές κουζίνες, κοινοτικά περιβόλια, δομές υγείας, κοινοτική φροντίδα κ.λπ.), οι οποίες, συνδεδεμένες με την κοινωνική αναπαραγωγή, μπορούν να γίνουν έμβρυα της κομμουνιστικής δυνατότητας.

Τέλος, πιστεύουμε ότι έχει καταστεί αναγκαίο να επαναλάβουμε τη συζήτηση για την «κατάληψη των μέσων παραγωγής» και την κομμουνιστικοποίησή τους, μέσα στην τάξη μας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ζούμε σε έναν κόσμο με πολύπλοκο καταμερισμό εργασίας, πιστεύουμε ότι υπάρχουν ακόμα δυνατότητες διατήρησης διαδικασιών κομμουνιστικοποίησης σε εκείνους τους στρατηγικούς τομείς που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της κοινωνικής αναπαραγωγής (τρόφιμα, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία και στέγαση), οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια μιας μακρότερης διαδικασίας διεθνούς αγώνα.

Colectivo Vamos Hacia la Vida

Συλλογικότητα Ας κινηθούμε προς τη ζωή

Σαντιάγο, Χιλή, Μάης 2024


[1]  Στη Χιλή πολλές λαϊκές γειτονιές ήταν αρχικά καταλήψεις γης όπου οι άνθρωποι έχτισαν τα τους σπίτια. Σήμερα, με αυτόν τον νόμο, αυτή η παραδοσιακή μορφή αγώνα έχει ποινικοποιηθεί: οι καταληψίες εκδιώκονται, τα σπίτια καταστρέφονται και οι άνθρωποι πετιούνται στο δρόμο. Αρκετές καταλήψεις γης οργανώνονται για να αντισταθούν στις εξαγγελθείσες εξώσεις (για παράδειγμα, η “Toma 17 de Mayo” του Δήμου Cerro Navia στο Σαντιάγο) και μέτωπα αγώνα έχουν σχηματιστεί σε ορισμένα μέρη της κεντρικής ζώνης της Χιλής, όπου ξεχωρίζει ο «Συντονισμός Καταλήψεων και Καταυλισμών του San Antonio-Cartagena». Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία, σήμερα υπάρχουν 1.290 καταυλισμοί στη Χιλή, όπου ζουν περίπου 113.000 οικογένειες.

Leave a comment