
20 χρόνια δυσήνιος ίππος λοιπόν. Δύσκολο να χωρέσουν σε ένα κείμενο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τα 20 χρόνια ενός συλλογικού υποκειμένου. Μιας αναρχικής πολιτικής ομάδας. Κάποιες φορές, κοιτώντας πίσω, αυτά τα 20 χρόνια μοιάζουν με 20 μέρες. Ενώ άλλες με έναν αιώνα.
Όλα ξεκίνησαν ένα απόγευμα του Γενάρη του 2004 όταν τέθηκε η πρόταση και μια μικρή «παρέα» αναρχικών δεσμεύτηκε σε αυτή, μη γνωρίζοντας καλά-καλά τι πάει να κάνει. Στην αρχή ήμασταν λίγοι αλλά οι καταβολές μας ήταν συγκεκριμένες. Πολύ συγκεκριμένες. Γέννημα-θρέμα του ελληνικού αναρχικού χώρου, ο δυσήνιος ίππος ήταν ένα τυπικό παράδειγμα μιας ρευστής ομάδας συγγένειας με προσανατολισμό στην εξεγερτική τάση των αναρχικών, προσηλωμένος στην συγκρότηση αφορμαλιστικών, εφήμερων σχηματισμών που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του αγώνα κατά περιόδους. Συγκεκριμένη ήταν όμως και η αντίληψη γύρω από την οποία δομήθηκε η ομάδα: η δέσμευση στον αγώνα στο μετρό των δυνατοτήτων μας και η κοινή στράτευση στην Υπόθεση.
Αν θέλουμε να βγάλουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα γύρω από αυτά τα 20 χρόνια και την σημασία τους θα πρέπει να μιλήσουμε για την αρχή. Για τον λόγο που μας οδήγησε στην δημιουργία αυτής της ομάδας. Ή μάλλον για τους λογούς.
Ήταν ανάγκη για εμάς ως αναρχικοί να οργανωθούμε σε και να αγωνιστούμε μέσα από ένα συλλογικό υποκείμενο. Γιατί ήταν και παραμένει πάγια η αντίληψη μας πως τα συλλογικά σχήματα υπερβαίνουν τα ατομικά. Πως ο αναρχικός αγώνας ξεκινά από την ατομική συγκρότηση αλλά για να συνεχίσει να υπάρχει προϋποθέτει την συλλογική στράτευση και δέσμευση. Πως αυτή η στράτευση και δέσμευση αποκτούν ουσία όταν γίνονται απέναντι σε κάτι συλλογικό. Πως οι αναρχικοί αγωνιστές γίνονται καλύτεροι και ως αγωνιστές και ως άνθρωποι όταν αντί να χαράσσουν έναν ατομικό δρόμο μπαίνουν μέσα σε συλλογικά υποκείμενα που τους υπερβαίνουν. Και μέσα σε αυτά επικοινωνούν με άλλους συντρόφους και καταθέτουν το ατομικό πολιτικό τους κεφάλαιο σε ένα συλλογικό, μεγαλύτερο κεφάλαιο. Και μέσα σε αυτά τα υποκείμενα μαθαίνουν να συνθέτουν με άλλους συντρόφους. Μαθαίνουν την δέσμευση όχι μόνο απέναντι στον εαυτό τους αλλά και απέναντι στους άλλους. Μαθαίνουν πως στον αναρχικό αγώνα δεν υπάρχουν υποχρεώσεις χωρίς δικαιώματα αλλά πως δεν υπάρχουν και δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις. Μαθαίνουν να προσφέρουν ώστε οι ίδιοι να βελτιώνουν το συλλογικό όχημα και τους συντρόφους τους, αλλά ταυτόχρονα μαθαίνουν κάποιες φορές και να υποτάσσονται πολιτικά σε αυτό. Να υποτάσσονται, όχι μέσω της επιβολής από κάποιο κέντρο εξουσίας, αλλά εθελοντικά, ακριβώς επειδή μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως οι συλλογικές αποφάσεις υπερβαίνουν τις ατομικές σκέψεις. Επειδή γνωρίζουν πως το «εμείς» έχει μεν ανάγκη το ισχυρό εγώ, αλλά το υπερβαίνει. Μαθαίνουν δηλαδή να συνειδητοποιούν και να αγωνίζονται βασισμένοι στην ουσία της αναρχικής θεωρίας η οποία βασιζόταν και βασίζεται στην έννοια της κοινότητας και της συλλογικής θέασης της κοινωνικής ζωής. Και έτσι, ο αναρχικός αγώνας αλλά και η ίδια η ζωή προχωράνε προς τα μπροστά.

Εκτός από την δικιά μας ανάγκη και πεποίθηση για έναν συλλογικό τρόπο αγώνα, ένας ακόμα λόγος ήταν και η θέληση μας να καταδείξουμε και τον ίδιο το δικό μας τρόπο συγκρότησης και αγώνα ως ρεαλιστική πολιτική πρόταση εντός του αναρχικού χώρου. Ενός αναρχικού χώρου που εκείνη την εποχή, ειδικά στην πόλη της Πάτρας, κατά την δικιά μας άποψη τουλάχιστον, βασίζονταν περισσότερο στους ατομικούς δρόμους και την ατομική εμπλοκή στον αγώνα (με εξαιρέσεις φυσικά που κατά βάση επιβεβαίωναν τον κανόνα). Απέναντι σε αυτό θέλαμε να αντιπαρατάξουμε και να προτείνουμε στην πράξη τη συλλογική μορφή δράσης. Και εκτός από την πρόταση του τρόπου οργάνωσης και αγώνα να παλέψουμε και να αναδείξουμε και τις πολιτικές και ιδεολογικές μας θέσεις και αντιλήψεις εντός του «χώρου» αλλά και συνολικά εντός του κινήματος. Θέσεις και αντιλήψεις που, αν και κάποιες από αυτές τροποποιήθηκαν στην πορεία με βάση τις εμπειρίες που ο ίδιος ο αγώνας μας έδωσε, κράτησαν την ίδια κατεύθυνση. Την πίστη μας στην κοινωνική ουσία του αναρχισμού. Την πίστη μας πως η σύγκρουση με το κράτος και τον καπιταλισμό δεν είναι ζήτημα ούτε μιας επαναστατικής πρωτοπορίας ούτε μιας μικρής ομάδας επαναστατών. Αλλά πως η επανάσταση και η ανατροπή του συστήματος είναι υπόθεση όλων των εκμεταλλευόμενων τάξεων και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Και πως ο ρόλος των στρατευμένων αγωνιστών δεν είναι το να βρίσκονται εκτός κοινωνίας αλλά να βρίσκονται εντός της και εντός των αγώνων που αυτή παράγει. Εντός των ταξικών και κοινωνικών αγώνων και εντός κινήματος και να προσπαθούν -στο μέτρο των δυνατοτήτων τους- να συνθέτουν και να ριζοσπαστικοποιουν και το κίνημα και τους αγώνες.
Από τα πρώτα εκείνα χρόνια «κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι». Πολλά άλλαξαν και ακόμα περισσότερα έχουν μείνει ίδια. Αγώνας και δρόμος, συνελεύσεις και αμφιθέατρα, βιβλία και εκδόσεις, καταστολή και συλλήψεις, κείμενα και δράσεις. Ευθύνες. Πολλές ευθύνες. Και ρήξεις. Πολλές ρήξεις. Ακόμα και με θέσεις που εμείς οι ίδιοι φέραμε για χρόνια καθώς η ίδια η πραγματικότητα του αγώνα και οι εμπειρίες που αυτός μας έδωσε μας έκαναν να μάθουμε, να σκεφτούμε κριτικά, να πάμε βήματα μπροστά και να κινηθούμε σε περισσότερο φορμαλιστικούς δρόμους. Μεσολάβησε και μια κοινωνική εξέγερση. Ρήξη με τον αφορμαλισμό και την ευκαιριακότητα, αναζήτηση και συγκρότηση πολιτικών οργανωτικών προτάσεων για την ανασυγκρότηση του αναρχικού κινήματος, ξεπέρασμα αγκυλώσεων και παθογενειών, πολιτική δουλειά στη γειτονιά, στην καθημερινότητα, στους φοιτητικούς αγώνες, στα ταξικά σωματεία. Προτάσεις, απογοητεύσεις, πισωγυρίσματα, νέες αρχές, καινούργια μονοπάτια. Πάντα με την ίδια πίστη και αφοσίωση, με την ίδια ζέση και ζωντάνια για το κοινό μας όραμα.
Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια έγιναν σωστά και έγιναν και πολλά λάθη. Σύντροφοι ήρθαν και σύντροφοι έφυγαν. Μεγαλώσαμε σαν ομάδα, γίναμε περισσότεροι, αποκτήσαμε εμπειρίες. Δουλέψαμε και δουλεύουμε συλλογικά πάνω στα καθημερινά προβλήματα του αγώνα αλλά και πάνω σε πιο σύνθετα στρατηγικά προβλήματα κατεύθυνσης, πρότασης και προοπτικής του αναρχικού κινήματος συνολικά. Απαντήσεις βρέθηκαν και απαντήσεις ακόμα αναζητούνται.
Κάποια πράγματα όμως δεν αλλάξαν ποτέ. Και το γεγονός ότι μιλάμε σήμερα για το τι σημαίνει η ύπαρξη μιας αναρχικής πολιτικής ομάδας σε βάθος 20 χρονών και το τι συμπεράσματα μπορούν να βγουν από αυτή τη διαδρομή, είναι και η βασική πολιτική ουσία που θα μπορούσαμε να καταθέσουμε ως πολιτική εμπειρία στο κίνημα.
Η ανάγκη της συνέπειας, της συνέχειας και της δέσμευσης στον αγώνα. Η ανάγκη ρήξης με την ευκαιριακότητα και με ατομικές οπτικές που αναπόφευκτα συνεπάγονται και ατομικά όρια των φορέων τους. Η ανάγκη να ξεπερνάμε διαρκώς τον εαυτό μας. Συλλογικά. Μέσω της δέσμευσης σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Γιατί άλλωστε αγωνιζόμαστε για κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Γιατί μόνο έτσι προχωράμε και εμείς ως αγωνιστές αλλά προχωρά και ο αγώνας. Γιατί μόνο μέσα στη συλλογικότητα, τα ατομικά μας όρια διευθύνονται μέσω της συλλογικής κατεύθυνσης. Η ανάγκη να καταλάβουμε πως αποτελούμε κομμάτι μιας Υπόθεσης που ξεκίνησε πολύ πριν από εμάς και θα συνεχιστεί όσο υπάρχει ανθρωπότητα. Και πως αν εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτή την Υπόθεση είναι να συμμετέχουμε με τον τρόπο που μπορούμε στην διαρκή κίνηση της ζωής προς την ελευθερία. Προς την αναρχία και τον ελευθεριακο κομμουνισμό.
20 χρόνια ήταν μόνο η αρχή.
«Υπομονή. Δύναμη. Πίστη στην Υπόθεση. Έχουμε δίκιο. Θα νικήσουμε. Τέλος»
«Εμείς, που δεν έχουμε όνομα! Εμείς, που δεν έχουμε υπεροψία! Εμείς, που είμαστε μια μάζα! Εμείς, που θα πέσουμε ένας-ένας! Εμείς! Έχουμε ένα χρέος.
Ο χρόνος το αποδεικνύει: Δεν είναι δοκιμασία μιας ημέρας ούτε ενός χρόνου. Είναι μια δοκιμασία ετών.
Ο θάνατος δεν είναι τίποτα! Οι ατομικές μας ζωές δεν είναι ΤΙΠΟΤΑ! Γι’ αυτό είμαστε «Εμείς».
Κι όσο υπάρχει έστω και ένας από μας, Εμείς θα συνεχίζουμε.
Αυτό είναι όλο».
Κώστας Στ.
Δημσιεύτηκε στο τεύχος 17 της εφημερίδας Ζερμιναλ
