

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την πολιτική φυλάκιση στη Λατινική Αμερική, δεν μπορούμε να την προσεγγίζουμε με αναφορά σε έννοιες και συλλογικά φαντασιακά άλλων εποχών, αλλά χρειάζεται να λάβουμε υπόψη τις τωρινές συνθήκες στις οποίες λαμβάνει χώρα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εάν ρίξουμε μια ματιά σε προηγούμενες περιόδους, βλέπουμε ότι τις δεκαετίες 1970-1990 η πολιτική φυλάκιση είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι σήμερα. Οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες ήταν κυρίως εκείνοι και εκείνες που αντιστέκονταν στις πολιτικοστρατιωτικές δικτατορίες, μέσα από τη συμμετοχή τους σε επαναστατικές οργανώσεις.
Μετά την ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων της ηπείρου, εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι δεν θα είχε λόγο ύπαρξης όχι μόνο η πολιτική φυλάκιση αλλά και η ίδια η εξέγερση ενάντια σε μια υποτιθέμενη «υπαρκτή δημοκρατία». Ωστόσο, η ιδιότυπη δημοκρατορία1 που έχει εγκαθιδρύσει η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στο σύνολο των λατινοαμερικανικών χωρών, η οποία έχει φέρει τις νέες γενιές αντιμέτωπες με τις συνέπειες μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων τυφλωμένης από τον ατομικισμό, τον ρατσισμό και την αρπαγή των κοινωνικών και φυσικών αγαθών, έχει προσδώσει στις εξεγέρσεις νέες θεματικές και στόχους. Σε σχέση με το χθες, τα υποκείμενα που πρωταγωνιστούν στην κοινωνική διαμαρτυρία των δύο τελευταίων δεκαετιών δραστηριοποιούνται όχι κατά κύριο λόγο στις εργατικές οργανώσεις, αλλά στα περιβαλλοντικά κινήματα, στον φεμινισμό, στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω κινημάτων, είναι ότι περιλαμβάνουν μία συνολική ματιά κατανόησης της ζωής από αντιαυταρχικές και συχνά κοινοτιστικές θέσεις. Η συλλογική δράση στο παρόν είναι αναπόσπαστο μέρος μια αντίστασης σε ένα σύστημα που βρίσκεται σε παρακμή. Οι επιθέσεις στα σύμβολα του κεφαλαίου και της καταστολής, η ευθεία αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της τάξης, είναι οι πιο προφανείς εκφράσεις της.
Ως εκ τούτου, και η πολιτική φυλάκιση στον 21ο αιώνα έχει άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία προσιδιάζουν στην ταραγμένη συγκυρία αυτής της εποχής. Είναι με λίγα λόγια, παιδί του καιρού της, προϊόν του μετανεωτερικού κατακερματισμού, αλλά επίσης πολλής ελπίδας και αποφασιστικότητας.
Ένα δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί την πολιτική φυλάκιση του σήμερα από εκείνη του χθες, είναι ότι πλέον δεν υφίστανται με την ίδια μορφή ή με την ίδια ριζοσπαστικότητα οι πολιτικοί χώροι στους οποίους συμμετείχαν οι παλιοί αγωνιστές και αγωνίστριες. Η πολιτική φυλάκιση είναι πρακτικά ορφανή από δεσμούς με το σύστημα των πολιτικών κομμάτων. Και μάλιστα, σήμερα πολλές από τις οργανώσεις που δηλώνουν αριστερές ή και επαναστατικές, έχουν ελάχιστη ή καμία σύνδεση με τους νέους και τις νέες που συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο πλαίσιο των πρόσφατων εξεγέρσεων σε Εκουαδόρ, Χιλή, και Κολομβία, πολύ δε λιγότερη, με κρατούμενους και κρατούμενες που προέρχονται από ιθαγενικές κοινότητες, όπως είναι οι Μαπούτσε φυλακισμένοι και φυλακισμένες σε Χιλή και Αργεντινή.
Η κάθε ιστορική στιγμή έχει τον δικό της ιδιαίτερο τύπο πολιτικής φυλάκισης, δεδομένου ότι οι τρόποι επιβολής αυτής της παραδοσιακής τιμωρίας που λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης, συνδέονται με τις εκάστοτε μορφές και τα επίπεδα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Βέβαια, μπορεί οι επιδιωκόμενοι στόχοι, οι δικαστικοί μηχανισμοί, ο βαθμός της κατασταλτικής βίας να ποικίλουν, αλλά εν τέλει η φυλακή είναι πάντα το ίδιο: εγκλεισμός και ξανά εγκλεισμός, απομόνωση από το κοινωνικό σώμα όσων αμφισβητούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Το παρόν βιβλίο, μακριά από μια προσέγγιση οίκτου και θυματοποίησης, επιδιώκει να αναδείξει τη δύναμη εκείνων που ασκούν το δικαίωμα της εξέγερσης ενάντια σε μια τάξη πραγμάτων που ξεχειλίζει από αδικίες, αποκλεισμούς και αποσύνθεση. Θα βρούμε σε αυτές τις γραμμές μαρτυρίες, συνεντεύξεις και αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο από ανθρώπους που βίωσαν την εμπειρία της φυλάκισης διατηρώντας την περηφάνια και την ακεραιότητά τους, εμπειρία που σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αθέατη πίσω από τους μεγάλους αριθμούς και τα στατιστικά στοιχεία.
Η επιλογή των περιοχών καταγωγής και δράσης των κρατουμένων, δεν είναι τυχαία. Κολομβία, Χιλή και Νικαράγουα, είναι από τις χώρες εκείνες με τον μεγαλύτερο αριθμό πολιτικών κρατουμένων σήμερα.
Η πρώτη ιστορία είναι εκείνη της Ντόρις Σουάρες, μιας πρώην μαχήτριας των Ενόπλων Επαναστατικών Δυνάμεων Κολομβίας (FARC). Η Ντόρις αποτελεί μία από τις πολλές περιπτώσεις ανταρτών και ανταρτισσών που αποφυλακίστηκαν στο πλαίσιο της υπογραφής της Συμφωνίας Ειρήνης μεταξύ των FARC και της κυβέρνησης του Χουάν Μανουέλ Σάντος. Υπάρχουν περίπου ακόμη 300 μέλη αυτής της οργάνωσης, που έχουν υπογράψει τη συμφωνία αλλά εξακολουθούν να κρατούνται αυθαίρετα.
Μεταφερόμαστε στη συνέχεια στο νότιο τμήμα της ηπείρου, στη Χιλή, όπου η Παρασκευή 18 Οκτωβρίου σηματοδοτεί μία εξέγερση, η οποία θα άλλαζε για πάντα την ιστορία της χώρας, όταν δεκάδες χιλιάδες νέοι και νέες τόλμησαν να παρακάμψουν τα τουρνικέ του μετρό του Σαντιάγο, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα ενός λαού που άρχιζε να ταρακουνιέται από τη νεοφιλελεύθερη αποκτήνωση. Ας θυμηθούμε τη γενίκευση των κινητοποιήσεων με ξεκάθαρα αντινεοφιλελεύθερο πρόσημο, το πνεύμα των οποίων συνοψίζεται στο σύνθημα «δεν φταίνε τα τριάντα πέσος, αλλά τα τριάντα χρόνια». Πέρα όμως από τον ενθουσιασμό και την ευτυχία που βίωσαν όσοι και όσες συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες εκείνων των ημερών, εκείνοι και εκείνες βρέθηκαν απέναντι στις κατασταλτικές δυνάμεις που έδειξαν και πάλι τη βάναυση εγκληματική τους αποστολή, χρειάστηκε να πληρώσουν με αίμα το κόστος αυτής της υπέροχης αναταραχής: 34 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ περίπου 500 έχασαν μερικώς ή ολικώς την όρασή τους εξαιτίας της πρακτικής των καραμπινέρος να πυροβολούν στα μάτια.
Μετά τη 18η Οκτώβρη οι φυλακές άρχισαν γρήγορα να γεμίζουν με χιλιάδες κρατούμενους και κρατούμενες, που συλλαμβάνονταν πάνω σε δράσεις ενάντια στο Κράτος, την ιδιωτική και τη δημόσια περιουσία. Κάποιοι κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέτρα κατ’οίκον εγκλεισμού, αναμένοντας τις ποινές τους. Σε άλλους αρνήθηκαν συστηματικά αυτό το δικαίωμα. Στον απόηχο του λαϊκού ξεσηκωμού, το Κράτος απάντησε με μια πολιτική τιμωρίας, η οποία εκφράστηκε στην αυθαίρετη δράση των εφετείων, των εισαγγελιών και του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Άλλωστε, η μοναδική κοινωνική παιδαγωγική που ιστορικά ξέρει να αντιμετωπίζει τη δίκαιη κραυγή του κινητοποιημένου λαού, είναι η παιδαγωγική του εκφοβισμού και του τρόμου. Έτσι, στις δίκες παρατηρούμε δικαστές να επιβάλλουν σκληρότατες ποινές και βάναυσα μέτρα εγκλεισμού στους κρατούμενους και τις κρατούμενες της εξέγερσης, δείχνοντας χωρίς ντροπή τον ταξικό χαρακτήρα της «δικαιοσύνης», της ίδιας που περιορίζει την επιείκειά της στους μεγάλους επιχειρηματίες, τους πολιτικούς, τα μέλη του στρατού και της αστυνομίας. Η χιλιανή εξέγερση έκανε φανερή ακριβώς αυτήν την κοινωνική ρήξη που υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους πραγματικότητες.
Η πολιτική φυλάκιση αποτελεί έναν τρόπο των ελίτ, να επιδείξουν σαν τρόπαια του ταξικού αγώνα κάποιους νέους και νέες που συνελήφθησαν μεταξύ των εκατομμυρίων που εξεγέρθηκαν για να διαμαρτυρηθούν. Το υποκείμενο που διώκεται, ποινικοποιείται, φυλακίζεται είναι μεταξύ 16 και 23 ετών, προέρχεται από τα λύκεια και τα πανεπιστήμια, αλλά και από τον κόσμο της επισφαλούς εργασίας, δεν είναι μέλος κάποιας πολιτικής οργάνωσης. Και μάλιστα – σε αντίθεση με παλιότερους κύκλους πολιτικής φυλάκισης στη Χιλή – οι νέοι και οι νέες που κρατούνται σήμερα έχουν λίγη ή μηδαμινή προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Το βέβαιο είναι ότι αυτοί οι νέοι και οι νέες βρέθηκαν μπροστά στη χιονοστιβάδα αποδοκιμαστικών μηνυμάτων των συστημικών μέσων ενημέρωσης, όπου τα πρόσωπα της τηλεπολιτικής, είχαν εκ των προτέρων καταδικάσει τον αγώνα τους, με τοποθετήσεις που παραπέμπουν στη λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων και με φράσεις όπως «συμφωνούμε με τον σκοπό, αλλά όχι με αυτά τα μέσα», «αντί να διαμαρτύρονται γιατί δεν πάνε να ψηφίσουν», κ.ά. Έτσι, εκατοντάδες αγωνιστές και αγωνίστριες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν πρακτικά μόνοι τους τη μοναξιά απέναντι σε όλον τον μηχανισμό του ποινικού συστήματος, ο οποίος έχει στήσει μια πολιτική βεντέτα εναντίον τους.
Σήμερα υπάρχει ένας απροσδιόριστος αριθμός πολιτικών κρατουμένων της χιλιανής εξέγερσης, με ελαφρύτερες ποινές όπως κατ’ οίκον εγκλεισμό. Κάποιων οι υποθέσεις έχουν κλείσει, άλλοι και άλλες περιμένουν ακόμα να δικαστούν. Κάποια άτομα βγαίνουν, άλλα μπαίνουν, καθώς πρόκειται για μια δυναμική και σε κίνηση διαδικασία, όπως είναι και οι ίδιοι οι κοινωνικοί αγώνες. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης (δηλαδή με μια συντηρητική εκτίμηση), μέχρι το τέλος του 2020 ήταν περίπου 2.500 οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες της εξέγερσης. Οι 900 βρίσκονταν σε φυλακές ανηλίκων. Εάν λάβουμε υπόψη ότι το σύνολο των κρατουμένων στις φυλακές της χώρας αγγίζει τις 50.000, οι συλληφθέντες και οι συλληφθείσες της εξέγερσης αποτελούν το 5%. Δεδομένων των υψηλών αυτών αριθμών, προκαλεί έκπληξη η παθητικότητα και η απόσταση με την οποία οι διάφοροι τομείς της αντιπολίτευσης και οι παραδοσιακές εργατικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν το θέμα.
Η δεύτερη και η τρίτη ιστορία του βιβλίου σχετίζονται ακριβώς με αυτήν την εξέγερση που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 2019 στη Χιλή. Ένας πρώην πολιτικός κρατούμενος αφηγείται την εμπειρία της σύλληψης και της φυλάκισής του. Στη συνέχεια, ο πατέρας ενός άλλου κρατούμενου απευθύνει μια επιστολή στον γιο του. Χρειάζεται εδώ να τονίσουμε ότι, δεδομένης της απουσίας ώριμων, σταθερών και έμπειρων οργανώσεων από τη χιλιανή λαϊκή εξέγερση, είναι οι ίδιες οι οικογένειες των αγωνιστών και των αγωνιστριών, εκείνες που προωθούν και διαδίδουν τα αιτήματά τους για ελευθερία. Και μάλιστα, την πρώτη γραμμή της υπεράσπισης των κρατουμένων την αποτελούν κυρίως γυναίκες: μητέρες, αδερφές, σύζυγοι, σύντροφοι.
Η κολομβιανή εξέγερση που ξεκίνησε στις 28 Απριλίου 2021, είχε πολλά κοινά με την αντίστοιχή της στη Χιλή. Περισσότερα από 250 άτομα, επίσης προερχόμενα από τη νεολαία, παραμένουν σε κατάσταση εγκλεισμού, με κατηγορίες για τρομοκρατία και άλλα σοβαρά αδικήματα. Από την άλλη, ο όρος πολιτική φυλάκιση στην Κολομβία φέρνει στο νου την κλασική φιγούρα του αντάρτη ή της αντάρτισσας που γεμίζει τις φυλακές της χώρας εδώ και περίπου 60 χρόνια. Δεν λείπουν βέβαια, εκείνοι οι αγωνιστές και εκείνες οι αγωνίστριες που έχουν συλληφθεί εξαιτίας δεσμών που διατηρούν – ή που υποτίθεται ότι διατηρούν – με τις αντάρτικες ομάδες. Τέτοια είναι η περίπτωση του Χουλιάν Χιλ, ο οποίος μέσα από συνέντευξη μιλάει για την υπόθεση και τις συνθήκες κράτησής του. Επιπλέον, αναδεικνύει ένα ακόμη ζήτημα, εκείνο της κατάστασης των φυλακών εν μέσω της πανδημίας του covid-19.
Σε χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι πολλή από την ελπίδα που διατηρούν τα κινήματα του σήμερα, την οφείλουν σε μια γενιά αγωνιστών και αγωνιστριών Μαπούτσε, που από τη σκοπιά ενός ισχυρού απελευθερωτικού ιδεατού, έχουν πετύχει σημαντικά προχωρήματα για μεγάλο μέρος των κοινοτήτων που αντιστέκονται στη λεηλασία των φυσικών αγαθών και της ζωής. Λίγοι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν το θάρρος και το σθένος του Φακούντο Τζόουνς Γουάλα, της πιο εμβληματικής ίσως μορφής της αντίστασης των Μαπούτσε της Αργεντινής. Ο Φακούντο, μετά από 8 χρόνια φυλάκισης και δεδομένου ότι του απέμεναν 16 μήνες για να εκτίσει την ποινή του, θα μπορούσε να εκφωνήσει έναν μετριοπαθή λόγο στο δικαστήριο, να φανεί συγκαταβατικός, να επικαλεστεί δικαιώματα ή να προσποιηθεί ότι αποδέχεται την αστική δικαιοσύνη. Ωστόσο, η εμπρηστική απολογία του και η άρνηση οποιασδόποτε έκφρασης μεταμέλειας, επικύρωσαν απλώς την προειλημμένη απόφαση του δικαστηρίου να διατάξει την έκδοσή του στη Χιλή. Εκεί, δεν αναμένεται να αντιμετωπιστεί με επιείκεια, ιδιαίτερα στην τωρινή συγκυρία κατά την οποία η περιοχή της Αραουκανίας βιώνει μια κατάσταση έντονης στρατιωτικοποίησης και καταστολής από την αριστερή κυβέρνηση του Γκαμπριέλ Μπόριτς.
Ιδιαίτερα σημαντική θεωρούμε την ανάδειξη του ρόλου των γυναικών Μαπούτσε και της ενεργής συμμετοχής τους στους αγώνες των κοινοτήτων τους. Στη σχετική συνέντευξη που παραθέτουμε, γίνεται φανερή η ειδική βία που υφίστανται οι γυναίκες ως αγωνιζόμενα υποκείμενα και κατ’ επέκταση ως πολιτικές κρατούμενες: κράτηση σε αντρικές πτέρυγες, σωματική, σεξουαλική βία και ιατρική βία, είναι κάποιες από τις μορφές της.
Η περίπτωση της Ντόρα Μαρία Τέγιες, φανερώνει πώς η αντίσταση είναι ικανή να εκδηλωθεί ακόμα και στο κατεξοχήν πλαίσιο καταστολής, τη φυλακή. Εκείνη μας δείχνει πώς κατάφερε να λάμψει στο σκοτεινό κελί της απομόνωσης και να γκρεμίσει τα τείχη χωρίς καν να τα αγγίξει. Οι πρώτες εικόνες της Ντόρα Μαρία, όπως μεταδόθηκαν κατά την αποφυλάκισή της είναι συγκλονιστικές. Θα περίμενε κανείς να δει μια γυναίκα εμφανώς καταβεβλημένη μετά από 20 μήνες σε κελί απομόνωσης. Ωστόσο, βλέπουμε μια μορφή γεμάτη ζωντάνια και διαύγεια και αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη για μια εξεγερμένη συνείδηση. «Δεν έχω εξαπατήσει τη νεαρή αντάρτισσα που υπήρξα», δήλωσε «η σκληροτράχηλη κοπέλα, που έκανε την καρδιά του τυράννου να τρέμει από οργή», όπως την περιγράφει άλλη μία αγωνίστρια των Σαντινίστας, η ποιήτρια Νταίζυ Σαμόρα, αναφερόμενη στην αντίδραση του Σομόσα μετά την απελευθέρωση της Λεόν το 1979 από την Ντόρα Μαρία.
Έλεγε η Ντόρα Μαρία το 2014: «Νομίζαμε ότι είχαμε νικήσει τη δικτατορία το 1979, αλλά τελικά επρόκειτο απλώς για τις θεσμικές της εκφράσεις, όχι για το πολιτικό μοντέλο που έχει αποδείξει ότι είναι ισχυρό και ικανό να επιμένει, καθώς οι παλιοί εχθροί του επέλεξαν να προσαρμοστούν σε αυτόν τον παλιό τρόπο να κάνουν πολιτική, δηλαδή στο μοντέλο του σομοσισμού». Δεν αναφέρεται παρά στον Ντανιέλ Ορτέγκα, ο οποίος, ιδιαίτερα κατά την εκλογική παρωδία του 2021, είχε φροντίσει να φυλακίσει επτά από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Την ίδια στιγμή που έχει ιδιοποιηθεί τον αγώνα των Σαντινίστας με έναν δήθεν επαναστατικό λόγο, που μοιάζει με ντελίριο, προωθεί τις πιο αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές υιοθετώντας τις συνταγές τις Παγκόσμιας Τράπεζας: χαρίζει φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο, έχει μετατρέψει τη χώρα σε παράδεισο των ενεργειακών-εξορυκτικών πολυεθνικών, έχει συμμαχήσει με την ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας για την απαγόρευση των εκτρώσεων και, επιπλέον, εξυπηρετεί τη μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ χτίζοντας τείχος στα σύνορα με την Κόστα Ρίκα. Μπροστά σε αυτόν τον κατήφορο του προεδρικού ζεύγους Ορτέγκα-Μουρίγιο, οι διαρκείς απεργίες πείνας των πολιτικών κρατουμένων στέλνουν το μήνυμα της αντίστασης και αποτελούν ένα δραματικό κάλεσμα για να σπάσει η σιωπή γύρω από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του καθεστώτος Ορτέγκα.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ιστορία, κάθε πόνος είναι μοναδικός, αλλά σε ό,τι αφορά τις ιστορίες των γυναικών πολιτικών κρατουμένων, υπάρχουν νήματα που τις ενώνουν, πέρα από το ότι εκείνες υπήρξαν φυλακισμένες. Το βιβλίο μέσα από μια ξεκάθαρα έμφυλη οπτική και μια αντιπατριαρχική δέσμευση, θέτει το ερώτημα: πώς είναι να είσαι γυναίκα σε μια φυλακή της Κολομβίας, της Αργεντινής ή της Νικαράγουας; Οι γενεσιουργοί παράγοντες της βίας ενάντια στις γυναίκες βρίσκονται εκτός των τειχών που τις περιβάλλουν, αλλά οι συνθήκες ευαλωτότητας αυξάνονται σημαντικά σε αυτά τα πλαίσια. Οι ιστορίες που φιλοξενούνται στις σελίδες του βιβλίου, μιλάνε για το πώς οι συγκεκριμένες πολιτικές κρατούμενες έφτασαν στις φυλακές, ποια ήταν η εμπειρία τους και οι διεκδικήσεις που προέκυψαν εν μέσω των στερήσεων και των εμποδίων που συνεπάγεται ο εγκλεισμός. Παράλληλα, οι μαρτυρίες τους αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες ζωής ενός μεγάλου αριθμού γυναικών που βίωσαν και βιώνουν την εμπειρία του εγκλεισμού στις φυλακές της λατινοαμερικανικής ηπείρου. Η πατριαρχία, η οποία δρα σε συμμαχία με το Κράτος και το κεφάλαιο, εκφράζεται και αναπαράγεται στη φαλλοκρατική δικαιοσύνη και διαιωνίζεται δομικά μέσα στις φυλακές μέσα από την καθιέρωση εσωτερικών συστημάτων κυριαρχίας, την επικύρωση της κουλτούρας του φόβου και του βιασμού. Συνθήκες διακρίσεων, βίας, αποκλεισμού και δυσανάλογων ποινών επιβάλλονται από ένα δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα στο οποίο οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως διπλά παραβατικά υποκείμενα: αφενός παραβιάζουν ποινικές και δικαστικές νόρμες και μάλιστα υπό την ιδιότητα των εξεγερμένων υποκειμένων και αφετέρου, παραβιάζουν τους ρόλους που υπαγορεύει το κοινωνικό φύλο. Υιοθετώντας μια διαθεματική ματιά, μας αποκαλύπτονται, επιπλέον, οι κυρίαρχοι τρόποι πειθάρχησης των γυναικών, εξαιτίας όχι μόνο της πολιτικής επιλογής και του φύλου τους, αλλά και της εθνότητας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γυναικών Μαπούτσε.
Από την άλλη, βλέπουμε μαθήματα ανθεκτικότητας και ελπίδας, που έχουν κάνει δυνατή την ανοικοδόμηση των ταυτοτήτων και την ανακατεύθυνση σχεδίων ζωής με συλλογικό νόημα. Όλες και κάθε μία από τις ιστορίες μας δείχνουν έναν διαρκή αγώνα ενάντια στο κυρίαρχο σύστημα αξιών και πρακτικών μέσα και έξω από τη φυλακή. Καμία από αυτές τις γυναίκες δεν παραμένει παθητική, υπομένοντας τις αδικίες, όλες βρίσκουν τον χώρο και τον τρόπο να αντισταθούν σε ένα κακοποιητικό Κράτος, που καταπίνει σώματα και συνειδήσεις.
Τα παραδείγματα που συγκεντρώνει το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαντλητικά. Χιλιάδες ιστορίες γυναικών που στερήθηκαν την ελευθερία τους θα παραμείνουν ανείπωτες. Εντός και εκτός Λατινικής Αμερικής μιλάμε καθημερινά για τις διάφορες μορφές καταπίεσης των γυναικών – άλλωστε η πατριαρχική κοινωνία τους αρνείται την ελευθερία, χωρίς να χρειάζεται να βρεθούν στη φυλακή – αλλά ξεχνάμε εκείνες που βρίσκονται σε πλαίσια εγκλεισμού. Τα παρακάτω κείμενα επιδιώκουν να ανοίξουν ένα μικρό παράθυρο μέσα από το οποίο θα αντικρίσουμε αυτές τις αόρατες πραγματικότητες, με την πεποίθηση ότι οι πληγές αρχίζουν να γιατρεύονται, όταν υποχωρεί το πέπλο της σιωπής.
Σε ένα αφηρημένο επίπεδο όλοι μπορούμε να είμαστε ενάντια στην πολιτική φυλάκιση, αλλά δεν είναι αυτονόητη η δέσμευση με το ζήτημα. Και μάλιστα, σε Χιλή και Κολομβία εν μέσω κοινωνικών εξεγέρσεων μπορεί να δει κανείς τομείς που αυτοαποκαλούνται αριστεροί, να φτάνουν να υποστηρίζουν την αυστηροποίηση των ποινών και των συνθηκών φυλάκισης. Απέναντι σε τέτοιες τοποθετήσεις, οφείλουμε να υπενθυμίζουμε ότι ο θεσμικός λόγος περί φυλακής ως εργαλείου αποκατάστασης και επανένταξης είναι μια απάτη: η φυλακή δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εμβαθύνει την αποξένωση, την αναισθησία και την περιθωριακότητα, κάτι που ανταποκρίνεται στον τιμωρητικό χαρακτήρα της αστικής δικαιοσύνης. Η εκδίκηση, ο στιγματισμός, τα βασανιστήρια, ο εκφοβισμός και η καθυπόταξη σωμάτων και βουλήσεων είναι οι αληθινοί σκοποί κάθε θεσμού φυλάκισης.
Δεύτερον, τα κινητοποιημένα κομμάτια της κοινωνίας, κυρίως τα πιο συνεπή από οργανωτική άποψη, δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τους πολιτικούς κρατούμενους και κρατούμενες, αλλά οφείλουν να κάνουν πράξη την ενεργή αλληλεγγύη και να ανοίγουν τον δρόμο για τους αγώνες για την ελευθερία. Δεν θα γίνει η απελευθέρωση των κρατουμένων με τις ευλογίες των δικαστών και των εισαγγελέων. Οφείλουν να είναι τα κοινωνικά κινήματα αυτά που θα απαιτούν την άμεση απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Σε αυτήν την κατεύθυνση ενωνόμαστε με το κάλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι δράσεις ανάδειξης της κατάστασης των πολιτικών κρατουμένων, ανακίνησης των αιτημάτων τους και διεύρυνσης των δικτύων ενεργής αλληλεγγύης. Όπως λέει και το σύνθημα που βλέπει κανείς στους δρόμους του Σαντιάγο: «όποιος ξεχνάει τους πολιτικούς κρατούμενους, εγκαταλείπει τον αγώνα».
Γη και Ελευθερία – Tierra y Libertad
________________________________________________________________________________
- Η έννοια της δημοκρατορίας διατυπώθηκε από τον Εντουάρντο Γκαλεάνο για να περιγράψει ένα ιδιαίτερο μοντέλο Κράτους, το οποίο συνδυάζει τη συνύπαρξη τυπικών δημοκρατικών θεσμών (εκλογές, κοινοβούλιο, σύνταγμα, κόμματα), με πρακτικές κρατικής τρομοκρατίας.
