«Όσο υπάρχει ανισότητα, θα υπάρχει εξέγερση»[1]

Τη 17η Νοέμβρη 1995 περίπου 2.000 άτομα δεν ακολουθούν την καθιερωμένη πορεία του Πολυτεχνείου, αλλά παραμένουν στον ιστορικό χώρο της εξέγερσης, το Πολυτεχνείο της Αθήνας, καταλαμβάνοντας τον. Η 18η Νοέμβρη ξημέρωσε με 500 συλλήψεις αναρχικών, αντιεξουσιαστών και άγριων νεολαίων.

Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα

Στις 14 Νοέμβρη ξεκινά η εξέγερση στις φυλακές Κορυδαλλού που θα κλιμακωθεί με καταστροφές κελιών και συνεχείς προσπάθειες για αποδράσεις.

Όπως γράφτηκε λίγο καιρό αργότερα στη μπροσούρα «Πολυτεχνείο ’95» που εκδόθηκε το καλοκαίρι του ’96 από τον Κύκλο Αναρχικών για την Κοινωνική Εκτροπή: «η ταυτόχρονη εκδήλωση δύο εξεγέρσεων (Πολυτεχνείο, φυλακές Κορυδαλλού) σε διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου και από διαφορετικά υποκείμενα ως φορείς τους, φάνταζε αρκετά μεγάλο πρόβλημα για τους κρατούντες που θα επιθυμούσαν να απέτρεπαν τουλάχιστον τη μία, του Πολυτεχνείου».

Στις 15 Νοέμβρη, ύστερα από συνέλευση αναρχικών στον χώρο ξέσπασαν συγκρούσεις με φοιτητικές ομάδες «περιφρούρησης» (κνε και πασπ), οι οποίες ήθελαν να διαλύσουν την συγκέντρωση των αναρχικών. Σε εκείνη τη συνέλευση αποφασίστηκε η έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης στους εξεγερμένους των φυλακών του Κορυδαλλού, αλλά και στους φυλακισμένους απεργούς πείνας Χριστόφορο Μαρίνο και Κώστα Καλαρέμα[2], στο φυλακισμένο αναρχικό Οδυσσέα Καμπούρη, καθώς και στους αναρχικούς που είχαν καταλάβει την Θεολογική Σχολή στην Θεσσαλονίκη (κατάληψη η οποία θα λήξει στις 16 του μήνα τελικά).

Στις 17 Νοέμβρη, νωρίς το απόγευμα περίπου 300 άτομα εισέρχονται από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου που ήταν ανοιχτή και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο χώρος του Πολυτεχνείου καταλαμβάνεται και οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται από τους καταληψίες που συνεχώς αυξάνονται. Η μικροφωνική καλεί τον κόσμο να μην ακολουθήσει την πορεία και να εκδηλώσει έμπρακτα την αλληλεγγύη του στα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας (συνταξιούχοι, εργάτες της ΝΑΥΣΙ), στους απεργούς πείνας και στους εξεγερμένους του Κορυδαλλού.

Η πορεία ξεκινά στις 4.30, ωστόσο πάνω από 2.500 κόσμου παραμένει μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Μετά την απομάκρυνση της πορείας εμφανίζονται από τους γύρω δρόμους διμοιρίες των ΜΑΤ, οι οποίες δέχονται επίθεση από τους συγκεντρωμένους με μολότοφ και πέτρες ενώ στήνονται οδοφράγματα στην Πατησίων. Τα ΜΑΤ ξεκινούν την επίθεση με δακρυγόνα μέσα και έξω από το χώρο για να αποφύγουν τις επιθέσεις και να τους περιορίσουν μέσα σε αυτό, ενώ ταυτόχρονα επιτίθενται σε όποιον προσπαθεί να πλησιάσει.

Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων θα καεί και η ελληνική σημαία, σε ζωντανή σύνδεση με τα τηλεοπτικά παράθυρα κάνοντας τον εθνικό κορμό και τα κανάλια να σκυλιάσουν, για να στρέψουν ένα κομμάτι της κοινωνίας ενάντια στους εξεγερμένους, με μόνους δημόσιους υπερασπιστές της πράξης τον ηθοποιό Β. Διαμαντόπουλο και τον καθηγητή του Παντείου Γ. Ρούσση, οι οποίοι διώχθηκαν για αυτή τους την στάση.


«Κάθε κρατική σημαία είναι ένα σύμβολο κυριαρχίας πάνω στους ανθρώπους. Οι σημαίες και τα λάβαρα των αρχόντων ήταν πάντα στόχος των εξεγερμένων. Καταστρέφονταν πριν ή μετά τους τυράννους . Η καταστροφή μιας σημαίας ήταν το μήνυμα που έπαιρναν οι άρχοντες από τους υποδουλωμένους. (…) Ο μύθος για τη σημασία και την υπέρτατη δήθεν αξία μιας σημαίας είναι ένα κρατιστικό κατασκεύασμα που θέλει να πείσει μόνο αφελείς.» 

(απόσπασμα από προκήρυξη της Συνεργασίας Αναρχικών Ομάδων για την Κοινωνική Αλληλεγγύη και την Πολύμορφη Δράση) 

H λύσσα του κράτους είναι τόσο μεγάλη ώστε τα όργανα του δεν διστάζουν να ξυλοκοπήσουν άγρια και να συλλάβουν μέσα από τα λιγοστά ασθενοφόρα, που μπόρεσαν να προσέλθουν, αυτούς που λιπόθυμοι από τα χημικά μεταφέρονταν στο νοσοκομείο. Χαρακτηριστικός είναι ο άγριος ξυλοδαρμός 16χρονου μαθητή μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.

Στις 3.30 τα ξημερώματα της 18ης, τα ΜΑΤ θα προσπαθήσουν να επαναλάβουν το πείραμα του 1991. Επιχειρούν να πυρπολήσουν αίθουσα της αρχιτεκτονικής. Μετά από καταιγιστικά πυρά κατορθώνουν να σπάσουν ένα τζάμι και να περάσουν ένα δακρυγόνο, το οποίο προκαλεί φωτιά. Ο χώρος είναι ιδιαίτερα εύφλεκτος. Η φωτιά σβήνεται εγκαίρως από τους καταληψίες.

Το ξημέρωμα γίνεται γνωστή η απόφαση της συγκλήτου να επιτρέψει την είσοδο των ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο. Στις 7.30 το πρωί και μπροστά στον κίνδυνο επέκτασης της εξέγερσης συλλαμβάνει 504 ανθρώπους. Στο ίδιο σημείο που 22 χρόνια πριν το τανκ της χούντας έριχνε την πύλη.

Επρόκειτο για εξέγερση με ξεκάθαρα αντικρατικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Μια εξέγερση που αποφασίστηκε χωρίς καμία καθοδήγηση. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι παρέμειναν με την θέληση τους στο Πολυτεχνείο και δεν καθοδηγηθήκαν ούτε εγκλωβίστηκαν, όπως θα πουν διάφοροι κύκλοι της εποχής –που έχουν συνηθίσει συνηθίσει στην θυματοποιηση – μιλώντας για καθοδήγηση, παράσυρση και εγκλωβισμό στο Πολυτεχνείο. Καταρρίφθηκε ο μύθος που μιλούσε για 50 «γνωστούς – αγνώστους». Το πρωί του Σαββάτου 18 Νοεμβρίου οι κατασκευαστές και υποστηρικτές αυτής της συκοφαντίας κατάπιαν την γλώσσα τους όταν είδαν 500 ανθρώπους να παραμένουν στον χώρο ενώ θα μπορούσαν να τον εγκαταλείψουν, κάνοντας πράξη το σύνθημα «Το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή».

Η εξέγερση των φυλακισμένων στον Κορυδαλλό ταυτίστηκε χρονικά με το τριήμερο του Πολυτεχνείου. Η επιλογή σύνθεσης εξεγερτικών πρακτικών σίγουρα δυσκολεύει το κράτος στις προσπάθειες καταστολής, αφού το φέρνει αντιμέτωπο με πολλά μέτωπα.

Το έκτακτο αυτόφωρο στρατοδικείο αφού χώρισε τους συλληφθέντες σε ομάδες σύμφωνα με το επάγγελμα, την ηλικία και τον φάκελο, ξεχώρισε 137, τους δίκασε και τους καταδίκασε με συνοπτικές διαδικασίες. Για 7 από αυτούς όρισε να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση και να οδηγηθούν στην φυλακή με αιτιολογία τη «φύση της προσωπικότητας τους». Οι ανήλικοι που αριθμούσαν 86 άτομα αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι, αφού τους χωρίζουν σε ομάδες και τους ορίζουν τακτικές δικάσιμους. Από τους υπόλοιπους, όσοι είναι μέχρι 21 χρονών και δεν έχουν φάκελο στην Ασφάλεια, καθώς επίσης και οι φοιτητές αφήνονται ελεύθεροι. Τους διαχωρίζουν κι αυτούς σε ολιγομελείς ομάδες και τους ορίζουν τακτικές δικάσιμους.

«Το Πολυτεχνείο του ’95 έδωσε μια εικόνα μόνο των δονήσεων που προκαλεί η ασφυξία και η λύσσα των καταπιεσμένων, ήταν ένας οιωνός μιας επαπειλούμενης, γενικευμένης κοινωνικής ανάφλεξης. Ένα γεγονός – τομή που χαράχτηκε στη μνήμη της κοινωνίας και περιμένει εκείνα τα ερεθίσματα, εκείνες τις επόμενες μικρές ή μεγάλες εκρήξεις για να ξανάρθει στην επιφάνεια, για να ζωντανέψει σαν οδηγός που θα καθορίσει το μέλλον». 

(απόσπασμα από την μπροσούρα «Πολυτεχνείο ‘95»)

«Θέλουμε να δηλώσουμε πως αισθανόμαστε περήφανοι που σταθήκαμε ο ένας πλάι στον άλλον την αυγή της 17ης προς 18ης Νοέμβρη περιτριγυρισμένοι από τους ένστολους δολοφόνους και οι παλμοί της καρδιάς μας χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό, τον ρυθμό της ελεύθερης συνείδησης. Μπορούν να μας στερήσουν την ελευθερία μας αλλά δεν μπορούν να φυλακίσουν την ψυχή και την εξεγερμένη μας συνείδηση. Καμία μορφή καταστολής, καμία μορφή κρατικής βίας δεν θα μας υποτάξει. Είμαστε όρθιοι και συνεχώς πληθαίνουμε. Ας τρέμουν…»

Οι «γνωστοί-άγνωστοι»  του Πολυτεχνείου 
Κρατητήρια Γενικής Ασφαλείας
19 Νοέμβρη 1995

ΠΗΓΕΣ: I) «Πολυτεχνείο ‘95» έκδοση από τον Κύκλο Αναρχικών για την Κοινωνική Εκτροπή. 
              
II) Η εξέγερση, Πολυτεχνείο ’95. Συλλογή Ντοκουμέντων (εκδόσεις Αναρχική Αρχειοθήκη)

Λέσχη ενάντια στην λήθη


[1] Σύνθημα που ακουγόταν από την μικροφωνική κατά την διαρκεί της κατάληψης.

[2] Στις 11/10/95 Ο αναρχικός Κώστας Καλαρέμας αρχίζει απεργία πείνας. Είχε προφυλακιστεί κατηγορούμενος για 2 ληστείες τραπεζών, με βάση την «ομολογία» ενός καταδότη. Άμεσα ξεκινούν εκδηλώσεις αλληλεγγύης και πληροφόρησης. Στις 2/11/95 αρχίζει απεργία πείνας ο αναρχικός Χριστόφορος Μαρίνος, που προφυλακίστηκε τον Ιούλη του ’95, κατηγορούμενος για ληστεία, με βάση τις «ομολογίες» ορισμένων «συγκατηγορουμένων» του, οι οποίες στη συνέχεια αναιρέθηκαν.

Leave a comment