
Απόσπασμα από το βιβλίο «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης» στο οποίο ο Στέργιος Κατσαρός καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία ως εργάτης για την περίοδο της «θύελλας και της ορμής» από τη δεκαετία του 1960 ίσαμε τη μεταπολίτευση.
Επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η κοινωνική ισορροπία μέσα στην οποία η εκμεταλλευόμενη τάξη δεν ανέχεται πια το καθεστώς εκμετάλλευσης, ενώ παράλληλα οι ενδιάμεσες τάξεις έχουν αποσύρει την υποστήριξη τους στην άρχουσα τάξη που, απογυμνωμένη, δεν είναι σε θέση να διατηρήσει αυτό το καθεστώς. Βέβαια η ισορροπία αυτή, που είναι πολλές φορές εύθραυστη και βραχύβια, είναι αποτέλεσμα διεργασιών που λίγοπολύ συντελούνται αυτόματα χωρίς την επέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή της επαναστατικής πρωτοπορίας. Η ιστορία μάς δίνει πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα. Άλλωστε και η εξέγερση του Νοέμβρη δεν ήταν παρά κάτι τέτοιο. Το αν θα καταλήξει όμως αυτή η ισορροπία στη νίκη της επανάστασης ή της αντεπανάστασης εξαρτιέται από την παρουσία και την ετοιμότητα του υποκειμενικού παράγοντα.
[…]
Όσοι μιλούν για τα γεγονότα που έγιναν στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του ’73 τα χαρακτηρίζουν σαν εξέγερση. Αν εξέγερση είναι η μαζική άρνηση υποταγής στην εξουσία, και αν αυτή η άρνηση συνοδεύεται από ανάλογες πράξεις (διαδηλώσεις, καταλήψεις π.χ.), τότε πράγματι τα γεγονότα αυτά ήταν μια μαζική εξέγερση.
Βέβαια το ξέσπασμα αυτό δεν υπήρξε το αποκορύφωμα κάποιου απεργιακού κινήματος, δεν ακολούθησε κάποια γενική απεργία, όπως θα περίμεναν οι πούροι μαρξιστές. Η εξεγερσιακή διαδικασία ακολουθούσε υπόγειες διαδρομές και μοριακές εξελίξεις, που δε γίνονταν αντιληπτές στους παρατηρητές που είχαν συνηθίσει να μετρούν τις διαθέσεις των μαζών με συνδικαλιστικές, πολιτικές ή κάποιου άλλου είδους κινητοποιήσεις.
Το φοιτητικό κίνημα δεν είναι ποτέ κάποιο αξιόπιστο τεκμήριο. Πολλές φορές βέβαια έχει λειτουργήσει σαν πυροδότης και έτσι λειτούργησε και σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά μόνο σαν πυροδότης. Οι μεγάλες πολιτικές νεολαίες, καθώς και η πλειοψηφία των πολιτικά ενεργών αλλά ανένταχτων φοιτητών, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να πάρουν τα γεγονότα τις διαστάσεις που πήραν. Υπήρξαν γεγονότα που συνηγορούν σ’ αυτό. Οι εξορκισμοί της Πανσπουδαστικής, όπως και οι συνελεύσεις της Νομικής και της ΑΣΟΕΕ είναι οι πιο τρανταχτές αποδείξεις, χωρίς να είναι οι μοναδικές. Ποιοι έσπρωξαν προς την κατεύθυνση αυτή;
Από το Πολυτεχνείο, μέσα και έξω, εκείνες τις μέρες πέρασε τουλάχιστον η μισή Αθήνα. Τα πλήθη αυτά συμπαραστάθηκαν, διαδήλωσαν και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Βέβαια, η συμμετοχή αυτού του κόσμου δεν ήταν ταυτόχρονη, αλλά κατέβαιναν στους δρόμους σε διαφορετικές στιγμές και σε διαφορετικά σημεία. Δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί ούτε κατά προσέγγιση.
Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι από το τέρμα Αμπελοκήπων μέχρι το Σύνταγμα και από την αρχή της Πειραιώς μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας το πλήθος σε πολλές περιπτώσεις ήταν πολύ πυκνό. Μέσα στο πλήθος αυτό υπήρχαν διαφοροποιήσεις. Στις συγκρούσεις με την αστυνομία άλλοι έφευγαν, άλλοι απλά συμπαραστέκονταν από κάποια απόσταση, άλλοι αποδοκίμαζαν τους αστυνομικούς και άλλοι έπαιρναν ενεργό μέρος.
Όλες όμως αυτές τις μέρες υπήρξε μια μειοψηφία, κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από νέους, που ήταν η βασική δύναμη κρούσης. Η Χούντα μίλαγε για αναρχικά στοιχεία ή όργανα της αριστεράς γενικά. Η αριστερά με τη σειρά της μιλούσε για προβοκάτορες. Στην πραγματικότητα τα δραστήρια αυτά στοιχεία ήταν μέλη των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς καθώς και ανένταχτοι αγωνιστές. Αυτοί ήταν που έσπρωξαν στην κατάληψη, την πραγματοποίησαν και αργότερα την υπερασπίστηκαν. Ο αριθμός τους δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις εφτά με οχτώ χιλιάδες. Παρόλο που δεν είχαν κάποιο οργανωτικό δεσμό, πραγματοποιούσαν μερικές φορές αξιόλογους τακτικούς ελιγμούς, αντικαθιστώντας έτσι ως ένα βαθμό την οργάνωση των μαζών. Έβαλαν σε αμηχανία την αστυνομία και τελικά την οδήγησαν σε απόγνωση.
Αν και εμείς δεν περιμέναμε τα γεγονότα και μάλλον μας ξάφνιασαν, όταν όμως ξέσπασαν, κάναμε σωστή διάγνωση. Ήταν η εξέγερση που τόσο καιρό περιμέναμε. Ξέσπασε όμως μ’ έναν εντελώς αυθόρμητο τρόπο. Δεν αντιμετώπιζε μόνο τις δυνάμεις της Χούντας, αλλά και την εχθρική στάση των ρεφορμιστικών κομμάτων. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ενοποιήσει και να αντιπαρατάξει τις κοινωνικές δυνάμεις στις ενοποιημένες δυνάμεις της εξουσίας, στο στρατό. Αυτή ακριβώς η στιγμή, όπως τουλάχιστον δείχνει η ιστορία όλων των επαναστάσεων, είναι το κρίσιμο σημείο. Η ετυμηγορία της ιστορίας είναι σαφής: η μαζική εξέγερση είτε μετατρέπεται σε ένοπλη στάση είτε νικιέται. Δεν έχει σημασία αν θα χτυπηθεί από τις δυνάμεις της εξουσίας ή από τα «μέσα», από τους ρεφορμιστές ή και από τους δυο μαζί.
Ο Νοέμβρης του ’73 σημάδεψε τη νεότερη ελληνική ιστορία. Αυτό είναι πολύ γενικό. Πιο συγκεκριμένα, σημάδεψε τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Για μένα υπήρξε η πιο μεγάλη δοκιμασία. Δεν είχα εγκαταλείψει τις απόψεις για τις ένοπλες εστίες. Έβλεπα ξεκάθαρα ότι η αστυνομία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Παράλληλα, οι ρεφορμιστές (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού) δεν ήταν σε θέση να παίξουν το ρόλο του πυροσβέστη. Το συμπέρασμα ήταν απλό. Η Χούντα αποκλείεται να αυτοκτονήσει.
Από την αρχή ήταν φανερό ότι ο στρατός θα έδινε τη λύση στο δράμα αυτό, όπου πρωταγωνιστές ήταν οι ίδιες οι μάζες και κυρίως οι έφηβοι. Από τη στιγμή που δεν είχε προηγηθεί καμιά προεργασία μέσα στο στρατό, αποκλειόταν το πρότυπο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789 το ρόλο των ένοπλων εστιών έπαιξαν οι λέσχες των γιακωβίνων. Όμως σήμερα οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς καθώς και οι ομαδοποιήσεις των ανένταχτων περίμεναν να… ωριμάσουν οι συνθήκες! Οι μόνες περιπτώσεις με τις οποίες μπορεί να υπήρχαν αναλογίες ήταν η εξέγερση της Μόσχας το 1905 και η Κούβα του 1961. Στην πρώτη περίπτωση, τριακόσιοι περίπου «ντρουζίνικοι» (ένοπλες ομάδες) είχαν καθηλώσει για μια βδομάδα ένα σύνταγμα στρατού με ανταρτοπόλεμο μέσα στις πόλεις. Στη δεύτερη περίπτωση, καμιά διακοσαριά guerrilleros, μαζί με την εξεγερμένη Αβάνα, έβαλαν τέλος στη δικτατορία του Μπατίστα.
Υλικά για την αντιμετώπιση, ακόμη και των τανκς, σε πρώτη φάση υπήρχαν. Το πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα χέρια για να χρησιμοποιήσουν τα υλικά αυτά. Ήταν η πρώτη φορά που δικές μας πράξεις θα είχαν συνέπειες πάνω στις ζωές πολλών ανθρώπων. Ποιο θα ήταν το αντίκρισμα που θα μπορούσε να ισοσταθμίσει το αίμα που θα χυνόταν; Το δίλημμα αυτό με βασάνιζε μέχρι που τα τανκς εισβάλανε στο Πολυτεχνείο. Δεν έκανα καμία κίνηση κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
[…]
Τα άρματα διαρκώς πλησίαζαν. Από τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου μάς καλούσαν να φύγουμε, καλούσαν επίσης και όσους ήταν στο προαύλιο να μπουν στο κτίριο, και όποιος ήθελε μπορούσε να φύγει. Αυτοί που ήταν έξω άρχισαν να απομακρύνονται, ενώ αυτοί που ήταν μέσα συνέχισαν να κάθονται στα κάγκελα.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός συνέχισε να εκπέμπει, αλλά οι φωνές των εκφωνητών είχαν χάσει την προηγούμενη σταθερότητα. Τώρα συνέχεια καλούσαν τον κόσμο να μην προκαλεί «τα αδέρφια μας τους φαντάρους» και να τους υποδέχεται με χειροκροτήματα. Οι φαντάροι, όμως, κάτω από την πίεση των αξιωματικών έριχναν αρκετούς πυροβολισμούς. Κανείς δεν ήξερε αν ρίχνουν στον αέρα ή πάνω στον κόσμο. Οι πληγωμένοι ήταν πολλοί. Δεν ήξερε όμως κανείς πόσοι ήταν οι νεκροί. Δεν μπορούσες εκείνες τις στιγμές να ξέρεις αν κάποιος ήταν νεκρός ή πληγωμένος.
Από τη θέση που ήμουνα δεν μπορούσα να δω καλά τι γίνεται μπροστά στην πύλη που έβλεπε στην Πατησίων. Ο δρόμος είχε γεμίσει με αστυνομικούς και στρατιώτες. Ο πολύς κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλός και μόνο μικρές ομάδες και μεμονωμένα άτομα φώναζαν συνθήματα. Πολύ λίγοι προχωρούσαν κοντά στα τανκς και μερικοί έφτασαν μέχρι το περίπτερο κοντά στην πύλη. Είδα κάποιον να τους σημαδεύει από το τανκς, αλλά δεν πυροβόλησε τους τρεις-τέσσερις νεαρούς. Όταν υποχώρησαν και έφτασαν κοντά μάς είπαν ότι ήθελαν να μπουν μέσα στη μάντρα, αλλά τούς είδε κάποιος από το τανκς. Τα μεγάφωνα σταμάτησαν, αλλά από τον ραδιοφωνικό σταθμό οι εκφωνητές έψελναν τον Εθνικό Ύμνο. «Πολύ άσχημο τέλος γι’ αυτή την εξέγερση», ξέσπασε ένας νεαρός με λυγμούς. «Άκου αδερφέ, να πεθαίνεις κάτω από τους ήχους του Εθνικού Ύμνου!».
Μια ομάδα αναρχικών άρχισε να τραγουδάει τη Διεθνή και να προχωράει προς το Πολυτεχνείο, αλλά μια αύρα διέλυσε τη μικρή αυτή εκδήλωση.
