Ήταν μια θερμή, άτονη μέρα, τότε που πέταξα ό,τι μου ‘χε απομείνει. Έφυγα δίχως να χαιρετίσω κανέναν, ούτε τους πιο αγαπημένους μου συντρόφους. Δεν ήμουν ποτέ καλός στα ψέματα και στις δικαιολογίες. Κι όσο για την αλήθεια, πώς θα μπορούσα να την προφέρω; Πώς μπορείς να πεις στους ανθρώπους με τους οποίους έχεις ματώσει πλάι-πλάι ότι δεν θέλεις άλλο, ότι απλώς βαρέθηκες πια;

Δεν ήταν καμιά ιδιαίτερη μέρα, από αυτές που θα πίστευε κανείς πως παίρνονται οι ιδιαίτερες αποφάσεις. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μόνο πιο μουντή, πιο βαριά, σα να μην ήθελε να κυλήσει. Ο αέρας ήταν πυκνός από τη ζέστη και απ’ τον ήχο των τζιτζικιών. Το τοπίο φαινόταν ξεπλυμένο, σαν πίνακας που έχει αφεθεί στον ήλιο για καιρό και τα χρώματα και οι γραμμές του έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Η ανάσα της ασφάλτου ξεχώριζε αχνά, καυτή και βαριεστημένη καθώς υψωνόταν, ορατή για λιγάκι, προτού σκορπίσει και χαθεί φορτώνοντας ολοένα το βάρος της ατμόσφαιρας. Οχήματα δεν τη διέσχιζαν ούτε πεζοί περπατούσαν παράλληλα στην πορεία της. Μονάχα δυο αδέσποτα σκυλιά έπιανε το μάτι μου, έτσι όπως έτρεχαν το ένα δίπλα στ’ άλλο παίζοντας, μα όταν με προσπέρασαν κι εκείνα και χάθηκαν στην πρώτη στροφή, απόμεινα τελείως μόνος – όπως το είχα επιλέξει. Γιατί οι ιδιαίτερες αποφάσεις παίρνονται συνηθισμένες μέρες και εκείνη η μέρα ήταν η πιο συνηθισμένη απ’ όλες. Τόσο συνηθισμένη που βαριόταν τον εαυτό της. Έφυγα.
Continue reading “Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΑ Ο,ΤΙ ΜΟΥ ‘ΧΕ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ”