
Εργάτης κλωστοϋφαντουργίας και πολυτεχνίτης, αγωνιστής συνδικαλιστής και αναρχικός. Ο Ρικάρδο Σανθ Γκαρθία γεννήθηκε στο Κανάλς το 1898.
Προερχόταν από μια οικογένεια φτωχών αγροτών της Βαλένθια, που ζούσαν σε πρωτόγονες συνθήκες και στερήσεις. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών μετανάστευσε στη Βαρκελώνη, όπου φιλοξενήθηκε από συγγενείς του που είχαν εγκατασταθεί στη εργατική συνοικία Πουέμπλο Νουέβο. Ξεκίνησε να εργάζεται στον κλάδο του Νερού (κλωστοϋφαντουργία).Εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό τμήμα βαφέων της CNT.
Ο ΡικάρδοΣανθ έγινε στενός φίλος του Πάου Σαμπατέρ, γνωστού ως “Ελ Τέρο”, ο οποίος ήταν πρόεδρος του συνδικάτου των βαφέων. Ο Σαμπατέρ δολοφονήθηκε και ακρωτηριάστηκε από τους πληρωμένους δολοφόνους των εργοδοτών στις 19 Ιουλίου 1919. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1919, οι ομάδες δράσης της CNT εκδικήθηκαν για τον θάνατο του Σαμπατέρ, δολοφονώντας τον Μπράβο Πορτίγιο, επικεφαλής της αστυνομίας της Βαρκελώνης. Ο Πορτίγιο ήταν πρώην Γερμανός κατάσκοπος και υπεύθυνος για την κρατική τρομοκρατία κατά της CNT, υπό τις άμεσες διαταγές του στρατηγού Μιλάνς ντελ Μπος. Ο θάνατος του μισητού Μπράβο Πορτίγιο γιορτάστηκε σε όλες τις εργατικές συνοικίες της Βαρκελώνης.
Το 1920, ο Ρικάρδο Σανθ κατέφυγε στο χωριό του, μετά από απόπειρα κατά του Γκράουπερα, προέδρου της Ομοσπονδίας Εργοδοτών των βαφέων. Ο Ρικάρδο Σανθ ήταν μέλος της επιτροπής απεργίας των εργατών βαφέων.
Το 1922, ο Ρικάρδο Σανθ συμμετείχε στην ίδρυση της αναρχικής ομάδας Los Solidarios, μαζί με τους Ντουρρούτι, Γκαρθία Όλιβερ, Φρανθίσκο Ασκάσο και άλλους. Η ομάδα αποτελούνταν από περίπου 20 αγωνιστές πρώτης γραμμής, υποστηριζόμενους από έναν ευρύτερο κύκλο συνεργατών, προστατών και πληροφοριοδοτών, περίπου 80 ατόμων, που διευκόλυναν και καθιστούσαν δυνατές τις δράσεις τους όχι μόνο στη Βαρκελώνη αλλά σε όλη την Ισπανία.
Το 1923, ο Ρικάρδο Σανθ και άλλα μέλη των Los Solidarios οργάνωσαν μια Περιφερειακή Επιτροπή Αναρχικών Σχέσεων, που αποτέλεσε ουσιαστικά τον πρόδρομο της FAI. Τον Σεπτέμβριο του 1923, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο, οι Los Solidarios αγόρασαν όπλα και πυρομαχικά στην Έιμπαρ, ενώ ο Ρικάρδο Σανθ έκρυψε έναν αριθμό βομβών σε αποθηκευτικό χώρο στο Πουέμπλο Νουέβο. Ωστόσο, η αστυνομική καταστολή έκλεισε ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την ομάδα, και οι Los Solidarios αναγκάστηκαν να διαλυθούν και να περάσουν στην εξορία.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1924, η μυστική αστυνομία, με ρητή εντολή του Υπουργού Εσωτερικών, δολοφόνησε τους Γκρεγόριο Σουμπερμπιέλα και Μανουέλ Κάμπος, και οι δύο μέλη της ομάδας Los Solidarios. Την ίδια ημέρα, ο Αουρέλιο Φερνάντες, μαζί με τον αδελφό του Σεφερίνο και τον Αντόλφο Μπαγιάνο, συνελήφθησαν στη Βαρκελώνη. Ο Αουρέλιο και ο Σεφερίνο μεταφέρθηκαν στο Χιχόν για να δικαστούν για τη ληστεία στην Τράπεζα της Ισπανίας στην πόλη αυτή. Ο Αουρέλιο κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή της Σαραγόσα τον Νοέμβριο του 1924 και να φύγει από την χώρα τον Ιανουάριο του 1925.
Οι επιθέσεις στη Βέρα δε Βιδασόα και στο στρατώνα του Αταρασάνας στη Βαρκελώνη οδήγησαν σε περισσότερους θανάτους και συλλήψεις. Ο Γκαρθία Όλιβερ συνελήφθη στη Μανρέσα και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκισης. Ο Αλφόνσο Μιγκέλ βρισκόταν συχνά έγκλειστος στις φυλακές ως πολιτικός κρατούμενος.
Το 1925, οι Ντουρρούτι, Φρανθίσκο Ασκάσο, Γκαρθία Βιβάνκος και Αουρέλιο Φερνάντες, όλοι μέλη των Los Solidarios, βρίσκονταν εξόριστοι στο Παρίσι.
Ο ΡικάρδοΣανθ φυλακίστηκε ως πολιτικός κρατούμενος στη Σαραγόσα, πόλη στην οποία είχε μεταβεί για να αποτρέψει και να πιέσει μάρτυρες στη δίκη κατά του Φρανθίσκο Ασκάσο (που δικάζονταν ερήμην), της Χούλια Λόπεθ Μάιναρ, του “Σαλαμέρο” και του Ραφαέλ Τόρες Εσκαρτίν (στον οποίο ζητούσαν τη θανατική ποινή), κατηγορούμενων για τη δολοφονία του καρδινάλιου Σολδεβίλα, φασίστα και “μοναχοσυλλέκτη”.[1]
Το 1925, ο Ρικάρδο Σανθ συνελήφθη στην Έιμπαρ, όπου επιχείρησε να ανακτήσει τα όπλα που είχαν αγοραστεί το 1923, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση για 26 μήνες στη Μαδρίτη, όπου γνώρισε τους Χοσέ Ρομέρο, Μάουρο Μπαχατιέρα και Ινεστάλ. Ο Εδουάρδο Μπαριομπέρο ήταν ο δικηγόρος και φίλος του.
Αποφυλακίστηκε το 1928, παραμένοντας ανενεργός μέχρι το 1930, όταν άρχισε ξανά τη συνδικαλιστική του δράση υπό τη “Δικταμπλάντα” [2]του Μπερεγγέρ.
Ο Ρικάρδο Σανθ συμμετείχε στην αναδιοργάνωση του Ενιαίου Συνδικάτου Κατασκευών. Σκαρφαλωμένος σε μια κολόνα φωτισμού, εμψύχωσε τους απεργούς του κλάδου των κατασκευών, παρουσία του δημάρχου Χουάν Αντόνι Γκουέλ, τον οποίο επέκρινε έντονα. Στη συνέχεια συναντήθηκε μαζί του στο γραφείο του, διαπιστώνοντας την ανικανότητά και την πλήρη άγνοια του για τα αίτια της απεργίας. Στο τέλος μιας συγκέντρωσης που διοργανώθηκε από την Επιτροπή Υπέρ των Κρατουμένων, κήρυξε γενική απεργία των εργατών στις κατασκευές.
Αφού ολοκληρώθηκε η θητεία του ως πρόεδρος του συνδικάτου κατασκευών, ο Σανθ δραστηριοποιήθηκε στο Εμπορικό Συνδικάτο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την επιρροή του Εργατικού και Αγροτικού Μπλοκ (BOC).
Τον Απρίλιο του 1931, υποστήριξε τον Χουάν Γκαρθία Όλιβερ στην προσπάθεια συγκρότησης ομάδων άμυνας. Συμμετείχε στο συνέδριο της CNT τον Ιούνιο του 1931, εκπροσωπώντας το Εμπορικό Συνδικάτο. Αντιτάχθηκε στους μετριοπαθείς “τριεντίστας”, αποκαλώντας τους “Οι Τριάντα Ιούδες” στο φυλλάδιο που εκδόθηκε με αυτόν τον τίτλο από τη La Protesta του Μπουένος Άιρες, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση της ομάδας Nosotros στο Μανιφέστο των Τριάντα. Τον Μάρτιο του 1932, εντάχθηκε στο Εθνικό Συμβούλιο (CN) της CNT, υπερασπιζόμενος την τακτική της εξέγερσης. Πραγματοποίησε πολλές προπαγανδιστικές περιοδείες σε όλη την Ισπανία.
Μαζί με άλλους συντρόφους από τους Los Solidarios, συγκρότησε την Επαναστατική Επιτροπή, η οποία καθοδήγησε την εξέγερση της CNT τον Ιανουάριο του 1933.
Την ίδια χρονιά, ο Ρικάρδο Σανθ δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο: Ruta de Titanes, μια εξαιρετική μαρτυρική νουβέλα που περιγράφει τη δολοφονική καταδίωξη των εργατών της Βαρκελώνης από τους Μαρτίνεθ Ανίδο και Αρλέγκι. Το βιβλίο προλογίστηκε από τον φίλο του, Ισάακ Πουέντε.
Στους μήνες πριν από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, εργαζόταν στον κλάδο του “Νερού”, που ασχολούνταν με τις τελικές επεξεργασίες των υφασμάτων που έβγαιναν από τους αργαλειούς. Ήταν μια εύκολη και καλά αμειβόμενη δουλειά, στην οποία κατέφευγαν όλοι οι “ανεπιθύμητοι”, όσοι είχαν απορριφθεί από τις διάφορες εργοδοσίες μέσω του “συμφώνου της πείνας”, το οποίο, ωστόσο, δεν εφαρμοζόταν στον κλάδο του “Νερού”.
Την ίδια περίοδο, στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας εργάζονταν επίσης οι Φρανθίσκο Ασκάσο, Ντουρρούτι, Γκρεγόριο Χοβέρ, Διονίσιο Ερόλες, Αλδαμπαλντετρέκου, Αουρέλιο Φερνάντες και άλλοι.
Ο Ρικάρδο Σανθ συμμετείχε στις οδομαχίες της εξέγερσης στις 19 και 20 Ιουλίου 1936, ειδικά στη συνοικία Πουέμπλο Νουέβο, όπου ζούσε και ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη στιγμή που ο Γκαρθία Όλιβερ ζήτησε την βοήθειά του, τη μεταφορά ενός φορτίου δυναμίτιδας, για την επίθεση στον στρατώνα Αταρασάνας.
Ανέλαβε για τέσσερις μήνες την ευθύνη της συγκρότησης και οργάνωσης των Λαϊκών Πολιτοφυλακών, από τον στρατώνα Μπακούνιν (Πεδράλμπες), όπου εξέδωσε ένα περιοδικό με το ίδιο όνομα.
Διετέλεσε Γενικός Επιθεωρητής του μετώπου της Αραγονίας, μέχρι που, μετά τον θάνατο του Ντουρρούτι, του ανατέθηκε η διοίκηση των μαχητών της Ταξιαρχίας Ντουρρούτι στο μέτωπο της Μαδρίτης.
Τον Μάιο του 1937, διοικούσε τους ίδιους μαχητές, οι οποίοι μεταφέρονταν από τη Μαδρίτη και τη Χάτιβα προς το μέτωπο της Αραγονίας, διατηρώντας μια πειθαρχημένη αλλά προβληματική ουδετερότητα απέναντι στις εν εξελίξει οδομαχίες. Τα στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Ρικάρδο Σανθ ήταν στρατωνισμένα στον στρατώνα των Docks στη λεωφόρο Ικάρια, μόλις 150 μέτρα από τον στρατώνα Κάρλ Μαρξ, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των σταλινικών του PSUC, οι οποίοι δεν σταματούσαν να τους παρενοχλούν.

Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας (Άμστερνταμ), Αρχείο CNT.
Στις 1 Ιανουαρίου 1938 γεννήθηκε η κόρη του, Βιολέτα· έξι μήνες αργότερα πέθανε η σύντροφός του, Πεπίτα Νοτ. Ο Χουάν Γκαρθία Όλιβερ δημοσίευσε στη Solidaridad Obrera έναν συγκινητικό επικήδειο.
Τον Μάιο του 1938, η 26η Μεραρχία, υπό τη διοίκησή του, πέτυχε όλους τους στόχους της στη γενική επίθεση του 11ου Σώματος Στρατού στην Αραγονία, καταλαμβάνοντας τα χωριά Σαν Ραμόν δε Αμπέγια και Μπαστούς, αιχμαλωτίζοντας 900 στρατιώτες της Ναβάρας και κατασχέτοντας 1.000 όπλα, καθώς και πολλά πολυβόλα και πυροβόλα.
Στις 14 Αυγούστου 1938 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη. Υπερηφανευόταν ότι είχε συνεργαστεί με τον στρατηγό Πόθας και τον συνταγματάρχη Περέα για να αποτρέψει τη μετατροπή του Στρατού της Ανατολής σε στρατό του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τον Φεβρουάριο του 1939, διέσχισε τα γαλλικά σύνορα, σε πλήρη στρατιωτικό σχηματισμό, μέσω της διεθνούς γέφυρας του Πουιγκσερδά, διοικώντας την 26η Μεραρχία, η οποία επίσης πέρασε τα σύνορα μέσω της Τουρ ντε Καρόλ και της Λίβια. Φυλακίστηκε ως “πρόσφυγας” στο στρατόπεδο του Βερνέ μαζί με εκατοντάδες στρατιώτες του και διορίστηκε επικεφαλής του στρατοπέδου. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1939, αφέθηκε ελεύθερος για να φροντίσει τα δύο του παιδιά, ξαναφτιάχνοντας την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
Στις 24 Οκτωβρίου 1939, φυλακίστηκε για δεύτερη φορά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και τιμωρίας του Βερνέ ως “ανεπιθύμητος αλλοδαπός”, όπου παρέμεινε έως τις 12 Ιουλίου 1942. Τότε μεταφέρθηκε στο Πορτ-Βεντρές για να επιβιβαστεί σε πλοίο που τον αποβίβασε στο λιμάνι του Αλγερίου. Από εκεί στάλθηκε στο στρατόπεδο εργασίας της Τζελφά, στη μέση της ερήμου της Σαχάρας. Στο στρατόπεδο αυτό συνυπήρξε για κάποιο διάστημα με τον Αντόνιο Ορτίθ.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερνέ, έγραψε τα απομνημονεύματά του για την προπολεμική περίοδο. Παραβρέθηκε επίσης στην κηδεία του 18χρονου γιου του, Φλορεάλ, συνοδευόμενος από έναν χωροφύλακα. Ο Φλορεάλ είχε αρρωστήσει στο Μπονέ, ένα χωριό μόλις δύο χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, αλλά δεν του επετράπη να τον επισκεφθεί. Το βιβλίο απομνημονευμάτων του, το οποίο είχε τιτλοφορήσει Τα παιδιά της εργασίας, ολοκληρώθηκε στο στρατόπεδο του Βερνέ τον Σεπτέμβριο του 1941, αλλά εκδόθηκε το 1976 από τις εκδόσεις Πετρόνιο της Βαρκελώνης με διαφορετικό τίτλο: Ο ισπανικός συνδικαλισμός πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Απελευθερώθηκε μετά την κατάληψη της Βόρειας Αφρικής από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Το 1944, ο Ρικάρδο Σανθ επέστρεψε στο Παρίσι. Το 1945 και το 1946, οι εκδόσεις El Frenteδημοσίευσαν τα φυλλάδιά του για τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι και τον Φρανθίσκο Ασκάσο, υπό τον κοινό τίτλο Πρόσωπα της Ισπανικής Επανάστασης.

Εγκαταστάθηκε στο Γκολφέκ, όπου είχε ένα σπίτι με ένα εκτάριο καλλιεργήσιμης γης, 90 χιλιόμετρα από την Τουλούζη. Δούλευε πέντε ημέρες την εβδομάδα σε ένα εργοστάσιο χημικών προϊόντων στην Τουλούζη και τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στο σπίτι του στο Γκολφέκ, όπου ζούσε με τη νέα σύντροφό του, δύο νέα παιδιά και την κόρη του, Βιολέτα.
Το 1966 εξέδωσε αυτοχρηματοδοτούμενος στην Τουλούζη το βιβλίο Ο συνδικαλισμός και η πολιτική. Οι “Solidarios” και οι “Nosotros”, και το 1969 το Εμείς που πήγαμε στη Μαδρίτη.
Στις 23 Απριλίου 1975, ο ιστορικός Ρόναλντ Φρέιζερ τον επισκέφθηκε και του πήρε συνέντευξη στο σπίτι του στο Γκολφέκ.
Το 1976, οι εκδόσεις Πετρόνιο δημοσίευσαν το βιβλίο των απομνημονευμάτων του με τίτλο Ο ισπανικός συνδικαλισμός πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, και το 1979 το Πρόσωπα της Ισπανικής Επανάστασης, το οποίο περιλάμβανε επαυξημένα και ενημερωμένα τα φυλλάδιά του για τον Ντουρρούτι και τον Ασκάσο, καθώς και βιογραφίες των Πεστάνια, Σεγκί, Χοβέρ, Πεϊρό και της πρώτης του συντρόφου, Πεπίτα, μεταξύ άλλων.
Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1986.
Τα τελευταία χρόνια, οι εκδόσεις Descontrol έχουν επανεκδώσει αρκετά από τα βιβλία του, ώστε να πάψουν να θεωρούνται σπάνια συλλεκτικά έργα και να είναι πάλι διαθέσιμα στα βιβλιοπωλεία.
Αγκουστίν Γκιγιαμόν
Βαρκελώνη, Νοέμβριος 2024
[1]λογοπαίγνιο με το “monje” που σημαίνει “καλόγερος” και το “mujeriego” που σημαίνει “γυναικάς”.
[2]όρος για δικτατορίες που σέβονται κάποιες πολιτικές ελευθερίες.

