
Μετά την αυγουστιάτικη περιπλάνησή του σε νησιά και θάλασσες μαζί με το περιοδικό HUMBA, σήμερα ήρθε η κατάλληλη στιγμή για το “Γελαστό Σύννεφο”να επιστρέψει στην αγκαλιά του Ελατηρίου.
Μια αλλιώτικη, τρυφερή ιστορία για την κυριολεκτική αλλά και την μεταφορική πυγμαχία που αφορά τις γροθιές που δεχόμαστε καθημερινά στο στομάχι από τα άγχη και τις ανεκπλήρωτες ευχές μας.Μαζί με την Γιούπι, την ηρωίδα του, θα ρίξουμε γροθιές ενάντια στην κοινωνική αποξένωση και στους φόβους που φρενάρουν τις ζωές μας.
Το “One single dollar babe” είναι ένα sci-fi διήγημα με soundtrack από τους ήχους των “The Clash”, του John Fahey και της Gwenifer Raymond. Το graffiti του Banksy που το συνοδεύει είναι και το σήμα του ιστολογίου του ελάσματος από καταβολής του και καθιστά την ιστορία ξεχωριστή για τον δημιουργό της.
Πάμε Γιούπι, λοιπόν…
Καλή ανάγνωση και καλή λευτεριά…
υγ:Όπως πάντα, να θυμάστε πόσο εύκολο είναι να κάνετε τις όμορφες ιστορίες να ταξιδεύουν, απλά πατώντας το παρακάτω κουμπάκι της κοινοποίησης.
“…Αστραφτερά δεδομένα χαράζουν το σκοτάδι χοροπηδώντας από το πάτωμα έως την οροφή του δωματίου. Μέσα στην πλεξούδα οπτικών ινών 11ης γενιάς, εκατομμύρια πυγολαμπίδες πληροφοριών ταξιδεύουν πιστές στις προκαθορισμένες διαδρομές τους. Η Γιούπι ξυπνά ενοχλημένη απ’ τις συσκευασμένες αστραπές. Κουλουριασμένη στο λευκό κοχύλι λήθης από ανθρακονήματα, αναστενάζει. Η νυχτερινή δύσπνοια την είχε ωθήσει να αφήσει το καπάκι της κλίνης ανοικτό κι ενώ έξω ξημερώνει, ακόμα περισσότερο φως μπαίνει απρόσκλητο στα μάτια της. Προσπαθεί να απελευθερώσει το σώμα της από τα φθηνά, τραχιά σεντόνια κάνναβης. Οι άκρες τους τις ξεφεύγουν διαρκώς αφού τα δάχτυλά της είναι παγιδευμένα.
Η Γιούπι δεν έχει αποχωριστεί εδώ και πολλές ώρες τα κόκκινα γάντια του μποξ. Για άλλη μια φορά έχει κοιμηθεί αγκαλιά με τις σφιγμένες γροθιές της. Σηκώνεται και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο του διαμερίσματος. Οι ιπτάμενοι συρμοί τρέχουν πάνω απ’ το κεφάλι της σηκώνοντας σύννεφα σκόνης στις ταράτσες των πολυκατοικιών της Ουρούκ. Οι τουρμπίνες των βαγονιών κάνουν τα πολυεστερικά τζάμια να τρίζουν, μα τα τρένα δεν μπορούν να πλησιάσουν καν την ιλιγγιώδη ταχύτητα του άγχους που πλημμυρίζει κάθε της σκέψη, μουδιάζοντας τα άκρα της. Χρωστάει τρία νοίκια. Κινδυνεύει με έξωση από το μικρό ισόγειο διαμέρισμα που κάποτε ήθελε να αφήσει γιατί την έπνιγε το σκοτάδι και τα αδιάκριτα βλέμμα όσων διέσχιζαν τον πεζόδρομο κάτω απ’ το παράθυρό της. Η Γιούπι απολύθηκε απ’ την προηγούμενη δουλειά της ως βοηθός ενός πανάκριβου ανδροειδούς λογοθεραπείας με δυο διδακτορικά εμφυτεύματα, σφηνωμένα στην κάρτα της μνήμης του. Στ’ αλήθεια σιχαινόταν να στέκεται δίπλα σε ένα ψηφιακό ανδρείκελο επιδεικνύοντας ασκήσεις σωστής άρθρωσης στους θεραπευόμενους που την κοίταζαν σαν κομπάρσο της ζωής της. Σαν αεροσυνοδό σε αστρόπλοιο που δίνει σχήμα στα λόγια του ακουστικού αρχείου που αφορά την εύρεση των σωστικών μέσων του σκάφους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι μασητήρες, οι ζυγωματικοί και οι σφιγκτήρες μύες της να τεντώνονται και να κλείνουν στα όρια τους και οι μεσοαστοί πελάτες να γελούν ειρωνικά με τις γκριμάτσες του προσώπου της. Η Γιούπι έχει ένα πανέμορφο, ινδιάνικο πρόσωπο, ανίκανο να προσαρμοστεί στις ανάγκες μιας μητρόπολης. Ίσως για αυτό να την απέλυσαν ξαφνικά και τώρα το όνειρο για ένα διαμέρισμα με ένα ακόμα δωμάτιο και ένα μπαλκόνι να φαντάζει τόσο μακρινό.
Ξαφνικά χαμογελά δίχως να ξέρει τον λόγο. Ρίχνει το βλέμμα της στον “έξυπνο” σάκο του μποξ με τα δυο χέρια που κρέμεται στο κέντρο του δωματίου. Πάει καιρός που έχει κουραστεί πια να γρονθοκοπεί μονάχα τον εαυτό της, κουλουριασμένη σαν έμβρυο στο κοχύλι της. Ανοίγει ένα μεταλλικό συρτάρι και βγάζει από μέσα του ένα παλιό ψηφιακό αρχείο που είχε ανακαλύψει στα αζήτητα ενός ρακένδυτου πλανόδιου πωλητή. Πριν λίγες μόνο εβδομάδες δεν είχε ξανακούσει την μουσική των ανθρώπων της πρωτοηλεκτρικής περιόδου. Πλέον συλλαμβάνει τον εαυτό της να αλλάζει διαθέσεις ακούγοντας αρχαίες μελωδίες που την κάνουν να χτυπά τα χέρια και τα πόδια της ρυθμικά ή να μαστιγώνει το μέτωπό της με τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά της.
Ακούγοντας το “lust for life” ενεργοποιεί τον σάκο που υψώνει τα δυο του χέρια απειλητικά εναντίον της, περιμένοντας την επόμενή της κίνηση. Εκείνη, δίχως να πάρει το βλέμμα της από πάνω του, ανοίγει τα παραθυρόφυλλα και ρίχνεται καταπάνω του. Οι διαβάτες πρέπει να δουν πως η Γιούπι δεν γρονθοκοπεί πια τον εαυτό της. Παλεύει καμιά φορά κι ας ματώνουν τα σαρκώδη χείλη της απ’ τις συνθετικές μπουνιές του άψυχου αντιπάλου της. Παλεύει όσο μπορεί κι ύστερα σωριάζεται αποκαμωμένη στο όστρακό της, έχοντας σφραγίσει πρώτα το παράθυρό της, ευάλωτη και πάλι στα περίεργα βλέμματα. Είναι δικαίωμα της να μάχεται όσο μπορεί…”(η συνέχεια στον παρακάτω σύνδεσμο)
Κατεβάστε το σε μορφή pdf