Ο Αντόνιο Τσέρι (Antonio Cieri) υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα του ιταλικού αναρχικού κινήματος. Γεννήθηκε στο Βάστο της Ιταλίας (11 Νοεμβρίου 1898) και πέθανε στη Χουέσκα της Ισπανίας (7 Απριλίου 1937). Ήταν μέλος των αντιφασιστών Arditi del Popolo[1] κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιφασιστική εξέγερση της Πάρμας τον Αύγουστο του 1922. Το 1936 έλαβε μέρος στην ισπανική επανάσταση και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ιταλικής Φάλαγγας η οποία συνδέθηκε με την περίφημη Φάλαγγα Ασκάζο. Στις 22 Οκτωβρίου 2006 μια αναθηματική πλάκα στήθηκε στη συνοικία Ναβίλιο (borgo del Naviglio) της Πάρμας όπου ο Τσέρι ως διοικητής των Arditi del Popolo έδωσε τις μνημειώδεις μάχες εναντίον των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Δημοσιεύουμε το κείμενο της ομιλίας που εκφώνησε εκείνη τη μέρα ο αναρχικός Μάσιμο Ορτάλι (Massimo Ortalli) μέλος του Ιστορικού Αρχείου της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI).
ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΣΕΡΙ (1898-1937)
Από το Ολτρετορέντε στη Χουέσκα
του Μάσιμο Ορτάλι


Οι γονείς, οι παππούδες και οι προπαππούδες μου έζησαν στην Πάρμα και κατά συνέπεια η ιστορία της Πάρμας μού ανήκει σα να ζούσα πάντα εκεί. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι ότι κάθε φορά που τύχαινε να γίνει αναφορά στο χαρακτήρα της πόλης μας, μια από τις επαναλαμβανόμενες φράσεις στο οικογενειακό λεξικό της γιαγιάς μου -γενιάς του 1880- ήταν: “Την Κόκκινη Πάρμα κανείς δεν την αγγίζει”, κι αν η φράση όταν ήμουν παιδάκι μού φαινόταν μάλλον αινιγματική, παρόλα αυτά καταλάβαινα ότι έπρεπε να υπάρχει κάτι μεγαλειώδες πίσω από αυτές τις λέξεις. Στην πραγματικότητα υπήρχε κάτι μεγαλειώδες, υπήρχε η ιστορία με τον Μπάλμπο[2] και τις κτηνώδεις του πολιτοφυλακές που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ηττημένες στην πολύ πιο φιλόξενη Φεράρα και υπήρχε το γεγονός ότι ένας ολόκληρος λαός, όχι μόνο εκείνος του Ολτρετορέντε[3] αλλά όλης της πόλης, γιόρταζε μια νίκη ενάντια στις φασιστικές ομάδες κρούσης, την οποία κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν εφικτή σε μια Ιταλία την οποία διέσχιζαν οι συμμορίες του Μουσολίνι.
Εκείνη ήταν μια συλλογική νίκη, όπως είναι οι πιο όμορφες ιστορίες της ελευθερίας, η περίπτωση μιας ολόκληρης πόλης που αισθάνεται ότι οφείλει να υπερασπιστεί όχι μόνο την ελευθερία της, αλλά και τον πιο βαθύ και ανένδοτο χαρακτήρα της, εκείνο το επαναστατικό πνεύμα, καυστικό και τόσο ξένο σε κάθε κομφορμισμό, που ήταν ένα πολύ πραγματικό αντίδοτο σε κάθε μορφή υποταγής.
Όμως, όπως όλες οι συλλογικές ιστορίες, η αντίσταση του Ολτρετορέντε ήταν επίσης μια ιστορία ατόμων, ξεχωριστών υποκειμένων, που γνώριζαν πώς να ενώσουν και να συντονίσουν ικανότητες και επιθυμία ανεξαρτησίας ώστε να δώσουν ζωή, συλλογικά, σε μια αλησμόνητη ιστορία. Μερικοί από αυτούς είναι γνωστοί, άλλους τους γνωρίζουν μόνο λίγοι, ενώ για τη μεγάλη πλειοψηφία, όπως συμβαίνει συνήθως, ήδη χάθηκε η μνήμη. Όχι βέβαια του Πιτσέλι[4], γιατί όλοι τον γνωρίζουμε κι επειδή η Πάρμα μπόρεσε να τον θυμηθεί σε αρκετές περιπτώσεις, με τη συγκίνηση και την εκτίμηση που σαφώς του άξιζε. Ο Πιτσέλι ήταν η ψυχή της εξέγερσης ενάντια στο φασισμό, ήταν ο οργανωτής και το ζωτικό πνεύμα που κατάφερε να συγκεντρώσει στο πρόσωπο του τον ενθουσιασμό και τη θέληση των λαϊκών ανθρώπων από όλες τις συνοικίες της πόλης. Υπήρξε ο καταλύτης ο οποίος επέτρεψε να εκφραστούν ενέργειες που απλώς ζητούσαν να βρουν ένα κέντρο το οποίο θα ήταν ικανό να τις οργανώσει.
Αλλά ακόμη και ο Πιτσέλι, χωρίς να μειώσουμε στο ελάχιστο την προσωπικότητά του, δύσκολα θα μπορούσε να επιτύχει εκείνα τα αποτελέσματα, αν δεν είχε στο πλευρό του άλλους αποφασισμένους και ικανούς αγωνιστές όπως εκείνος. Σίγουρα λιγότερο χαρισματικούς απ’ ότι υπήρξε ανάμεσα στον κόσμο του ο βουλευτής της Πάρμας, αλλά σίγουρα χωρίς υποδεέστερες ικανότητες και θέληση. Επιπλέον, στον Πιτσέλι αποδίδεται η αξία ότι μπόρεσε να τους αναγνωρίσει και να τους χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. “Ελάσσονες” προσωπικότητες όπως θα έλεγαν παλαιότερα, αλλά για εμάς τους αναρχικούς, οι οποίοι είμαστε πεπεισμένοι ότι η ελευθερία μπορεί να είναι μόνο η συλλογική κατάκτηση που προκύπτει από το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων, προσωπικότητες άλλο τόσο σημαντικές για τις διαδικασίες της κοινωνικής χειραφέτησης, όσο θα μπορούσαν να είναι οι λεγόμενοι leader (ηγέτες). Και ο Αντόνιο Τσέρι, στον οποίο ευχαρίστως αφιερώνουμε αυτή τη μέρα κι αυτή τη μνήμη, αναμφίβολα υπήρξε ένας από εκείνους.
Για τον αναρχικό Αντόνιο Τσέρι μέχρι πριν λίγα χρόνια γνωρίζαμε λίγα και η μορφή του, αν και τόσο σημαντική για την ιστορία αυτής της πόλης, κινδύνευε να “μείνει θαμμένη λόγω της τοπικής αντιφασιστικής ιστοριογραφίας, την οποία ηγεμόνευαν οι κομμουνιστές”. Ήταν ένας τοπικός μελετητής, ο Πάολο Τομάζι (Paolo Tomasi), εκείνος που ξέθαψε πρώτος τη μνήμη του ανασυγκροτώντας τα άγνωστα περιστατικά, όμως κατόπιν ήταν μέσω ενός μεγάλου λάτρη της πόλης και του ελευθεριακού της πνεύματος του αείμνηστου Τζάνι Φουρλότι (Gianni Furlotti), που η μορφή του μπόρεσε να βγει από το περιβάλλον της πόλης και να γίνει γνωστή σε εθνικό επίπεδο. Μετέπειτα, ένα άλλο σημαντικό ελευθεριακό πνεύμα, ο συγγραφέας Πίνο Κακούτσι (Pino Cacucci) τον έκανε ακόμη περισσότερο γνωστό, αναφέροντάς τον στο “Ολτρετορέντε” το πανέμορφο ιστορικό μυθιστόρημά του[5].
Μια βασανισμένη ζωή
Η ζωή του Αντόνιο Τσέρι, όπως πολλών συντρόφων της γενιάς του, ήταν μια ζωή βασανισμένη και σημαδεμένη από την τραγικότητα των καιρών. Υπήρξε όμως και περιπετειώδης, πλούσια σε κορυφαίες στιγμές, βιωμένες με την επίγνωση ότι, με τις πράξεις του, συμβάλλει στο σημάδεμα του αποτυπώματος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1898 στο Βάστο (Vasto), στη σκληροτράχηλη γη του Αμπρούτσο (Abruzzo), ήταν πολεμιστής στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στον οποίο παρασημοφορήθηκε επιδεικνύοντας ήδη οργανωτικές ικανότητες, το 1920 έφυγε από τη γενέθλια γη και πήγε στην Ανκόνα, για την πρώτη του δουλειά ως τεχνικός σχεδιαστής των Ιταλικών σιδηροδρόμων. Εκείνα τα χρόνια οι κοινωνικές εντάσεις που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο ήταν ισχυρές κι ο λαός δεν ήθελε να ακούει πια για πολεμικές περιπέτειες. Όταν η κυβέρνηση προετοίμαζε την έναρξη μιας ιμπεριαλιστικής επιχείρησης και οργάνωνε από το λιμάνι της Ανκόνας την αποστολή των στρατευμάτων με προορισμό την Αλβανία, ξέσπασαν στην πόλη μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, με αποτέλεσμα την κατάληψη στρατοπέδων κι άλλων δημόσιων κτιρίων.
Ενώ η “ηρεμία” αποκαταστάθηκε μέσω ενός βομβαρδισμού από το ναυτικό, την επόμενη χρονιά ο Τσέρι, ο οποίος ήταν από τους πιο ενεργούς οργανωτές της λαϊκής διαμαρτυρίας, ιδρύοντας μάλιστα και ένα τμήμα των Arditi del Popolo, μετατέθηκε ως τιμωρία … στην Πάρμα. Ποια θα ήταν καλύτερη πόλη, πού θα βρισκόταν καταλληλότερο περιβάλλον για να καρποφορήσουν και να αναπτυχθούν οι χρήσιμες ικανότητές του ενάντια στο φασισμό; Αφού ήρθε σε επαφή όχι μόνο με την πολυπληθή τοπική αναρχική ομάδα αλλά και με τον Πιτσέλι και το περιβάλλον του, τον βρίσκουμε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές των οδοφραγμάτων του 1922. Ο Τσέρι στην ουσία έγινε ο έμπιστος άνθρωπος του Πιτσέλι, κι όχι μόνο στο “στρατιωτικό” επίπεδο, αναλαμβάνοντας καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της αντίστασης ενάντια στις ομάδες του Μπάλμπο. Στην πραγματικότητα είναι εκείνος που θα διευθύνει τον τομέα γύρω από τη συνοικία Ναβίλιο (borgo del Naviglio), η οποία θεωρείτο η πιο ευαίσθητη και πιο εκτεθειμένη στη φασιστική επίθεση. Τώρα πια εξ υιοθεσίας πολίτης της Πάρμας κι όχι πλέον ο “ξένος” από το Αμπρούτσο των πρώτων χρόνων, συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική ζωή της πόλης μέχρι το 1925, όταν, για να ξεφύγει από τις συνεχείς απειλές των φασιστών που είχαν ανέβει στην εξουσία, μεταναστεύει στη Γαλλία με τη σύντροφο και τον μικρό τους γιο. Με τους αναρχικούς και τους αντιφασίστες που υποχρεώθηκαν στην ίδια επιλογή, διατηρεί την κοινωνική και οργανωτική δράση, και παρά τις πολλές συλλήψεις και τις συνεχείς απειλές για απέλαση, δημιουργεί μαζί με τον Καμίλο Μπερνέρι, την δεκαπενθήμερη εφημερίδα «Umanità Nova»[6] και άλλα ελευθεριακά έντυπα. Είναι επίσης ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του Συνεδρίου στο Σαρτρουβίλ (Saurtrouville), μια αποφασιστική στιγμή της διαδικασίας αναδιοργάνωσης του ιταλόφωνου αναρχικού κινήματος στην εξορία. Με την έκρηξη της ισπανικής επανάστασης τον Ιούλιο του 1936 βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους που προστρέχουν στο πλευρό των Ισπανών αναρχικών, οι οποίοι αγωνίζονται στο μέτωπο του αγώνα ενάντια στον φρανκισμό και για την πραγματοποίηση του ελευθεριακού κομμουνισμού. Μέλος του “μυθικού” ιταλικού τμήματος της Φάλαγγας Ασκάζο, γίνεται διοικητής της διαδεχόμενος τον συντοπίτη του Τζουζέπε Μπιφόλκι (Giuseppe Bifolchi), ο οποίος καταγόταν από το Μπολσονάρο της περιοχής του Αμπρούτσο, μέχρι την τραγική 7η Απριλίου του 1937, όταν, βγαίνοντας για περιπολία, χτυπήθηκε θανάσιμα από μια “αδέσποτη σφαίρα”. Ήταν πάρα πολλές οι μαρτυρίες, κι όχι μόνο από αναρχική πλευρά, που απέδιδαν το θάνατό του σε μια στυγνή σταλινική εκτέλεση, στα χνάρια της “τακτοποίησης των λογαριασμών” που τα στρατεύματα του Στάλιν εφάρμοζαν με όποιον δεν σκόπευε να υποταχθεί στις απαράδεκτες ντιρεκτίβες τους. Η μεγαλοπρεπής κηδεία του, για την οποία δημοσιεύτηκε ένα συγκινητικό άρθρο στην εφημερίδα «Guerra di Classe»[7], απέδειξε πόσο είχε γίνει οικείο το όνομά του στον ισπανικό λαό, ο οποίος θέλησε να αποδώσει ένα τεράστιο φόρο τιμής σε εκείνο τον “πολίτη του κόσμου” που ήρθε από το Αμπρούτσο για να αγωνιστεί για την ελευθερία του.
Όπως φαίνεται από αυτό το σύντομο βιογραφικό προφίλ, η ζωή του Τσέρι όπως επίσης των αναρχικών της γενιάς του, δεν υπήρξε εύκολη.
Χτυπημένοι από τη φασιστική αντίδραση κι από την κρατική βία, χωρίς να μπορούν να υπολογίζουν σε θεσμικά ερείσματα στην πατρίδα ή στην εξορία, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν, ως εξίσου αποφασισμένους εχθρούς, κι εκείνους οι οποίοι, λόγω της κοινής σοσιαλιστικής καταγωγής, τουλάχιστον θα μπορούσαν να είναι σύντροφοι στο δρόμο. Όμως ο μπολσεβίκικος αυταρχισμός, ο οποίος έδειξε τον πραγματικό του εαυτό στη Ρωσία με την καταστολή κάθε αντιπολίτευσης, φοβόταν τόσο πολύ το ελευθεριακό πνεύμα και τις επαναστατικές επιτυχίες των αναρχικών στην Ισπανία, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους πολεμήσει ως τον πιο απειλητικό εχθρό για το τερατώδες σύστημα εξουσίας του. Έτσι και ο Αντόνιο Τσέρι, όπως τόσοι άλλοι σύντροφοί μας, δολοφονήθηκε δύο φορές. Την πρώτη από προδοσία στα ισπανικά πεδία των μαχών, τη δεύτερη, εξίσου από προδοσία, στις σελίδες μιας καθεστωτικής ιστοριογραφίας η οποία έσβησε επιμελώς και συστηματικά τη μνήμη του. Σαφέστατα οι αναρχικοί ακόμη και νεκροί προξενούν φόβο στους σταλινικούς!
Επομένως, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι σήμερα φαίνεται να αποκτά αποδοχή ο ιστορικός ρεβιζιονισμός ο οποίος θέλει να ξαναγράψει, με έναν εξίσου παραμορφωτικό φακό, την ιστορία του αγώνα του ιταλικού λαού ενάντια στο φασισμό. Πολλά, πάρα πολλά χρόνια μιας καθεστωτικής αντιφασιστικής βουλγάτας, επιφανειακής, γεμάτης κενά και αποσιωπήσεις, θα μπορούσαν πραγματικά να καταστήσουν πιστευτές τις ευφάνταστες επανερμηνείες της ιστορίας εκείνων των χρόνων και να αποδώσουν το ίδιο κύρος είτε σε εκείνον που πολέμησε το ναζιφασισμό, είτε σε εκείνον ο οποίος, αντιθέτως, στήριξε μέχρι το τέλος το ναζιφασιστικό θηρίο. Που θα ήθελε δηλαδή να εξισώσει τα λεγόμενα “παιδιά του Σαλό”, συνήθως στυγνοί εκτελεστές των διαταγών του Γερμανού συμμάχου, με εκείνους οι οποίοι αρνήθηκαν να δώσουν οξυγόνο σε μια δικτατορία επιτέλους στην τελική της φάση. Τον Αντόνιο Τσέρι σίγουρα θα τον βρίσκαμε ανάμεσά τους, στο βουνό, αν δεν είχε προηγουμένως σταματήσει στην ισπανική γη τον αγώνα του ενάντια στο φασισμό και το όνειρο ενός νέου κόσμου. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα ξεχασμένος κι όμως σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, υπάρχουν ακόμη εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την υπέροχη ζωή του. Και υπάρχουν ακόμη μερικοί νέοι, και πολλοί είναι εδώ παρόντες, που αναφέρονται στα ιδανικά του. Είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η αναγνώριση που τον τιμά περισσότερο και θα του έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση!
Μάσιμο Ορτάλι
Μετάφραση: Νίκος Χριστόπουλος
πηγή: Περιοδικό A rivista anarchica n. 322 http://www.arivista.org/?nr=322&pag=59.htm
Σημειώσεις του μεταφραστή:
[1] Arditi del Popolo – Αρντίτι ντελ Πόπολο (οι γενναίοι του λαού): η πρώτη αντιφασιστική οργάνωση στην ιστορία η οποία δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1921 με πρωτοβουλία ως επί το πλείστον εργατών. Συμμετείχαν αναρχικοί, κομμουνιστές (αγνοώντας τις προσταγές του Μπορντίγκα που ήταν τότε η ηγετική μορφή του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας) σοσιαλιστές (επίσης αγνοώντας την αντίθεση του κόμματος), δημοκράτες και γενικότερα αντιφασίστες, αντικαπιταλιστές και αντιμιλιταριστές εργάτες με σκοπό την αντίσταση στη βία των φασιστικών ομάδων του Μουσολίνι. Οι μόνες οργανώσεις που στήριξαν ανοικτά τους Arditi del Popolo ήταν οι αναρχικές, Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση – Unione Sindacale Italiana (USI) και η Ιταλική Αναρχική Ένωση – Unione Anarchica Italiana (UAI). Για περισσότερες πληροφορίες στα ελληνικά κυκλοφορεί το πολύ καλό βιβλίο του Andrea Staid, Arditi del Popolo – Ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στο φασισμό 1921-1922, εκδόσεις Ευτοπία, Αθήνα 2012.
[2] Ίταλο Μπάλμπο (Italo Balbo), μια από τις πιο σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες του ιταλικού φασιστικού κόμματος και ανταγωνιστής του Μουσολίνι. Ακραία συντηρητική φυσιογνωμία που αντιλαμβανόταν την πολιτική ως μορφή βίας. Ήταν ένας από τους αρχηγούς των φασιστικών ομάδων που επιτέθηκαν στην Πάρμα, ηγήθηκε των «τιμωρητικών εκστρατειών» στην κεντρική Ιταλία και υπήρξε ένας από τους τέσσερις ηγέτες (quadrumvirato) που οδήγησαν τη φασιστική πορεία στη Ρώμη. Κατόπιν έγινε υφυπουργός οικονομίας της φασιστικής κυβέρνησης, υπουργός αεροπορίας και κυβερνήτης της Λιβύης. Ήταν αντίθετος στη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο γιατί θεωρούσε ότι δεν ήταν έτοιμη. Πέθανε από λάθος της ιταλικής αεράμυνας το 1940 στο Τομπρούκ (Tobruk) της Λιβύης, κάποιοι εικάζουν χωρίς όμως να επιβεβαιώνεται ότι πρόκειται περί πολιτικής δολοφονίας.
[3] Ολτρετορέντε (Oltretorrente): λαϊκή συνοικία της Πάρμας με μια μοναδική ιστορία συνεχών λαϊκών αγώνων και εξεγέρσεων από τον 19ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1970.
[4] Γκουίντο Πιτσέλι (Guido Picelli) – [Πάρμα, Ιταλία 1889 – Γκουανταλαχάρα, Ισπανία 1937], θρυλική προσωπικότητα του ευρωπαϊκού αντιφασισμού, από την ξεχωριστή στόφα των επαναστατών που έδρασαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αρχικά ειρηνιστής οι συνθήκες ζωής του προλεταριάτου τον έκαναν να πειστεί ότι ο μόνος αποδεκτός πόλεμος “είναι εκείνος των καταπιεζόμενων ενάντια στους καταπιεστές τους”. Ιδρυτικό μέλος και ηγετική φυσιογνωμία των Arditi del Popolo, ελευθεριακό πνεύμα γκραμσιανών επιρροών, θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός του αντάρτικου πόλεων. Έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πρώτη αντιφασιστική νίκη στην παγκόσμια ιστορία κατά την εξέγερση της Πάρμας το 1922, όπως επίσης ήταν και ο πρωτεργάτης της πρώτης νίκης εναντίον των δυνάμεων του Φράνκο στο μέτωπο της Μαδρίτης στην ισπανική επανάσταση. Αρχικά σοσιαλιστής, απογοητευμένος όμως από τη στάση του σοσιαλιστικού κόμματος έγινε κατόπιν κομμουνιστής. Υπήρξε βουλευτής με μεγάλη λαϊκή απήχηση με το σοσιαλιστικό αλλά και το κομμουνιστικό κόμμα με στόχο κυρίως τη βουλευτική ασυλία από τις φασιστικές διώξεις. Το 1926 όμως, που αφαιρέθηκε η βουλευτική ιδιότητα από όλους τους βουλευτές της αριστεράς, συνελήφθη και με συνοπτικές διαδικασίες φυλακίστηκε για πέντε χρόνια. Το 1931 μετά την αποφυλάκισή του διέφυγε στη Γαλλία όπου ανέπτυξε εκ νέου πολιτική δράση με αποτέλεσμα το 1932 το γαλλικό κράτος να τον συλλάβει και να τον απελάσει. Αρχικά κατέφυγε στο Βέλγιο, επειδή όμως συμμετείχε στην ιστορική απεργία των ανθρακωρύχων της επαρχίας Μπορινάζ (Borinage) ο Πιτσέλι απελαύνεται και από το Βέλγιο. Μετά από μια περίοδο στη Γερμανία καταλήγει στη λεγόμενη Σοβιετική Ένωση. Εκεί όμως, τον περίμενε μια μεγάλη απογοήτευση: η πραγματικότητα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη από την επιμελώς κατασκευασμένη εικόνα του καθεστώτος. Κριτικό και ελευθεριακό πνεύμα, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τη σταλινική εξουσία η οποία τον έβαλε αμέσως στο στόχαστρό της. Ενώ το κομμουνιστικό κόμμα του είχε υποσχεθεί μια θέση στη Στρατιωτική Ακαδημία του Κόκκινου Στρατού τον έστειλαν να εργαστεί ως μαθητευόμενος σε ένα εργοστάσιο. Αρχειακές πηγές αποδεικνύουν την άμεση εμπλοκή του Τολιάτι στην περιθωριοποίησή του. Τελικά με την παρέμβαση του Λουίτζι Λόνγκο (Luigi Longo) αναλαμβάνει μαθήματα στρατιωτικής τακτικής και στρατηγικής στη Διεθνή Λενινιστική Σχολή και μια θέση στην οργανωτική γραμματεία του 7ου συνεδρίου της Κομιντέρν που αφορούσε τις επαφές με τους Ιταλούς πρόσφυγες. Το φθινόπωρο όμως του 1934 απρόσμενα απολύεται από τη Σχολή. Το 1935 η Κομιντέρν τον υποχρεώνει εκ νέου να επιστρέψει στο εργοστάσιο και ανακαλεί τη θέση που είχε σε αυτήν. Ο Πιτσέλι στέλνει δύο γράμματα στον Τολιάτι διαμαρτυρόμενος για την ταπεινωτική μεταχείριση και την απόλυσή του από τη Σχολή ζητώντας του να παρέμβει ώστε να επιστρέψει. Ο Τολιάτι αγνόησε το αίτημά του και του διαμήνυσε να παραμείνει στο εργοστάσιο. Τους πρώτους μήνες του 1936 κατηγορείται ότι οργάνωσε στην κατοικία του στη Μόσχα μια “φραξιονιστικη” συγκέντρωση και η πολιτική Επιτροπή του εργοστασίου τον κατηγόρησε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ένας μοναρχικός αξιωματικός χαρακτηρίζοντάς τον “φραξιονιστή και δούλο της μπουρζουαζίας”. Παρόλα αυτά ο Πιτσέλι δεν πτοήθηκε αντέδρασε με θάρρος στέλνοντας μια αποφασιστική επιστολή στην Επιτροπή του εργοστασίου:
“Ειπώθηκε ότι εγώ δεν είμαι ένας εργάτης, αλλά ένας αξιωματικός ποιος ξέρει ποιας κοινωνικής προέλευσης. Όχι, εγώ είμαι ένας εργάτης και παιδί εργατών. Ρωτήστε για μένα τις εργαζόμενες μάζες όλης της Εμίλιας, του προλεταριάτου της Ρώμης και μεγάλου μέρους της Ιταλίας. Ξεφυλλίστε μια εφημερίδα της μακράς περιόδου αγώνων ανάμεσα στο 1919 και το 1926 όταν από τη Βουλή, την πλατεία, τα οδοφράγματα, αγωνιζόμουν ενάντια στον πόλεμο, το φασισμό, για το ψωμί, για την ελευθερία της εργατικής τάξης και για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ”. Κατάλαβε όμως ότι ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και πως το προδιαγεγραμμένο μέλλον ήταν τα Γκουλάγκ. Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις είχαν ήδη αρχίσει κι ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν πολλοί Ιταλοί κομμουνιστές, όπως ο σύντροφός του στην προσφυγιά Ντάντε Κορνέλι (Dante Corneli) μέλος των Arditi και φίλος του Γκράμσι, ο οποίος κατηγορήθηκε για τροτσκισμό και κλείστηκε στα Γκουλάγκ στο στρατόπεδο της Βορκουτά στη Σιβηρία ή ο Εμίλιο Γκουαρνασκέλι (Emilio Guarnaschelli) που κατέληξε κι εκείνος στα Γκουλάγκ στο Μαγκαντάν, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε τον Απρίλιο του 1938. Προαισθανόμενος λοιπόν το μέλλον που ετοιμαζόταν και για τον ίδιο δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια, κατάφερε να στείλει ένα κείμενό του για τα γεγονότα της Πάρμας στους εξόριστους συντρόφους του από τους Arditi del Popolo στη Γαλλία με στόχο να δημοσιευθεί σε μια οποιαδήποτε γαλλική εφημερίδα. Η δημοσίευση του κειμένου έκανε γνωστή τη σπουδαία αντιφασιστική δράση του αναγκάζοντας τον κυνικό και οπορτουνιστή Τολιάτι, να καταλάβει ότι αν ο Πιτσέλι κατέληγε στα Γκουλάγκ θα ήταν δυσφήμηση για τους σταλινικούς.
Εν τέλει, χάρη σε διεθνείς πιέσεις, ο Πιτσέλι κατάφερε να φύγει με κατεύθυνση την Ισπανία για να αγωνιστεί υπέρ της επανάστασης και ενάντια στον Φράνκο. Εκεί, ενώ ήρθε σε επαφή με το POUM κι ενώ ο γραμματέας του ο Αντρές Νιν του πρότεινε τη διοίκηση ενός τάγματος, τελικά δέχτηκε να μπει στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, γνωρίζοντας τους κινδύνους μιας σταλινικής εκδίκησης, αναλαμβάνοντας αρχικά τη διοίκηση της επονομαζόμενης Φάλαγγας Πιτσέλι (500 ιταλών εθελοντών) η οποία τελικά ενσωματώθηκε στο τάγμα (επίσης ιταλών εθελοντών) Γκαριμπάλντι. Η πρώτη νίκη των αντιφασιστικών δυνάμεων στο μέτωπο της Μαδρίτης ήταν έργο του Πιτσέλι: την 1η Ιανουαρίου του 1937 επιτίθεται αιφνιδιαστικά και κατακτά το Μιραμπουένο ( Mirabueno) συλλαμβάνοντας δεκάδες φρανκιστές. Ενώ όμως η μάχη είχε τελειώσει η νίκη αμαυρώθηκε από τα “φιλικά” πυρά της ρωσικής αεροπορίας τα οποία προκάλεσαν έξι νεκρούς πυροβολώντας αναίτια τους γαριβαλδίνους. Εκείνες τις μέρες ήταν πολλοί που ανησύχησαν για το μέλλον του Πιτσέλι, όπως μαρτυρούν ο διοικητής Gustav Regler (Γκούσταβ Ρέγκλερ) και ο Ραντόλφο Πατσιάρντι (Randolfo Pacciardi) στις αναμνήσεις τους. Το τέλος ήρθε λίγες μέρες μετά στην αιματηρή μάχη της Γκουανταλαχάρα. Στις 5 Ιανουαρίου του 1937, επικεφαλής δύο σωμάτων του τάγματος Γκαριμπάλντι, ο Πιτσέλι επιτίθεται στο λόφο El Matoral, κοντά στην Αλγκόρα (Algora), αιφνιδιάζοντας τις δυνάμεις του Φράνκο. Πολλοί συλλαμβάνονται ενώ άλλοι διαφεύγουν προς το Σαν Κριστόμπαλ (San Cristobal) στο οποίο ο Πιτσέλι αποφασίζει αμέσως να επιτεθεί. Λίγες στιγμές μετά, στους πρόποδες του Σαν Κριστόμπαλ τουφεκίζεται στην πλάτη, στο ύψος της καρδιάς, κάτι το οποίο ενίσχυσε τις φήμες ότι δολοφονήθηκε από σταλινικούς. Δεν του παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. Το σώμα του εγκαταλείπεται και αναζητείται μια μέρα μετά από τον φίλο του και αξιωματικό του τάγματος Γκαριμπάλντι Τζόρτζιο Μπρατσαλάργκε (Giorgio Braccialarghe). Στην κηδεία του αποδόθηκε επίσημος χαρακτήρας σε τρεις πόλεις, τη Μαδρίτη, τη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη. Στην τελευταία συμμετείχαν πάνω από εκατό χιλιάδες άτομα. Στην επιτύμβια πλάκα την οποία οι οπαδοί του Φράνκο δύο χρόνια μετά έκαναν κομμάτια μαζί με το σώμα του Πιτσέλι, είχε γραφτεί: Στον ήρωα των οδοφραγμάτων της Πάρμας”.
[5] Πίνο Κακούτσι, Ολτρετορέντε, μια καθόλου συνηθισμένη αντιφασιστική ιστορία, εκδόσεις Απρόβλεπτες, Ιανουάριος 2019.
[6] Δεν πρέπει να συγχέεται με την ομότιτλη καθημερινή εφημερίδα Umanità Nova που ίδρυσε ο Μαλατέστα το 1920.
[7] “Σπαρμένη από ένα δάσος μαύρων και μαυροκόκκινων σημαιών, μέσα σε μια πλημμύρα από κόκκινα λουλούδια,(…), παρέλασε στους δρόμους της Βαρκελώνης η σορός ενός ήρωα: του συντρόφου Αντόνιο Τσέρι, πολίτη του κόσμου. Πόσοι έτρεξαν να αποδώσουν τιμή στον τολμηρό μαχητή; Δεν μπορούμε να το πούμε με ακρίβεια. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι ως εκεί που έφτανε το μάτι ήταν αδύνατο να περιλάβει την απεραντοσύνη της νεκρικής πομπής. (…). Χιλιάδες επί χιλιάδων, σιωπηλοί και συγκινημένοι, οι πολίτες της Βαρκελώνης παρατάχθηκαν δεξιά κι αριστερά στο πέρασμά της σορού, την οποία βαστούσαν στις πλάτες τους σύντροφοι που είχαν κατέβει από τα μέτωπα” (απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο Η κηδεία του Αντόνιο Τσέρι, «Guerra di Classe», 1η Μαΐου 1937).