Το τελευταίο διάστημα καλούμαστε όλο και πιο πολύ να διαχειριστούμε το βάρος της ραγδαίας αύξησης των ενοικίων, συνθήκη που μας αφαιρεί φανερά από την αξιοπρεπή μας διαβίωση. Για την κοινωνική πλειοψηφία, η πραγματικότητα είναι πως πάνω από το μισό του εισοδήματος εξανεμίζεται για την ενοικίαση κατοικίας. Ειδικά την τελευταία δεκαετία, η κατάσταση έχει γίνει εκρηκτική. Οι αυξήσεις των ενοικίων είναι μία συνολικότερη συνθήκη που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια και συμβαίνει σταδιακά, δεν είναι απλά απόρροια του πρόσφατου κύματος της ακρίβειας.
Η αύξηση των ενοικίων, που συνεπάγεται την αδυναμία ενοικίασης αξιοπρεπούς κατοικίας για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι απόρροια μια σειράς συμφερόντων που εξυπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο και την κρατική διαχείριση των πληθυσμών.
Πρώτα από όλα, από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της εποχής των μνημονίων, η χορήγηση δανείων για την ανοικοδόμηση στέγασης τόσο από πλευράς τραπεζών (που πλέον ζητούν το 25%-30% ιδία συμμετοχή από τον δανειολήπτη στην αγορά του ακινήτου) όσο και από πλευράς δανειοληπτών έχει γίνει -αν όχι αδύνατη- πολύ περιορισμένη. Έτσι, η ενοικίαση κατοικίας είναι μονόδρομος. Ως εκ τούτου, η ζήτηση μοιραία αυξάνεται δραματικά και ανάλογα διαμορφώνονται και οι τιμές της αγοράς.
Στην αύξηση της ζήτησης ενοικίασης κατοικίας συνυπολογίζουμε, φυσικά, και άλλους παράγοντες. Οι συνεχόμενες καπιταλιστικές κρίσεις, η ανεργία, η δυνατότητα εξεύρεσης μιας θέσης εργασίας, η ευκολότερη πρόσβαση σε ιατρικές δομές αλλά και δομές κοινωνικής Πρόνοιας δημιουργούν εκατομμύρια εσωτερικούς μετανάστες με αποτέλεσμα τη δημιουργία πόλεων – τεράτων (Παρίσι, Λονδίνο κ.λπ.). Ταυτόχρονα, οι πόλεμοι φέρνουν εκατομμύρια προσφύγων από τις εμπόλεμες ζώνες σε αναζήτηση μιας ασφαλέστερης ζωής. Οι νέες εργασιακές συνθήκες με βραχυπρόθεσμα συμβόλαια δημιουργούν ένα συνεχώς μετακινούμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο έχει ανάγκη στέγασης (κυρίως σε μικρά επιπλωμένα διαμερίσματα για 3 με 6 μήνες), ενώ οι φοιτητές διαμορφώνουν τις ανάγκες για σπίτια σε πολλές περιοχές που υπάρχουν ακαδημαϊκοί χώροι.
Ταυτόχρονα, τα δεδομένα στην ελληνική κτηματαγορά σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά σε σχέση με παλιότερα. Πρόκειται για έναν κλάδο που τα μνημονιακά χρόνια, ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα 2009-2014, απώλεσε σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και το 40% των αξιών του, ενώ παράλληλα η ζήτηση για κατοικίες καταποντίστηκε. Η άμεση ανάγκη για στέγαση, η συσσωρευμένη ζήτηση, η μη ύπαρξη νέων οικοδομών προς μίσθωση και ταυτόχρονα η χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων από τα τραπεζικά ιδρύματα, σε συνάρτηση με τους σημερινούς μισθούς και την αύξηση των εξόδων για τον οικογενειακό προϋπολογισμό με έμμεσους ή/και άμεσους φόρους μέσα στη δεκαετία, οδήγησαν στη σημερινή εικόνα της κτηματαγοράς όσον αφορά τα ενοίκια.
Εκτός από την οικονομική συρρίκνωση των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων, η ίδια η λειτουργία της αγοράς κατοικίας συμπιέζει ακόμα περισσότερο τα νοικοκυριά, εμποδίζοντάς τα να έχουν πρόσβαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες κατοικίας. Τελικά η αγορά αποτυγχάνει να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες των πλατειών στρωμάτων, καθώς οι τιμές αγοράς και ενοικίασης κατοικίας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και ο τραπεζικός δανεισμός για την απόκτηση κατοικίας έχει πλέον γίνει απρόσιτος. Αναδεικνύεται, μάλιστα, μία μεγάλη αντίφαση με σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις: ενώ οι στεγαστικές ανάγκες είναι μεγάλες, το στεγαστικό απόθεμα που μένει χωρίς χρήστες είναι ιδιαίτερα μεγάλο και, έτσι, έχουμε φαινόμενα κερδοσκοπίας.
Φυσικά, η διαμόρφωση των ενοικίων των διαμερισμάτων διαμορφώνεται και από τα κτηματομεσιτικά μονοπώλια (Real Estate) που επενδύουν, αγοράζοντας χιλιάδες διαμερίσματα (τάση που υπάρχει και στο κέντρο της Αθήνας τα τελευταία χρόνια και έχει ενταθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της βραχυπρόθεσμης μίσθωσης [Airbnb]) και στοχεύουν στο -συνεχώς αυξανόμενο- κέρδος.
Οφείλουμε να πούμε πως πάντα, ακόμα και σε άλλο χρόνο και σε άλλους τόπους, παρατηρείται κρίση της κατοικίας και αδυναμία ύπαρξης των πληβείων στις σύγχρονες πόλεις. Ωστόσο, σήμερα οι αυξήσεις-ειδικά σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας και πέριξ αυτών-είναι τρομακτικές και ραγδαίες με βασική επιρροή στην αύξηση αυτή να έχει η διάδοση του Airbnb, στο ευρύτερο πλαίσιο που διαμορφώνει η τουριστικοποίηση των γειτονιών.
Τα τελευταία λίγα χρόνια, κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών ενοικίασης παίζουν τα Airbnb. Μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τουριστικοποίησης των γειτονιών του κέντρου που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια ως πηγή εσόδων σε περιόδους κρίσης αναπτύχθηκε και η βραχυπρόθεσμη μίσθωση διαμερισμάτων. Ταυτόχρονα με αυτό επικράτησε και η λογική της επίσκεψης μιας πόλης και η διαμονή εκεί σαν ντόπιος με αποτέλεσμα η διάθεση των επισκεπτών να μείνουν σε γειτονιές του κέντρου σε κανονικά διαμερίσματα να είναι η επικρατέστερη.
Επιπλέον, το πόσο αγκαλιάστηκε και αναπτύχθηκε η πλατφόρμα από τους χρήστες (ενοικιαστές και ιδιοκτήτες) βασίζεται αφενός στην ύπαρξη κενού κτιριακού αποθέματος και δυνατότητας μεγαλύτερου εισοδήματος από αυτό διαμέσου της πλατφόρμας και αφετέρου από την ανάγκη για οικονομικές διακοπές σε περιόδους κρίσης και ακραίας εργασιακής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με έρευνα της ίδιας της εταιρείας της Airbnb, το 91% των ταξιδιωτών ταξιδεύουν 2,1 φορές περισσότερο από τους τουρίστες που δεν επιλέγουν αυτό τον τρόπο διαμονής, ενώ το 26% δήλωσαν δεν θα επισκέπτονταν την Αθήνα ή δεν θα έμεναν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη πλατφόρμα.
Στην πορεία και την εξέλιξη του Airbnb μπήκαν και πάλι οι Μεγάλες εταιρείες Real Estate και οι μεγάλοι επενδυτές αγοράζοντας μαζικά ακίνητα εγκαταλελειμμένα προς εκμετάλλευση μέσω της πλατφόρμας. Όλα αυτά διαμόρφωσαν γειτονιές-τόπους με περιφερόμενες βαλίτσες.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν μπορούμε να βλέπουμε την αύξηση των ενοικίων αποκομμένη από τις στρατηγικές που υπάρχουν για την πόλη και τη διαμόρφωσή της και δεν μπορούμε να βλέπουμε τη διαμόρφωση της πόλης αποκομμένη από τις ανάγκες κίνησης του κεφαλαίου και διαχείρισης πληθυσμών για τον σκοπό αυτόν. Και δεν πρέπει να την βλέπουμε αποκομμένη γιατί η οποιαδήποτε ανάγνωση μιας κρίσης οφείλει να στοχεύει στην ουσιαστική επίλυσή της. Ο χώρος είναι παράγωγο των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών της κάθε εποχής. Έτσι, ο χώρος μεταβάλλεται με βάση τις ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετήσει για την εύρυθμη κίνηση του κεφαλαίου. Η παραγωγή και η διαμόρφωση του χώρου δεν καθορίζονται από τους κατοίκους της αλλά από άλλους εξωτερικούς, κατά μία έννοια, παράγοντες.
Με άλλα λόγια, μια σειρά συμφερόντων διαφόρων μικροκεφαλαίων διαμορφώνουν το πεδίο αύξησης των ενοικίων αλλά ταυτόχρονα η συνθήκη αυτή είναι μια συνθήκη που διευκολύνει την διαχείριση των από τα κάτω, υπό την έννοια πως είναι πληθυσμοί που μπορούν ανά πάσα στιγμή και ανά πάσα βούληση να μετακινηθούν προκειμένου να μην προκαλέσουν αναταραχές και από την άλλη είναι μια συνθήκη που αναγκάζει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες να δουλεύουν για να επιβιώνουν, μια ζωή στείρα που η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι το μόνο ζητούμενο, μια ζωή δική μας, όπως, όμως, την ονειρεύονται οι κυρίαρχοι.
«Δεν είναι η λύση του ζητήματος της κατοικίας που λύνει ταυτόχρονα και το κοινωνικό ζήτημα, αλλά αντίθετα πρώτα η λύση του κοινωνικού ζητήματος, η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κάνει σύγχρονα δυνατή τη λύση του ζητήματος της κατοικίας. […] Και όταν θα αρχίσει αυτή η κατάργηση τότε θα πρόκειται για εντελώς διαφορετικά ζητήματα, από το πώς θα δώσουμε στον κάθε εργάτη το δικό του ιδιόκτητο σπιτάκι. Στην αρχή όμως κάθε κοινωνική επανάσταση θα πρέπει να τα βολέψει με τα πράγματα που θα βρει και να θεραπεύσει τα πιο χτυπητά δεινά με τα μέσα που υπάρχουν. Και εδώ είδαμε, ότι η στενότητα της κατοικίας μπορεί να θεραπευτεί αμέσως με απαλλοτρίωση ενός μέρους των κατοικιών πολυτελείας που ανήκουν στις ιδιοκτήτριες τάξεις και με την υποχρεωτική κατοίκηση στις υπόλοιπες».
Φ. Ένγκελς, Για το ζήτημα της κατοικίας
Το ζήτημα της κατοικίας δεν είναι ζήτημα των ειδικών για να το επιλύσουν, δεν είναι ζήτημα των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόμων και των σχεδιαστών, είναι ζήτημα όλης της κοινωνίας. Μέχρι να φτιάξουμε έναν κόσμο με στέγη, τροφή, υγεία, παιδεία και ελευθερία για όλους…
Μαρία Μ.