
Παρακάμπτοντας τις μαζικές αντιδράσεις του κλάδου, που εκφράστηκαν από πέρυσι με ποικίλους τρόπους -μαζική συμμετοχή σε γενικές απεργίες, αποχές και στάσεις εργασίας από τις διαδικασίες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών μονάδων, αποχή από τις εκλογές των αιρετών ή ακόμη και με την άστοχη πρακτική της κατάθεσης ενιαίων κειμένων στα ζητούμενα πεδία της αξιολόγησης σχολικών μονάδων- το κράτος κλιμακώνει την επίθεσή του απέναντι στους εκπαιδευτικούς, με την ατομική αξιολόγηση αυτών και του ειδικού προσωπικού των σχολείων, σήμερα, να βρίσκεται προ των πυλών. Ήδη, μέσα στο μήνα, έχει ζητηθεί από στελέχη της εκπαίδευσης να προχωρήσουν τις σχετικές διαδικασίες, ξεκινώντας από τους νεοδιόριστους, για τους οποίους προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία μονιμοποίησής τους, προαπαιτούμενη θεωρείται πλέον η αξιολόγησή τους.
Μιλάμε για μια ξεκάθαρα εκβιαστική πολιτική και πρακτική, με την οποία το κράτος θέτει σε ομηρία χιλιάδες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σύμφωνα με το εργασιακό καθεστώς του υπόλοιπου δημοσίου, θα έπρεπε ήδη μετά τα 2 χρόνια εργασίας τους ως δόκιμοι να έχουν μονιμοποιηθεί, αποκτώντας την οργανική τους θέση. Παρόλα αυτά, το κράτος, χρησιμοποιώντας τους ως δούρειο ίππο εφαρμογής των αντιεκπαιδευτικών νόμων που ψηφίστηκαν το τελευταίο διάστημα και δη του ν. 4823 της υποβάθμισης και διάλυσης του δημόσιου σχολείου, «πάγωσε» τις συγκεκριμένες προσλήψεις που τόσο επευφημούσε, εκβιάζοντάς τους πως, αν δεν προχωρήσει η διαδικασία της ατομικής τους αξιολόγησης, όχι μόνο δεν θα μονιμοποιηθούν, αλλά θα έρθουν αντιμέτωποι και με πειθαρχικές κυρώσεις. Τόση χυδαιότητα που ακόμα και η ΟΛΜΕ αναγκάστηκε να προχωρήσει στην έκδοση σχετικής ανακοίνωσης. Ενδεχόμενη αρνητική αξιολόγησή τους σημαίνει ότι παραμένουν δόκιμοι, υποχρεούμενοι σε διαδικασία επιμόρφωσης το επόμενο έτος, μην έχοντας δικαίωμα σε μισθολογική εξέλιξη, ενώ την επόμενη χρονιά θα πρέπει να επαναξιολογηθούν, μήπως και καταφέρουν να κριθούν αυτή τη φορά ικανοποιητικοί, σύμφωνα πάντα με τα στάνταρ που θέτει το ΥΠΑΙΘ. Αν και πάλι δεν αξιολογηθούν θετικά, αιωρείται πλέον η τύχη τους, με το ενδεχόμενο της απόλυσης να παραμένει ορθάνοιχτο. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για εργαζομένους που για πάνω από 10 χρόνια αποτελούν οργανικό κομμάτι του κλάδου, γυρνώντας όλη τη χώρα, προσφέροντας σε πλήθος σχολείων, υπό τρομερά απαιτητικές συνθήκες διαβίωσης και ελαστικής εργασίας. Αφού ολοκληρωθεί με fast track διαδικασίες αυτή η φάση, ακολουθούν οι «παλαιοί» μόνιμοι και οι αναπληρωτές, αλλά και η πλήρης εφαρμογή της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων -που επιχειρείται να εφαρμοστεί από πέρυσι-, ολοκληρώνοντας το παζλ των επιταγών του συστήματος.
Άραγε ποιοι είναι εκείνοι που θα αξιολογήσουν τους εκπαιδευτικούς και ποια τα κριτήριά τους; Η απάντηση έχει δοθεί από την πλευρά του υπουργείου, καθώς σειρά πολιτικών διαχειριστών έχει φροντίσει να στρώσει το έδαφος στους επίδοξους «αξιολογητές», τα πρόθυμα στελέχη και πιστούς ακόλουθους αντικοινωνικών και αντιεκπαιδευτικών πολιτικών. Ανθρώπους που βέβαια ουδεμία σχέση έχουν με τις πραγματικές ανάγκες του σχολείου και την καθημερινότητά του, που δεν έχουν καμία επαφή με τάξη και μαθητές, είναι όμως ειδήμονες στη χειραγώγηση, με όπλα άξονες επί αξόνων, όπως υπέδειξε η τεράστια προφόρμα του ΥΠΑΙΘ.
Η αξιολόγηση είναι μια δυσοίωνη εικόνα από το μέλλον. Είναι η κατηγοριοποίηση των εργαζομένων και των σχολειών, η ατελείωτη χαρτούρα και οι εξωδιδακτικές συναντήσεις, το κυνήγι προσόντων ώστε να επικρατήσει ο κανιβαλισμός στον κλάδο -μια και ο μόνος στόχος ενός εκπαιδευτικού θα είναι να κυνηγάει στόχους και επιδόσεις γεμίζοντας τον αξιολογικό του φάκελο-, η ελαστική εργασία και οι απολύσεις, η ομηρία σε εξευτελιστικούς μισθούς, η πειθάρχηση και ο έλεγχος στις επιταγές του κράτους και στις ορέξεις του κεφαλαίου. Ας μην ξεχνάμε πως την ίδια στιγμή που το κράτος εκβιάζει για αξιολόγηση, έχει ήδη προχωρήσει στη μετατροπή του σχολείου σε ένα ατελείωτο εξεταστικό κέντρο με υπέρογκη ύλη, προχωρώντας στην εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων και των εξετάσεων PISA. Επιμένει εμμονικά στην εφαρμογή της τηλε-«εκπαίδευσης», που έχει αποσυγκροτήσει μια ολόκληρη μαθητική γενιά, ένα πολυεργαλείο καταστρατήγησης εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και τσακίσματος των μαθητικών αντιστάσεων, ενώ επιδεικτικά ενισχύει το σχολείο των ταξικών φραγμών και των αποκλεισμών. Και όλα αυτά, με τις ελλείψεις σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό να πληθαίνουν, μαθητές να στοιβάζονται στις τάξεις ο ένας πάνω στον άλλον και κτήρια να πλημμυρίζουν ή να καταρρέουν, αποδεικνύοντας περίτρανα την υποκρισία του συστήματος που τάχα… «μεριμνεί» για την παιδεία.
Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως με αυτόν τον τρόπο και μέσα σε τόσα άλλα που συμβαίνουν και με τα οποία το κράτος επιτίθεται με μανία σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, επιχειρείται η πλήρης εφαρμογή των αντικοινωνικών, αντεργατικών πολιτικών, τόσο στο πεδίο της εκπαίδευσης, όσο και συνολικά σε κάθε έκφανση της ζωής μας.
Στον αντίποδα, αναβρασμός επικρατεί στον κλάδο, ο οποίος ψάχνει να βρει τα πατήματά του, παίρνοντας τη σκυτάλη από τις κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, ώστε η αξιολόγηση να ανατραπεί. Οι γενικές συνελεύσεις των σωματείων, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, φαίνεται να ζωντανεύουν, αναζητώντας τις επόμενες κινητοποιήσεις. H 24ωρη απεργία της 15ης Φλεβάρη χαρακτηρίστηκε από μεγάλη απεργιακή συμμετοχή και μαζικές, ζωντανές συγκεντρώσεις εκπαιδευτικών, τόσο στις μεγάλες πόλεις, όσο και σε μικρότερες επαρχιακές. Είναι μια καλή αρχή, με το στοίχημα πάντα να βρίσκεται στο κατά πόσο η βάση θα καταφέρει να ξεπεράσει τον κρατικό – εργοδοτικό συνδικαλισμό της συναίνεσης και της υποταγής των ηγεσιών σε ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, που για ακόμη μία φορά στέκεται απέναντι στις πραγματικές ανάγκες και τα αιτήματα του κλάδου.
Ενδεικτική και, σύμφωνα με την προϊστορία της, εντελώς αναμενόμενη, στην περίπτωση της ΟΛΜΕ, η «κλιμάκωση» με απόφαση του ΔΣ της 16ης Φλεβάρη (πλειοψηφία ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ) για επόμενη συνέλευση προέδρων στις… 11 Μάρτη (!) και στο ενδιάμεσο… διαδικτυακές περιφερειακές συσκέψεις (!), αλλά και η συνάντηση με Κεραμέως – Κόπτση της 17ης Φλεβάρη, όπου εισέπραξε βέβαια μία ακόμα μεγαλοπρεπή χυλόπιτα για να προσθέσει στην πλούσια συλλογή της των τελευταίων ετών.
Πρωτοβουλίες, δικτυώσεις και συλλογικοποιήσεις που έχουν σχηματιστεί πανελλαδικά και κατά τόπους, είναι αναγκαίο να γίνουν υποκείμενα της αντίστασης, να πιέσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία για αγωνιστικές αποφάσεις, αλλά και για τον συντονισμό τους, αναζητώντας τρόπους οργάνωσης από τα κάτω ενός συνολικού, εξωστρεφή, ανυποχώρητου αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση και την αντιεκπαιδευτική πολιτική.
Παρά την επίθεση του κράτους και των μηχανισμών του με όλους τους δυνατούς τρόπους -νομικά και μη- απέναντι στις αποφάσεις των σωματείων, η μάχη είναι μπροστά μας και θα απασχολήσει το επόμενο διάστημα. Η μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες των σωματείων τους και η ενίσχυσή τους, η μαζική συμμετοχή σε απεργίες και διαδηλώσεις, η συγκρότηση δραστήριων και μαχητικών απεργιακών επιτροπών, η υιοθέτηση αγωνιστικών αποφάσεων που θα ξεπεράσουν τις πολιτικές και συνδικαλιστικές εκείνες δυνάμεις, που είναι είτε πλήρως υποταγμένες είτε αποπροσανατολίζουν συνειδητά κεντροβαρίζοντας στις κάλπες, είτε και τα δύο, σφυρίζοντας για παύση και αδράνεια, τασσόμενες απέναντι στις ανάγκες του κλάδου και η προοπτική συλλογικοποίησης του αγώνα με όλα τα κοινωνικά και ταξικά κομμάτια της βάσης, είναι στοιχήματα που πρέπει να κερδηθούν, αν θέλουμε να μιλήσουμε για νικηφόρα προοπτική. Ενός αγώνα που ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να δοθεί βέβαια μόνο από τους νεοδιόριστους, αλλά οφείλει να δοθεί με την ίδια ένταση από ολόκληρο τον κλάδο, γιατί αφορά άμεσα ολόκληρο τον κλάδο.
Παραμένει, λοιπόν, το ζητούμενο της μετατροπής της συσσωρευμένης αγανάκτησης και οργής που επικρατεί στα σχολεία, σε συλλογικό αγώνα ριζοσπαστικού και διαρκούς χαρακτήρα, που θα συνδεθεί με τους ευρύτερους ταξικούς – κοινωνικούς αγώνες. Η ήττα, στη φάση αυτή, σημαίνει μεγάλη υποχώρηση σε δικαιώματα και κατακτήσεις. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει τέτοιο περιθώριο. Αντίθετα, αν το στοίχημα κερδηθεί, θα έχει κερδηθεί μια σημαντική μάχη απέναντι στη βάρβαρη πολιτική του κράτους και του κεφαλαίου, τόσο όσον αφορά την εκπαίδευση όσο και συνολικά ολόκληρη την κοινωνία.
Κυριακή Β.
Γιάννης Β.