του Matt Crossin, περιλαμβάνεται στη σειρά άρθρων «Κριτικές σημειώσεις για τις εξελίξεις στο αναρχικό κίνημα»
που δημοσιεύτηκαν στο https://www.redblacknotes.com/

Δεν είναι ασυνήθιστο, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, ο αναρχισμός να ορίζεται ως μια ιδεολογία που βασίζεται στην «άμεση δημοκρατία», τη λήψη αποφάσεων με συναίνεση και τη διατήρηση «οριζόντιων» (δηλ. «μη ιεραρχικών») κοινωνικών σχέσεων, ιδιαίτερα σε αυτόνομες ζώνες ή δημόσιους χώρους.
Αυτή η προσέγγιση του αναρχισμού είναι ασυνήθιστη καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο του ορισμού του την προσκόλληση σε πολύ συγκεκριμένες μορφές διαδικασίας και διαπροσωπικής συμπεριφοράς ενώ υποβαθμίζει τους πολιτικούς σκοπούς που ένα «οριζόντιο» κίνημα θα πρέπει να προσπαθεί να εδραιώσει. Από αυτή την οπτική γωνία, η ανακατάληψη του δημόσιου χώρου ως ευκαιρία για τη διεξαγωγή μη ιεραρχικών ανοιχτών συνελεύσεων, όπου μπορούμε να βγάζουμε αποφάσεις με συναίνεση, είναι, από μόνη της, «αναρχική» – ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τέτοιων διαδικασιών.
Αυτό έχει ελάχιστη σχέση με την κλασική, μαζική-αναρχική παράδοση και την πολιτική του επαναστατικού σοσιαλισμού. Είναι, αντίθετα, μια προσέγγιση που περιγράφεται καλύτερα ως εμπίπτουσα στη σημαία του «νεοαναρχισμού» (ή του «μικρού αναρχισμού»). Ο νεοαναρχισμός είναι μια σύγχρονη αντίληψη του αναρχισμού που ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τα φεμινιστικά και πασιφιστικά κινήματα της δεκαετίας του ‘70, το οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του ‘80, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του ‘90 και την εξέγερση της Αργεντινής το 2001 η οποία επινόησε τον όρο horizontalidad («οριζοντιότητα») για να περιγράψει την απόρριψη από το κίνημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τη χρήση γενικών συνελεύσεων για τον συντονισμό της δράσης και τη μετατροπή εγκαταλελειμμένων ή χρεοκοπημένων εργοστασίων σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις.
Πάρτε, για παράδειγμα, την επιμονή των νεοαναρχικών στη χρήση της συναινετικής λήψης αποφάσεων. Αν και η συναίνεση (ή «ομοφωνία», όπως ονομαζόταν χαρακτηριστικά) ήταν μερικές φορές χαρακτηριστικό γνώρισμα των αναρχικών πολιτικών οργανώσεων και συχνά θεωρούνταν ως ένας ιδανικός τρόπος για να λειτουργήσει κανείς στο πλαίσιο μιας συντροφικής συνέλευσης, ποτέ δεν ήταν θεμελιώδες συστατικό του αναρχικού κινήματος. Οι αναρχικοί έχουν γενικά συμφωνήσει ότι η κατάλληλη μορφή λήψης αποφάσεων εξαρτάται από τις σχετικές περιστάσεις, και συχνά υποστηρίζουν παραλλαγές της πλειοψηφικής ψηφοφορίας, ιδιαίτερα σε μαζικές οργανώσεις που βασίζονται σε διαφορετικά κοινά σημεία εκτός από τη στενή ιδεολογική συγγένεια, όπως τα συνδικάτα. Το επίκεντρο για τους αναρχικούς δεν ήταν γενικά ο τρόπος λήψης αποφάσεων, αλλά οι αρχές του ελεύθερου συνεταιρίζεσθαι και η αλληλεγγύη. Επιπλέον, αν και οι αναρχικοί ανέκαθεν τόνιζαν το δικαίωμα της μειοψηφίας να είναι απαλλαγμένη από τον καταναγκασμό της πλειοψηφίας, είναι ακόμη πιο σημαντικό η μεγάλη πλειοψηφία να είναι απαλλαγμένη από την επιβολή και τις δολιοφθορές της μειοψηφίας. Όπως έγραψε ο Malatesta στο φυλλάδιό του Between Peasants: A Dialogue on Anarchy : «γίνονται όλα για να επιτευχθεί ομοφωνία, και όταν αυτό είναι αδύνατο, κάποιος θα ψήφιζε και θα έκανε ό, τι ήθελε η πλειοψηφία ή αλλιώς θα έδινε την απόφαση στα χέρια ενός τρίτου που θα ενεργούσε ως διαιτητής, σεβόμενος το απαραβίαστο των αρχών της ισότητας και της δικαιοσύνης στην οποία βασίζεται η κοινωνία».
Απαντώντας στην ανησυχία για δολιοφθορές της μειοψηφίας, συνεχίζει δηλώνοντας ότι μια τέτοια κατάσταση θα ήταν «αναγκαίο να αναλάβουμε αναγκαστικά μέτρα, γιατί αν είναι άδικο ότι η πλειοψηφία καταπιέζει τη μειοψηφία, δεν είναι πια δίκαιο να συμβεί το αντίθετο. Και όπως η μειοψηφία έχει το δικαίωμα της εξέγερσης, έτσι και η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα της υπεράσπισης ή -αν δεν σε προσβάλλει η λέξη-, της καταστολής».
Όσο για τις «αυτόνομες ζώνες» και την τακτική της ανακατάληψης δημόσιων χώρων (όπως φαίνεται και στο κίνημα Occupy στις ΗΠΑ) – εδώ δεν έχουμε καμία σχέση με τον αναρχισμό ως επαναστατική παράδοση και αποτελεί ένα παράδειγμα τακτικής που έχει επανειλημμένα δείξει την αδυναμία του να πραγματώσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις , πόσο μάλλον να φέρει επανάσταση στην παραγωγή και να καταστρέψει το Κράτος.
Τα θεμελιώδη αδιέξοδα και οι περιορισμοί που προκύπτουν από την «κατάληψη δημόσιων χώρων» ή την «αυτόνομη ζώνη» και οι ήττες που ακολούθησαν από αυτούς τους περιορισμούς, οδήγησαν ορισμένους πρώην υποστηρικτές της στρατηγικής αυτής να κάνουν μια αξιοσημείωτη μετάβαση από τον νεοαναρχισμό στον κοινοβουλευτισμό. Αν και ανεξήγητη σε ορισμένους εξωτερικούς παρατηρητές, η μετάβαση γίνεται εύκολα κατανοητή όταν θεωρήσουμε την ιδιόμορφη αντίληψη του νεοαναρχισμού για «άμεση δημοκρατία» ή «οριζόντια οργανωμένους χώρους», ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του αναρχισμού χωρίς να τον αντιλαμβανόμαστε ως τη θεωρία της ελευθεριακής επανάστασης κατά του κράτους και του κεφαλαίου.
Αν δεχθούμε την ιδέα του αναρχισμού όπως προτείνεται από τους νεοαναρχικούς, δεν υπάρχει θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ του αναρχισμού και της ανάμειξης στην κοινοβουλευτική πολιτική. Εάν το πολιτικό κόμμα είναι αμεσοδημοκρατικό, αποτελείται από κοινωνικά κινήματα και είναι προσηλωμένο σε οριζόντιες διαπροσωπικές σχέσεις, τι διαφορά έχει εάν η απόφαση που λαμβάνεται (ιδανικά με συναίνεση) είναι η εκστρατεία υπέρ των πολιτικών υποψηφίων ή ακόμη και η διοίκηση του κράτους;
Το έχουμε δει αυτό με τα λεγόμενα «Κινήματα των Πλατειών» στην Ευρώπη. Ακτιβιστές που συμμετείχαν στο κίνημα 15M (ή «Αγανακτισμένοι») στην Ισπανία εγκατέλειψαν την απαξίωση όλων των πολιτικών (σ.τ.μ. κομμάτων) ( «Que nos representan!» – «Δεν μας εκπροσωπούν!») με το σχηματισμό των Podemos και διάφορων άλλων «λαϊκίστικων» κομμάτων.
Παρόμοια τροχιά ακολούθησε και ο ανθρωπολόγος David Graeber προς το τέλος της ζωής του. Ο Γκρέμπερ – επιφανής φιγούρα του Occupy Wall Street και, πριν από αυτό, συμμετέχων στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης – δεν είδε προφανώς καμία αντίφαση μεταξύ του δηλωθέντος (νεο)αναρχισμού του και των προσπαθειών του να ενταχθεί στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα για να υποστηρίξει τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Συγκεκριμένα, ο Graeber ήταν ενθουσιασμένος με την οργάνωση Momentum που συνδέεται με τους Εργατικούς. Αποτέλεσμα της εκστρατείας για την επικράτηση του Κόρμπιν, ήταν η συγκρότηση μιας μοναδικής προσπάθειας συγχώνευσης ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού κινήματος με ένα παραδοσιακό κοινοβουλευτικό κόμμα.
Πιο πρόσφατα γίναμε μάρτυρες του παραλογισμού ενός αυτοαποκαλούμενου «ελευθεριακού σοσιαλιστή», του Γκάμπριελ Μπόριτς (ο οποίος διαφημίζει τη συσχέτισή του με το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα της Χιλής), ο οποίος ανέβηκε στην προεδρία μετά από μια μαχητική λαϊκή εξέγερση.
Η ζημιά που προκλήθηκε από αυτές τις υποτιθέμενες «μοναδικές» προσπάθειες να μεταφραστεί η «οριζοντιότητα» του νεοαναρχισμού σε κομματική μορφή –η οποία, στην πραγματικότητα, ελάχιστα διαφέρει από την ιστορική προσέγγιση που προσφέρουν οι μαρξιστές ως εναλλακτική στον αναρχισμό– έχει περιγραφεί καλά αλλού, και δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τις λεπτομέρειες εδώ. Αρκεί να πούμε ότι σε κάθε περίπτωση υπήρχε γραφειοκρατία, προσαρμογή στις ανάγκες διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους (ή ακόμα και απλώς προσπάθεια για τη διαχείρισή του) και μηδενική ενδυνάμωση των εργαζομένων ενάντια στα αφεντικά.
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να «προεικονίσουμε» πλήρως την αναρχία και τον κομμουνισμό μέσα από «άμεσοδημοκρατικούς» χώρους «αυτονομίας». Ο αναρχισμός απαιτεί συγκεκριμένο αναρχικό κίνημα και αναρχική πρακτική. Αν και πρέπει οπωσδήποτε να οργανωθούμε από κάτω προς τα πάνω, με μια συνεπή φεντεραλιστική δομή, δεν μπορούμε απλώς να υλοποιήσουμε το ιδανικό μας «ζώντας αναρχικά» ή σχετιζόμενοι ο ένας με τον άλλον όσο το δυνατόν πιο «οριζόντια». Ομοίως, το περιεχόμενο του αναρχισμού δεν μπορεί να περιοριστεί στη δομή του κινήματός μας – το περιεχόμενο της επαναστατικής ταξικής πάλης του πρέπει να διατηρηθεί. Για να αναφέρω τον Luigi Fabbri:
«Αν ο αναρχισμός ήταν απλώς μια ατομική ηθική, που έπρεπε να καλλιεργηθεί μέσα στον εαυτό του, και ταυτόχρονα να προσαρμοστεί στην υλική ζωή σε πράξεις και κινήματα αντίθετα με αυτόν, θα μπορούσαμε να ονομαζόμαστε αναρχικοί και να ανήκουμε στα πιο διαφορετικά κόμματα; και τόσοι πολλοί θα μπορούσαν να ονομαστούν αναρχικοί που, αν και είναι πνευματικά και διανοητικά χειραφετημένοι, είναι και παραμένουν, πρακτικά, εχθροί μας. Αλλά ο αναρχισμός είναι κάτι άλλο… προλεταριακός και επαναστατικός, ενεργή συμμετοχή στο κίνημα για την ανθρώπινη χειραφέτηση, με αρχές και στόχους που είναι ισότιμοι και ελευθεριακοί ταυτόχρονα. Το πιο σημαντικό μέρος του προγράμματός του δεν συνίσταται αποκλειστικά στην ουτοπία, που θέλουμε να γίνει πραγματικότητα, μιας κοινωνίας χωρίς αφεντικά και χωρίς κυβερνήσεις, αλλά κυρίως στην ελευθεριακή αντίληψη της επανάστασης, της επανάστασης ενάντια στο κράτος και όχι διαμέσου του κράτους».
Μετάφραση: Δήμος Π.