Η αλήθεια είναι πως η Urusla K. Le Guin δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Οι περισσότεροι απ’ όσους ασχολούνται με τον κόσμο του λογοτεχνικού βιβλίου, την έχουν λίγο ή πολύ ακουστά. Οι ενδιαφερόμενοι για την πολιτική λογοτεχνία σίγουρα θα γνωρίζουν –εάν δεν έχουν διαβάσει– το σημαδιακό «Ο αναρχικός των δύο κόσμων», ένα από τα διασημότερα έργα τόσο της ίδιας όσο και της επιστημονικής φαντασίας στο σύνολό της. Οι λάτρεις της ηρωικής φαντασίας θα την ξέρουν από το «Έπος της Γαιοθάλασσας», μια σειρά διόλου ηρωικών και επικών βιβλίων που αμφισβητούν και αποδομούν μαεστρικά τις παραπάνω αξίες με την τόσο χαρακτηριστική, ευαίσθητη λυρικότητα της συγγραφέα. Βραβευμένη και πολυδιαβασμένη, με την πλειονότητα των μυθιστορημάτων της μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες, παρόλα αυτά η Le Guin παραμένει μια δημιουργός της οποίας το έργο διατηρεί την αξία του μακριά από επίσημες αναγνωρίσεις και διακρίσεις, πέρα από το εσωτερικής κατανάλωσης, ακίνδυνο ακαδημαϊκό πλαίσιο στο οποίο –δυστυχώς– συνηθίζουν να κινούνται πολλοί από τους μεγαλύτερους συγγραφείς και ποιητές.
Ηλικιακά μα και συγγραφικά η Le Guin ανήκει στη γενιά εκείνη των –κατά βάση αμερικανών και βρετανών– συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας που αποκαλούνται Νέο Κύμα. Δραστηριοποιούμενοι κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, χαρακτηρίζονται από έντονη κοινωνική ανησυχία και πολιτικοποίηση, καθώς και από τη μετάβαση του ενδιαφέροντος από το αχανές σύμπαν στη γη, εξετάζοντας όχι τόσο τις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας στο μέλλον, όσο την αλλαγή της ζωής των ανθρώπων και της δομής των ανθρώπινων κοινωνιών σε συνάρτηση με την καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη αλλά και την ολοένα εντονότερη αστικοποίηση και την όξυνση του καπιταλιστικού πλαισίου εντός του οποίου καλούνται οι κοινωνίες αυτές να υπάρξουν (υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε πως ο μετέπειτα φορέας των ιδεών του Νέου Κύματος κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 υπήρξε το είδος του Κυβερνοπάνκ, σημαντικότερος λογοτεχνικός εκπρόσωπος του οποίου είναι κατά κοινή ομολογία ο William Gibson, εκτενέστερη αναφορά στον οποίο έχει πραγματοποιηθεί σε παλαιότερο άρθρο).
Εμφορούμενη από αυτή την ανησυχία και την αγωνία που χαρακτηρίζει και τους υπόλοιπους της γενιάς της, η Le Guin ξεχωρίζει ανάμεσά τους για τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζει να προσεγγίζει τα θέματά της. Δεν είναι μόνο η ευαισθησία και η λεπτότητα με την οποία αγγίζει τα πιο “κοφτερά” κοινωνικά ζητήματα και κάνει κριτική, μα περισσότερο η ιδιαίτερη μεθοδολογία σκέψης της η οποία φαίνεται να κινεί την αφήγηση των ιστοριών της, κάνοντάς την έτσι ξεχωριστή ακόμα και όταν καταπιάνεται με μη πρωτότυπα θέματα. Το βασικό ζητούμενο της Le Guin δεν είναι η προπαγάνδα των ιδεών της ούτε μια δριμιά μα επιφανειακή κριτική στο υπάρχον. Όπως τις περισσότερες φορές οι πρωταγωνιστές των βιβλίων της, έτσι και η ίδια προσπαθεί να μελετήσει το αντικείμενο της ιστορίας της σε βάθος, να το σκαλίσει, να αναζητήσει τις αιτίες του, να εξετάσει τους λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτή του την εξέλιξη, και προσεγγίζοντάς το εντελώς ανατομικά να το κατανοήσει όσο πληρέστερα μπορεί, προτού το αποδεχθεί ή το απορρίψει. Και αυτός είναι ο δρόμος που δείχνει η ίδια στους αναγνώστες της.
Χαρακτηριστικό της προοδευτικής επιστημονικής φαντασίας είναι η χρήση των ρομπότ ή των εξωγήινων, του “ξένου” γενικότερα, ως αλληγορία για την πλευρά της ανθρώπινης φύσης που ο καπιταλιστικός κόσμος κρύβει στη ντουλάπα, μεταμφιέζει ή αποβάλει βίαια. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η μισαλλοδοξία, η αποικιοκρατία, έρχονται να βρουν το σύμβολό τους στην έχθρα ή στην εκμετάλλευση αυτού του “ξένου” από τον κυρίαρχο, επεκτατικά εξαπλωμένο πολιτισμό των ανθρώπων – ενός πολιτισμού που ταξιδεύει στο σύμπαν δευτερευόντως για να το γνωρίσει, κατά βάση για να το καταλάβει και να το ξεζουμίσει από πηγές ενέργειας. Στα ταξίδια του αυτά, ο άνθρωπος έρχεται συχνά σε επαφή με άλλους πολιτισμούς τους οποίους ούτε μπορεί ούτε μπαίνει στον κόπο να κατανοήσει. Η επαφή του μαζί τους είναι εξ αρχής εχθρική, επαφή εκστρατείας ιμπεριαλιστικής δύναμης που προχωρά ακάθεκτα μπροστά μη βλέποντας στο διάβα της ανθρώπινα όντα και αιώνες ιστορίας, παρά μόνο εμπόδια που ποδοπατά για να επιτύχει τον κατακτητικό, αλλοτριωτικό σκοπό της. Όμοια με τους Ευρωπαίους κατά την εποχή των αποικιακών ανακαλύψεων, έτσι οι άνθρωποι εξαπλώνονται προς πάσα δυνατή κατεύθυνση ενός άπειρου σύμπαντος διεκδικώντας κάθε προσοδοφόρα γωνιά του για τον εαυτό τους – για την κάλυψη των αναγκών του ενεργειακά ασύμφορου, ιδεολογικά κυριαρχικού, ηθικά εύκαμπτου πολιτισμού τους.
Αυτό το “ξένο” αποτελεί στις περισσότερες των περιπτώσεων το ειδικό ενδιαφέρον του έργου της Le Guin. Αντί όμως να παρουσιαστεί με έναν παιδιάστικα προοδευτικό μανιχαϊσμό του τύπου “καλοί καταπιεσμένοι-αποκλεισμένοι, κακοί καταπιεστές-κυρίαρχοι”, το εκάστοτε κοινωνικό ζήτημα περνά από το εξεταστικό κόσκινο της συγγραφέα, η οποία δεν παύει στιγμή να αναζητά τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο, μια ομάδα, έναν ολόκληρο πλανήτη, προς μια καθ’ όλα αντικοινωνική αντίληψη. Όταν οι ήρωές της ανήκουν στην κυρίαρχη μερίδα, έρχονται αναπόφευκτα σε άμεση επαφή με το “ξένο” και, μέχρι η ιστορία να τελειώσει, έχουν υποχρεωθεί να συμβιώσουν μαζί του, να το γνωρίσουν, να παλέψουν κόντρα στα ένστικτα και στις διδαχές που τους συμβουλεύουν να το απεχθάνονται, να το αποδεχθούν και, εν τέλει, να το κατανοήσουν σε βάθος. Και όταν από την άλλη βρίσκονται οι ίδιοι στη θέση του “ξένου”, ο αναγνώστης δεν καλείται να τους συμπαθήσει ούτε να τους λυπηθεί αλλά να μπει στη θέση τους, στον ψυχικό κόσμο και στο μυαλό τους, να ακολουθήσει τη μεθοδολογία σκέψης τους, να καταλάβει πώς ακριβώς είναι να βρίσκεται κανείς στη δική τους πλευρά του πολιτισμού.
Στο πρώτο βιβλίο του «Έπους της Γαιοθάλασσας», ο πρωταγωνιστής παλεύει διαρκώς να ξεφύγει από τη σκιά που τον στοιχειώνει, ως που ανακαλύπτει πως η σκιά αυτή δεν είναι παρά ο εαυτός του, κι έτσι αντί να αποδιώχνει διαρκώς τα σκοτεινά κομμάτια της ψυχής του, τους ρίχνει φως και συμφιλιώνεται μαζί τους. Στο «Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού», ένας αρσενικός άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του αρκετά προοδευτικό, έρχεται σε σύγκρουση με τα πιο συντηρητικά ένστικτά του, όταν αναγκάζεται να ζήσει πλάι σε μια φυλή εξωγήινων που δεν διαθέτουν συγκεκριμένη σεξουαλική ταυτότητα και μπορούν να επιλέγουν και να αλλάζουν το βιολογικό φύλο τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους κατά το δοκούν. Στο «Η λέξη για τον κόσμο είναι δάσος», ένας γήινος ανθρωπολόγος αρχίζει έκπληκτος να διαπιστώνει πως το μπόλιασμα μιας ειρηνικής φυλής ενός αποικισμένου πλανήτη με τις γήινες συνήθειες αρχίζει να τους μεταμορφώνει σε κάτι εξαιρετικά βίαιο το οποίο δεν είχε θέση ποτέ πριν ούτε καν ενστικτωδώς στην κουλτούρα τους. Με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο, το πώς εμπλέκονται μεταξύ τους οι διαφορετικότητες παραμένει το κύριο θέμα των βιβλίων της συγγραφέα, και το συμπέρασμα είναι συχνότατα το ίδιο: εάν δεν υπάρξει θέληση για αλληλοκατανόηση, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό.
Δεν θα ήταν άστοχο να περιγράψει κανείς το σύνολο του έργου της Le Guin ως “λογοτεχνία της κατανόησης”, μια μεθοδική απόπειρα γνωριμίας των ανθρώπων μεταξύ τους, μιας τριβής εντελώς διαφορετικών πολιτισμών, ηθικών κωδίκων, κοινωνικών πραγματικοτήτων, όχι φυσικά για να αλληλοκαταστραφούν ούτε για να δώσουν τύποις τα χέρια σε μια άνευ ιδιαίτερης ουσίας αλληλοαναγνώριση, μα για να έρθουν σε ουσιαστική επαφή, να μάθουν να μιλούν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, ώστε να συνυπάρξουν (όχι παράλληλα, αλλά μαζί) χωρίς προβλήματα, με δημιουργικότητα και προσφορά προς το κοινό καλό. Τα γραπτά της είναι διαποτισμένα από κοινωνικό, πολιτικό, μα και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, και η προσέγγισή της στα ζητήματα της διαφορετικότητας, της ελευθερίας και του πολιτισμού γίνεται με όλη την προσοχή που τους αρμόζει, και με την αντίληψη πως είναι αδύνατο οι άνθρωποι που αδιαφορούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο να καταφέρουν να ζήσουν ειρηνικά ο ένας πλάι στον άλλο.
Η κατανόηση του διαφορετικού δεν είναι κάποιος φετιχιστικός αυτοσκοπός, τουναντίον: είναι το αναπόφευκτο προαπαιτούμενο για τη συνύπαρξη. Και ο όρος “κατανόηση” δεν χρησιμοποιείται διαρκώς σε αυτό το κείμενο λόγω έλλειψης λεξιλογίου, αλλά επειδή είναι η μοναδική λέξη που μπορεί να περιγράψει το πραγματικό ζητούμενο. Η αποδοχή μπορεί να είναι ένα θετικό βήμα, δεν είναι όμως ποτέ αρκετή. Στην αποδοχή, υπάρχει πάντοτε σχέση ανισότητας – το “ξένο” που περιμένει την ετυμηγορία και το κυρίαρχο που του κάνει τη χάρη να το αποδεχθεί. Δεν έχει σημασία αν η αποδοχή προκύπτει από ηθική ανωτερότητα, ευκαιριακή ανάγκη, κατάκτηση του ίδιου του “ξένου” μέσω αγώνα, ή αν είναι προϊόν πραγματικής επαναστατικής σκέψης. Η σχέση ανισότητας μεταξύ των δυο πλευρών παραμένει, και αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο μέλλον σε απομάκρυνση ή και σύγκρουσή τους. Γι’ αυτό και η κατανόηση σε βάθος και με πλήρη ειλικρίνεια είναι το βασικό ζητούμενο. Γιατί μόνο αν το ένα γίνει κομμάτι του άλλου, μόνο τότε μπορούν επί της ουσίας να συνδεθούν σε ένα κοινό ψηφιδωτό και το σύνολο να προχωρήσει προς τα μπρος, με ίσους όρους, σε ένα νέο, πιο γόνιμο επίπεδο.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε σε ένα από τα πιο ουσιαστικά διακυβεύματα των ημερών μας.
Ένα ελευθεριακό κίνημα οφείλει, προτού δεχθεί ή απορρίψει κάτι –είτε πρόκειται για σύμμαχο, εχθρό, αντικείμενο κριτικής, αναπόσπαστο κομμάτι του– να το κατανοήσει. Και αν τα αναλυτικά εργαλεία που διαθέτει δεν το βοηθούν να το κάνει, τότε οφείλει αδογμάτιστα και προοδευτικά να δημιουργήσει νέα. Γιατί αν ο συντηρητισμός είναι η διατήρηση του status quo και η συνεχής αναγωγή στη σιγουριά του “παλαιού”, τότε η ελευθεριακή πρόοδος δεν μπορεί παρά να είναι η αέναη προσπάθεια κατανόησης, τριβής, θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, με στόχο τη διαρκή εξάπλωση, το αγκάλιασμα και τη συνένωση των διαφορετικών στοιχείων, όλα εντός του συνόλου και όλα υπέρ αυτού. Και το παραπάνω η Le Guin φαίνεται να το αντιλαμβανόταν απόλυτα.
Φίλε μου, εαυτέ, κουτέ
στάθηκες
μ’ ένα αναμμένο κερί
για πέντε χρόνια στη βροχή;
Μα γιατί;
Θαρρώ για να δείξω ότι
ένα κερί μπορεί να μείνει αναμμένο
στη βροχή.
Ούρσουλα Λε Γκεν, «Αγρύπνιες για την ειρήνη»
(το παραπάνω μεταφρασμένο ποίημα έχει αλιευθεί από το βιβλίο “Τα άγρια κορίτσια και άλλα”, από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες)
Ρωμανός Γ.