«Ο Επαναστατικός συνδικαλισμός εξυπηρετεί το προλεταριάτο, ενώ ο αναρχισμός αποτελεί μια μορφή ανθρωπισμού» – συνέντευξη με τον Juan Garcia Oliver
F. Gomez: Με βάση το πως εξελίχθηκε η ζωή σου, αυτή ήταν μια εξαιρετικά σημαντική διαπίστωση.
J.G.Oliver: Ναι, ιδιαίτερα αφού ήταν κατά τη διάρκεια της απεργίας (των σερβιτόρων) που μαζί με άλλους συντρόφους του κλάδου, νεαρούς άνδρες, δημιουργήσαμε μια αναρχική ομάδα που συνδέθηκε με την Τοπική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων της Βαρκελώνης. Η ομοσπονδία αυτή υιοθέτησε το όνομα «Bandera Negra» (Μαύρη Σημαία), που το δανείστηκε από το όνομα της εφημερίδας που εξέδιδε. Στην Βαρκελώνη υπήρχε άλλη μια ομοσπονδία ομάδων, η «Bandera Roja» (Κόκκινη Σημαία). Η «Bandera Negra» εξέφραζε, ας πούμε, κλασικές αναρχικές ιδέες και εναντιωνόταν στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Η «Bandera Roja», υποστήριζε πως βρισκόταν κοντά στον επαναστατικό συνδικαλισμό, αλλά στην ουσία εννοούσε έναν συνδικαλισμό στείρο και απλό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…Φαντάζομαι πως θα επιστρέψουμε σε αυτό το θέμα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
F.Gomez: Επομένως, πως έβλεπες τον εαυτό σου τότε; Σαν επαναστάτη συνδικαλιστή ή σαν αναρχικό;
J.G.Oliver: Να σου πω την αλήθεια, έγινε μέλος της «Bandera Negra» από λάθος. Η ομάδα μου απλά ακολούθησε την συμβουλή κάποιου που μας είχε μυήσει στον αναρχισμό, του Ismael Rico. Στην πραγματικότητα, αισθανόμασταν σαν ψάρια έξω από το νερό στο εσωτερικό της «Bandera Negra». Θα έπρεπε να είχαμε συνδεθεί με την άλλη ομοσπονδία, επειδή η «Bandera Negra» δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για τον αγώνα των εργαζομένων. Η δραστηριότητά της επικεντρωνόταν στο να συνεργάζεται – σε εθνικό και διεθνές επίπεδο – με άλλες ομάδες εργαζομένων και η κύρια δραστηριότητά της ήταν να διαβάζει και να απαντάει στην αλληλογραφία που λάμβανε από αυτές. Όσο αφορά τον συνδικαλισμό και τη CNT, (η ομοσπονδία) στεκόταν σθεναρά ενάντια σε αυτά.
F.Gomez: Επομένως, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να υπάρξει μια συνομιλία, μια αλληλοκατανόηση, μεταξύ συνδικαλιστών και αναρχικών;
J.G.Oliver: Καμία αλληλοκατανόηση… Βρισκόμασταν ακόμα πολύ μακριά από αυτό που επιτεύχθηκε αργότερα – τον αναρχοσυνδικαλισμό – μέσω του οποίου ξεπεράσαμε αυτή την διχοτόμηση. Ο αναρχοσυνδικαλισμός επέτρεψε στον αναρχισμό να γίνει κομμάτι (του εργατικού αγώνα) και να συνδεθεί με τις συνδικαλιστικές ομάδες που διακατέχονταν από αναρχικές ιδέες.
…
Έτσι, περίπου δυο εβδομάδες πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, η διαδήλωση της πρώτης Μαΐου του 1931 κατέληξε σε μια επαναστατική πορεία που επιτέθηκε στο κτίριο της Generalitat (της τοπικής κυβέρνησης της Καταλωνίας). Τότε ήταν που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η μαυροκόκκινη σημαία.
F.Gomez: Για πρώτη φορά;
J.G.Oliver: Ναι. Αυτή η σημαία συμβόλιζε το πάντρεμα του συνδικαλισμού με τον αναρχισμό. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ερευνήσουμε. Ήταν μετά τον θάνατο του Salvador Segui που επιτεύχθηκε η ενότητα μεταξύ αναρχικών και συνδικαλιστών, με έναν αυθόρμητο τρόπο, χωρίς να γίνει κάποια συζήτηση, κάποια διαπραγμάτευση. Η έννοια το αναρχοσυνδικαλισμού γεννήθηκε τότε. Προηγουμένως, δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ. Μετά τον θάνατο του Segui η κατάσταση πήρε τέτοια τροπή που, με φυσικό τρόπο, οι αναρχικές και συνδικαλιστικές δραστηριότητες αναμείχθηκαν και έγιναν ένα, κάτι που οδήγησε στη διάλυση των ομοσπονδιών «Bandera Roja» και «Bandera Negra». Η ανάμειξη ήταν ολοκληρωτική χωρίς να έχει υπάρξει προηγουμένως κανενός είδους συμφωνία σε κανένα συνέδριο. Άπαντες συνειδητοποίησαν πως ήταν αναγκαίο να ξεκινήσουμε από την αρχή και να επινοήσουμε νέες μορφές αγώνα, πράγμα που κάναμε. Οι ρεφορμιστές δεν αποτελούσαν πλέον εμπόδιο για τον επαναστατικό αγώνα. Είναι αλήθεια, ότι για οκτώ χρόνια (την περίοδο 1923-1931) η δραστηριότητα που θα έπρεπε να είχε αναπτύξει η οργάνωση είχε παρεμποδιστεί από την δικτατορία, αυτή όμως βίωνε τώρα μια αναζωπύρωσε με την έλευση της Δημοκρατίας. Η μαύρη και κόκκινη σημαία αποτελούσε το σύμβολο αυτής της νέας περιόδου κατά την οποία αναμείχθηκε ο αναρχισμός με τον συνδικαλισμό. Είχα υποστηρίξει την ιδέα του αναρχοσυνδικαλισμού σε μέλη της CNT και σε Ισπανούς πρόσφυγες που ζούσαν στη Γαλλία, κατά την περίοδο της δικτατορίας. Θεωρούσα τότε ότι, οι αναρχικοί από μόνοι τους δεν μπορούν να πραγματώσουν την επανάσταση. Όσο για τους στείρους συνδικαλιστές, οι απόψεις τους τότε διέφεραν αρκετά από αυτήν την ιδέα (του αναρχοσυνδικαλισμού). Η μόνη προοπτική ήταν να συνδέσουμε αυτές τις δύο έννοιες και να ενστερνιστούμε την ιδέα του αναρχοσυνδικαλισμού.
F.Gomez: Στην ιστορία του Ισπανικού ελευθεριακού κινήματος, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως έχεις μείνει γνωστός ως κάποιος που εισήγαγε μια μορφή ρεβιζιονισμού όσο αφορά τις αναρχικές ιδέες. Σε δύο κεντρικά ζητήματα – στο ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας και σε αυτό του επαναστατικού στρατού – υποστήριξες ανοικτά ιδέες που έρχονταν σε αντίθεση με τις κλασικές αναρχικές προσεγγίσεις. Τι έχει να πεις πάνω σε αυτό;
J.G.Oliver: Κοίτα… αν το δούμε από μια αυστηρά αναρχική σκοπιά, η θέση μου σχετικά με το να πάρουμε την εξουσία και να σχηματίσουμε έναν επαναστατικό στρατό, θα ήταν παράλογη. Αν το δούμε όπως από τη σκοπιά του επαναστατικού συνδικαλισμού, αυτά τα πράγματα ήταν λογικά. Κάποια στιγμή θα πρέπει να ορίσουμε με ακρίβεια την έννοια της «άμεσης δράσης», η οποία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού συνδικαλισμού. Πράγματι, στην εποχή του, ο Ανσέλμο Λορένθο με τον όρο άμεση δράση εννοούσε τις απεργίες και τα σαμποτάζ, αλλά αυτός ο ορισμός είναι πολύ περιοριστικός. Η έννοια της άμεσης δράσης στην πραγματικότητα είναι πολύ ξεκάθαρη: αποτελεί τον μόνο δρόμο που μπορεί να εγγυηθεί την νίκη της εργατικής τάξης ως τάξης. Με βάση αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να μελετηθεί και να τεθεί σε εφαρμογή και με βάση αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όλα τα αποτελέσματά της. Η εναλλακτική είναι η εξής: είτε η εργατική τάξη, μέσω της άμεσης δράσης, θα επιτύχει την χειραφέτησή της ως τάξη, είτε θα περιορίζεται πάντα σε κάποια μορφή μεγαλύτερης ή μικρότερης σκλαβιάς. Με άλλα λόγια, είτε θα συνηθίσει να αντιμετωπίζεται – οικονομικά και πολιτικά – ως κατώτερη τάξη, είτε θα οργανωθεί σε μια ομοσπονδία και θα θέσει σε εφαρμογή την άμεση δράση. Εξάλλου, η άμεση δράση διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του ’20, είδα τους συνδικαλιστές στη Βαρκελώνη να επιβάλλουν την «κόκκινη λογοκρισία». Ο αστικός τύπος περιείχε πλήθος άρθρων που συκοφαντούσαν τους συνδικαλιστές οι οποίοι είχαν οπλιστεί προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενάντια στους πληρωμένους – από τα αφεντικά – εκτελεστές, επομένως η CNT αποφάσισε να εφαρμόσει την «κόκκινη λογοκρισία». Αυτό ήταν ξεκάθαρο: οι εργαζόμενοι στα τυπογραφεία που συνδέονταν με τη CNT άρχισαν να λογοκρίνουν οτιδήποτε έκριναν πως ήταν συκοφαντικό. Αυτή η πρακτική δεν έλαβε την υποστήριξη του Federico Urales, που ήταν ένας αρκετά ριζοσπάστης ελευθεριακός, ο οποίος πάντα αντιμετώπιζε τους όρους ελευθεριακός και αναρχικός ως το ίδιο. Πήγε τόσο μακριά, που έφτασε να υποστηρίξει (στον Μαδριλένικο τύπο) πως η «κόκκινη λογοκρισία» ήταν αντι-αναρχική πρακτική….Κάτι που μας φέρνει στην ουσία του ζητήματος. Στον αγώνα που δίνουν προκειμένου να επιτύχουν την νίκη τους ως τάξη, οι εργάτες καθορίζουν οι ίδιοι τις μορφές άμεσης δράσης που θα χρησιμοποιήσουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το ζήτημα της ταξικής σύγκρουσης. Αυτές οι μέθοδοι αγώνα δεν είναι 100% αναρχικές, βρίσκονται όμως 100% σε συμφωνία με τον επαναστατικό συνδικαλισμό. Η έννοια του αναρχοσυνδικαλισμού αποτελεί μια προσπάθεια να φτάσουμε σε μια πιθανή σύνδεση των μεθόδων του ταξικού αγώνα και του αναρχισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο επαναστατικός συνδικαλισμός εξυπηρετεί το προλεταριάτο, ενώ ο αναρχισμός αποτελεί μια μορφή ανθρωπισμού.
Μεταφράστηκε από: