
1
«Αλήθεια, τώρα; Δεν ξέρεις τον Γκοντό;».
«Ξέρω τον Γκοντό, ξέρω και τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν. Απλά δεν ήξερα ότι κυκλοφορούν στην πόλη».
«Ποιους Βλαντιμίρ και Εστ…τι;! Ποιους;! Τι λες;».
«Τίποτα… Όχι, δεν τον ξέρω τον Γκοντό. Εγώ δεν είμαι παρά ένα απλό, καθημερινό κατακάθι».
«Μα γι’ αυτό ακριβώς, ένας λόγος παραπάνω να τον ξέρεις! Όλοι οι τύποι σαν και του λόγου σου αργά ή γρήγορα βρίσκονται στην ανάγκη του. Ο Γκοντό υπάρχει επειδή υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εσάς».
«Και τι ακριβώς είναι οι άνθρωποι σαν κι εμάς;».
«Ξέρεις τώρα…».
«Βοήθησέ με».
«Αποτυχημένοι… απελπισμένοι… ναρκάκηδες…».
«Αυτή την εικόνα έχεις για μένα;».
«Αυτή την εικόνα έχει όλος ο κόσμος για σένα, Σκιάχτρο! Έχεις κοιταχτεί στον καθρέφτη πρόσφατα; Έχεις σκεφτεί ποια ήταν η τελευταία φορά που έφαγες κανονικό φαγητό; Και δεν εννοώ τα τσάμπα γεύματα που σου έδιναν στην εστία».
«Δεν πηγαίνω πια στην εστία».
«Ναι, το ξέρω αυτό. Ούτε εκείνοι οι ακτιβιστές σε δέχονται πλέον, έτσι δεν είναι; Έχεις ξεφύγει καιρό τώρα από τον δρόμο του αδύναμου, Σκιάχτρο. Τώρα βαδίζεις τον παράδρομο της χαλάστρας, και όλοι αυτοί οι δήθεν ευαίσθητοι τύποι δεν γουστάρουν χαλάστρες στις βιτρίνες τους. Γι’ αυτό σου λέω, ψηλέ, ο μόνος τρόπος να βγάλεις κάνα εύκολο φράγκο και να ορθοποδήσεις λιγάκι είναι να πας στον Γκοντό».
«Και ποιος στον διάολο είναι τελικά αυτός ο Γκοντό;».
Και ο κλεπταποδόχος του είχε εξηγήσει. Το Σκιάχτρο είχε αφήσει στον φθαρμένο πάγκο του άντρα την ασημένια αλυσίδα και τα δυο τηλέφωνα που είχε μαζέψει από την έξοδο της προηγούμενης νύχτας, είχε βάλει στην τσέπη μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και είχε φύγει βιαστικό. Πρώτα είχε πάει να παραλάβει τα κουλούρια του. Έπειτα είχε πάει στην “άκρη” του, να ανταλλάξει τα λεφτά του με λίγα γραμμάρια λευκών ονείρων.
«Είσαι το πιο παράξενο πρεζάκι που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, Σκιάχτρο, το ξέρεις;».
«Το ξέρω», είχε απαντήσει το Σκιάχτρο. «Αυτό δεν με κάνει λιγότερο πρεζάκι, έτσι δεν είναι;».
Η “άκρη” του είχε γελάσει κούφια. Το Σκιάχτρο είχε φύγει χωρίς να χαιρετίσει.
Το Σκιάχτρο έμοιαζε στ’ αλήθεια με ανεμοδαρμένο σκιάχτρο, έτσι ασπρουλιάρικο, ψιλόλιγνο και φιλάσθενο καθώς ήταν. Το παρατσούκλι του το είχε κερδίσει στις γειτονιές της πόλης, εκεί όπου είχε μεγαλώσει συλλέγοντας το μερίδιο του από κατραπακιές και κοροϊδίες, αντέχοντας, υπομένοντας, μετρώντας την επιμονή του, ώσπου είχε αποκτήσει το δικό του όνομα και, μαζί με αυτό, τη δική του αξία ανάμεσα στους αλήτες των δρόμων. Κατά κάποιο άρρωστο τρόπο, ήταν το δικό τους Σκιάχτρο – δικό τους για να το χλευάζουν και να το τραμπουκίζουν, δικό τους και για να το υπερασπίζονται, όταν οι συμμορίες και τα τσιράκια της αστυνομίας το έβαζαν στο στόχαστρο.
Η “άκρη” του δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του είχε πει πως ήταν παράξενο πρεζάκι, όμως το Σκιάχτρο αισθανόταν παράξενο από πάντα, κι έτσι τέτοια σχόλια τα είχε συνηθίσει και δεν τους έδινε σημασία. Ένα άσχημο παιδί με τη δική του σιλουέτα πάντοτε γινόταν στόχος των άγριων ματιών του πλήθους. Πόσο μάλλον ένα άσχημο παιδί από τις εργατικές συνοικίες, δίχως στον ήλιο μοίρα, που αντί να παίζει ξύλο στα βρώμικα στενοσόκακα προτιμούσε να τρυπώνει σε παλιά βιβλιοπωλεία και να κλέβει έργα του Μπέκετ. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς του είχε κολλήσει αυτή η τρέλα στο μυαλό και κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε, μιας και το Σκιάχτρο δεν είχε όρεξη να αφηγείται προσωπικές ιστορίες. Του άρεσε όμως να ξαποσταίνει το μεσημέρι, αφού είχε γυρίσει όλο το κέντρο της πόλης πουλώντας τα κουλούρια του, και να απαγγέλει από μνήμης αποσπάσματα από τον Ακατονόμαστο ή απ’ τις Ευτυχισμένες Μέρες, συχνά βυθιζόμενο τόσο στην ερμηνεία της στιγμής, που οι περαστικοί το έδειχναν και γελούσαν ή του πετούσαν λίγα κέρματα νομίζοντας πως επρόκειτο για κάποιο σόου. Από όλη την επαφή που είχε με την τέχνη του θεάτρου, ο Μπέκετ ήταν ο μόνος συγγραφέας που το είχε αγγίξει πραγματικά. Τα έργα του φάνταζαν τόσο παράξενα, που θύμιζαν στο Σκιάχτρο τη δική του ζωή. Μπορούσε να ταυτιστεί με τους ήρωες του Μπέκετ κι αυτό του προσέφερε μια παράδοξη παρηγοριά.
«Άκου “Γκοντό”», είχε μουρμουρίσει σαρκαστικά, καθώς έβγαινε από το λημέρι της “άκρης” του, έξω στον γλιστερό δρόμο. «Τι μπορεί να έχει κάνει κάποιος, δηλαδή, για να τον φωνάζουν Γκοντό;».
Και είχε φύγει βιαστικό, με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι σκυμμένο στη βροχή, με ένα απόσπασμα από τον διάλογο του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν μασημένο στα χείλη. Είχε πάει να βρει τον Γκοντό.
…
Την είχαν φέρει κάτω από το παράθυρο του δωματίου του στο μοτέλ που είχε καταφύγει, καταματωμένη και φοβισμένη, ντυμένη ακόμα με τη στολή της δουλειάς της, μια κοπέλα που έτρεμε σα κλαράκι στον αέρα καθώς οι κρύες κάνες των όπλων πίεζαν άγρια τους κροτάφους της. Το Σκιάχτρο ούρλιαξε έντρομο και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά, κουτρουβαλώντας και βρίζοντας τον εαυτό του. Χίμηξε στον δρόμο και έτρεξε μπροστά τους, κουνώντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι του μανιασμένα.
«Μην την πειράξετε!!!», φώναξε. «Εμένα θέλετε, εντάξει; Θα έρθω μαζί σας! Μόνο μην την πειράξετε!».
«Για κοίτα τον», σάρκασε ο ένας από τους μπράβους. «Για πρεζάκιας, έχει ευαισθησίες».
Γέλασαν άσχημα εις βάρος του.
«Νόμιζες πως δεν θα σε προλαβαίναμε, ηλίθιε; Είμαστε δέκα κινήσεις μπροστά από σένα, χαμένε! Μπες στο βαν, τώρα, και κάτσε ήσυχος, για να μην έχουμε άλλα… Συνεννοηθήκαμε;».
«Μ-μα… υποσχεθήκατε…». Η οργή του ξέσπασε τότε, τόσο άξαφνα που για μια στιγμή οι μπράβοι πισωπάτησαν. «Παλιομπάσταρδοι!!! Το αφεντικό σας μου το υποσχέθηκε! Υποσχέθηκε πως δεν θα την πειράζατε, γαμώτο!!!».
Η λαβή ενός πιστολιού το χτύπησε στο πρόσωπο. Το Σκιάχτρο παραπάτησε σε έναν αστείο χορό, καθώς τα πάντα γύρω του τυλίχθηκαν σε ένα μαύρο πέπλο. Δυνατά χέρια το άρπαξαν από τις μασχάλες και το έσυραν προς τα κάπου, ενώ η φωνή της κοπέλας έφθανε ασθενική στα αυτιά του. Αισθάνθηκε το κορμί του να σηκώνεται στον αέρα, προτού το πετάξουν σαν άδειο σακί σε μια σκληρή επιφάνεια. Μια τελευταία κραυγή –η δική της κραυγή– κόπηκε απότομα, καθώς κάτι που ακούστηκε σα συρόμενη πόρτα βρόντηξε σβήνοντας τους εξωτερικούς θορύβους. Η μηχανή ενός οχήματος άναψε και έπειτα η σκληρή επιφάνεια κινήθηκε. Έφευγαν.
«Το αφεντικό μας δεν σου υποσχέθηκε τίποτα. Με τον τσουτσέ του είπατε ό,τι είπατε, όχι με τον ίδιο. Το αφεντικό μας δεν υπόσχεται, κορόιδο!». Μια σύντομη παύση, λες και ο μπράβος που μιλούσε σκεφτόταν αν έπρεπε να το πει. «Μην ανησυχείς όμως. Δεν την πειράξαμε ούτε πρόκειται. Τη φέραμε μόνο για να κατέβεις χωρίς να μας κάνεις τον δύσκολο».
Το Σκιάχτρο αναστέναξε με πονεμένη ανακούφιση. Έπειτα λιποθύμησε.
2
Την πρώτη φορά που είχε πάει στον Γκοντό, τον είχε βρει να κάθεται οκλαδόν σε μια βρώμικη γωνιά κάτω από ένα υπόστεγο, σα ζητιάνος. Ήταν ένας παράξενος άντρας, μικρόσωμος και καχεκτικός, με μούτρο που θύμιζε έντονα σαύρα. Έτσι όπως επέπλεε μες στα φαρδιά, τριμμένα ρούχα του, έμοιαζε μπόγος που κάποιος τον είχε πετάξει εκεί και τον είχε παρατήσει στην τύχη του. Σίγουρα δεν απέπνεε κανέναν αέρα δύναμης ή κύρους ή έστω ελπίδας όπως είχε φανταστεί αρχικά το Σκιάχτρο. Μασουλούσε κάτι σαν παστέλι και έπινε μπίρα από κουτάκι, ενώ τάιζε στο στόμα δυο πελώριους αρουραίους που σκλήριζαν νευρικά γύρω από τα πόδια του. Για μια στιγμή το Σκιάχτρο είχε σκεφτεί να γυρίσει την πλάτη του και να φύγει – για ποιον άλλο λόγο ήταν δυνατόν να το έχει στείλει εκεί πέρα ο κλεπταποδόχος, αν όχι για να το χλευάσει; Πώς ακριβώς μπορούσε να βγάλει φράγκα από αυτό το ανθρώπινο κουρέλι;
Τελικά δεν είχε γυρίσει την πλάτη του. Είχε παραμείνει εκεί, ακίνητο και αμήχανο, κοιτάζοντας μια τον καθισμένο άντρα και μια τον γκρίζο ουρανό που ξερνούσε τα σωθικά του ξεπλένοντας την πόλη. Ήταν ο ίδιος ο Γκοντό που είχε μιλήσει πρώτος, αφού είχε σαρώσει απ’ την κορφή ως τα νύχια το Σκιάχτρο με ασυμπάθηστο βλέμμα.
«Τι σκατά θες;», είχε ρωτήσει ορθά-κοφτά.
«Μου είπαν πως εδώ θα έβρισκα τον Γκοντό», είχε απαντήσει κάπως αβέβαιο το Σκιάχτρο.
«Ε λοιπόν, εγώ είμαι ο Γκοντό», είχε γρυλίσει αγριεμένα ο άντρας, με ένα ύφος σα να υπερασπιζόταν το όνομά του. «Εσένα ποιος στο είπε αυτό;».
«Κάποιος…».
«Ποιος;!».
«Ένας κλεπταποδόχος».
«Και ποιος κλεπταποδόχος είναι αυτός;», είχε επιμείνει ο Γκοντό, και το Σκιάχτρο του είχε πει.
Οι αρουραίοι είχαν αρχίσει να στριγγλίζουν τότε –μια διαπεραστική διφωνία που είχε προκαλέσει ζαλάδα στο Σκιάχτρο– σαν να το αποδοκίμαζαν. Ο Γκοντό του είχε χαρίσει ένα πλατύ, βρώμικο χαμόγελο χωρίς καθόλου ζεστασιά.
«Συγχαρητήρια, λοιπόν, με βρήκες. Και τι θες από μένα;».
«Λένε πως μπορώ να βγάλω κάποια χρήματα εδώ».
«Α, ήρθες να παίξεις!».
Το Σκιάχτρο είχε γνέψει κουρασμένα.
«Ναι, έτσι μου είπαν τουλάχιστον».
«Έτσι σου είπαν; Δεν ήρθες επειδή το θέλεις;».
«Δεν ξέρω από τζόγο. Δεν έχω πατήσει σε στοιχηματζίδικο ποτέ, για καζίνο ούτε λόγος. Δεν ξέρω αν θα μου αρέσει…».
«Δεν με ενδιαφέρει αν γουστάρεις να τζογάρεις ή όχι, ψηλέ! Όλοι γουστάρουν στο τέλος της ημέρας, μη βιάζεσαι. Εγώ σε ρώτησα αν ήρθες επειδή το θέλεις».
«Ναι, υποθέτω ότι το θέλω…».
«Δεν σε ακούω να το λες και πολύ πεισμένα!».
Το Σκιάχτρο είχε πάρει μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να μη βγει εκτός εαυτού με τον άντρα.
«Ήρθα επειδή θέλω να βγάλω μερικά χρήματα παίζοντας», είχε πει μονότονα.
Ο Γκοντό είχε γνέψει ικανοποιημένος, το χαμόγελό του είχε πλατύνει επικίνδυνα.
«Τέλεια! Έλα πάλι αύριο, λοιπόν. Βράδυ, αργά, μετά τις δώδεκα. Έλα εδώ και φέρε και όσα φράγκα γουστάρεις να ποντάρεις. Θα σου εξηγήσω πώς έχει η κατάσταση, κάνεις και μια πρώτη δοκιμή, και αν δεν σου κάνει η φασούλα μας εδώ, φεύγεις και δεν σε ξαναβλέπουμε και δεν μας ξαναβλέπεις. Κατανοητό;».
Το Σκιάχτρο είχε απαντήσει με ένα καταφατικό νεύμα.
Ο Γκοντό δεν είχε πει άλλη κουβέντα. Είχε επιστρέψει όλη την προσοχή του στους δυο αρουραίους, που τώρα είχαν αρχίσει να αντιμάχονται για το προνόμιο της φροντίδας του. Ο άντρας είχε βολευτεί με τη ράχη στη γωνία του τοίχου και φαινόταν πως απολάμβανε με το παραπάνω τον τσακωμό των τρωκτικών, γλύφοντας τα απομεινάρια του κάτι-σαν-παστέλι από τα δάχτυλά του. Το Σκιάχτρο δεν είχε στραφεί να φύγει ακόμα. Τα παλιόρουχα που φορούσε είχαν ποτίσει για τα καλά και η βροχή έκανε τα μαλλιά του να κρέμονται άχαρα σα χόρτα πάνω από τα μάτια του. Είχε σταθεί εκεί σιωπηλό, ίσως κάπως ντροπαλό, κοιτώντας συγχυσμένα τον μικροσκοπικό τύπο που, σύμφωνα με τον κλεπταποδόχο, αποτελούσε κάτι σαν τη μπάνκα των πανταχού απελπισμένων.
«Σε τι θα ποντάρω;», είχε ρωτήσει τελικά.
Ο Γκοντό είχε αφήσει ένα κοφτό γέλιο, σα να του είχαν κάνει την πιο ανόητη ερώτηση.
«Στα ποντίκια, φυσικά!», είχε απαντήσει περήφανα και το χαμόγελό του του είχε σχεδόν καταπιεί το πρόσωπο.
«Εντάξει», είχε πει το Σκιάχτρο τότε και είχε φύγει για το σπίτι του. Ώσπου να φτάσει, είχε μουσκέψει ως το κόκκαλο.
…
Συνήλθε σε ένα απότομο φρενάρισμα, μόνο και μόνο για να νιώσει κάτι απροσδιόριστο να σκάει στο πρόσωπό του με φόρα. Γρύλισε και έφτυσε σάλιο με γεύση αίματος και ένα κακεντρεχές γέλιο έφτασε στα αυτιά του. Μισάνοιξε τα μάτια, πετάρισε τα βλέφαρα να ξεπεράσει την αρχική θολούρα. Το εσωτερικό του βαν που το φιλοξενούσε ήταν απρόσμενα καθαρό, αν και κάπως άδειο. Πέρα από μια παρατημένη εργαλειοθήκη, αυτή που του είχε έρθει σφοντύλι, μέσα υπήρχε μόνο μια σπαστή καρέκλα στην οποία βρισκόταν καθισμένος ένας από τους μπράβους με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι κι ένα περίστροφο στο άλλο – η κάνη ήταν στραμμένη στο Σκιάχτρο και η σκανδάλη παιχνίδιζε πίσω από ένα νευρικό δάχτυλο.
«Μείνε ξαπλωμένος και μη με ενοχλήσεις μέχρι να φτάσουμε. Έχουμε εντολές να σε πάμε μπροστά του σώο, όχι απαραίτητα αβλαβή. Συνεννοηθήκαμε;».
Το Σκιάχτρο ξεροκατάπιε κι έγνεψε φοβισμένο. Ο μπράβος φάνηκε να ικανοποιείται και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά μισοκλείνοντας τα μάτια με ευχαρίστηση.
«Πού πάμε;», τόλμησε να τον ρωτήσει έπειτα από μερικά λεπτά που το βαν τρανταζόταν λες και σκαρφάλωνε σε χωματόδρομο. «Φεύγουμε από την πόλη;».
Ο άντρας είχε ανασηκώσει ένα φρύδι με απορία.
«Τι να κάνουμε μακριά από την πόλη, ρε μάγκα; Ο Ξυλοκόπος σε αυτούς τους δρόμους κάνει κουμάντο». Τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό ευθεία στο πρόσωπο του Σκιάχτρου. «Όλοι μας παιδιά της ίδιας πόλης είμαστε, αδερφάκο… Μαφιόζοι με γραβάτες και μαφιόζοι με τατουάζ στα μούτρα, καλογυαλισμένοι σεκιουριτάδες και βρώμικοι πορτιέρηδες, χαμένοι που δουλεύουν στα εργοστάσια και χαμένοι σαν κι εσένα στα πεζοδρόμια – κανένας από μας δεν αξίζει μία μακριά από το τσιμέντο. Ό,τι είμαστε, είναι η πόλη!».
Το σκιάχτρο σύρθηκε ζαλισμένο προς τα πίσω, μέχρι που η πλάτη του ακούμπησε σε μέταλλο. Ανακάθισε και έμεινε εκεί, στηριγμένο στο εσωτερικό πλαϊνό του βαν, αγνοώντας τις φιλοσοφικές ασυναρτησίες του άντρα. Το μυαλό του είχε χωριστεί στα δυο μοναδικά πράγματα που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή – από τη μια στη νοσοκόμα του και στο κατά πόσο ήταν αλήθεια ότι δεν την είχαν πειράξει οι μπράβοι, από την άλλη στο δικό του μέλλον και στο πόσες πιθανότητες υπήρχαν να μην είχε το χρώμα του αίματος. Τα χείλη του στράβωσαν σε ένα ανάποδο χαμόγελο. Σκατά…
«Θέλεις ένα τσιγάρο;», το ρώτησε κάποια στιγμή ο φρουρός του, με ένα βλέμμα που ίσως να πρόδιδε πως το λυπόταν λίγο.
Το Σκιάχτρο σκέφτηκε για μια στιγμή να απαντήσει θετικά. Ένα τελευταίο απότομο φρενάρισμα και η κομμένη ανάσα του του πήρε τα λόγια από το στόμα. Ο μπράβος σηκώθηκε όρθιος και το πλησίασε σημαδεύοντάς το σταθερά με το περίστροφο.
«Ωπ! Φτάσαμε! Σήκω, ψηλέ, και μην κάνεις καμιά βλακεία, γιατί δεν θα λυπηθώ τη σφαίρα. Σήκω, άντε!».
Έσκυψε από πάνω του και το βοήθησε να σταθεί στα πόδια του με ένα δυνατό, σίγουρο τράβηγμα. Την ίδια στιγμή η συρόμενη πόρτα άνοιξε και το Σκιάχτρο πισωπάτησε τυφλωμένο από το έντονο ηλιόφως. Οι φωνές των υπόλοιπων μπράβων απ’ έξω το καλούσαν να βγει.
«Έλα, ψηλέ!».
«Κατέβα, ρε βλάκα!».
«Τελείωνε!».
«Άντε, έλα να δεις σε τι παλάτι σε φέραμε!».
Το Σκιάχτρο ρίγησε καταπίνοντας έναν λυγμό.
«Θα με σκοτώσετε;», ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε τον φρουρό του.
Ο άντρας πίσω του πλατάγισε τη γλώσσα ενοχλημένος.
«Θα κάνουμε ό,τι μας πει ο Ξυλοκόπος να κάνουμε. Όπως και να ‘χει, ό,τι και να ‘ναι, δεν θα το γλιτώσεις. Οπότε μην τρως χρόνο άδικα. Κατέβα».
Το Σκιάχτρο κατέβηκε. Κοίταξε γύρω του απορημένο. Και καθώς τα χέρια των μπράβων το άρπαζαν και το έσερναν ξοπίσω τους, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα σφύριγμα ενθουσιασμού.
Βρισκόταν σε έναν πελώριο κήπο και το οδηγούσαν προς την είσοδο μιας υπερπολυτελούς βίλας.
«Ωραίο μέρος για να πεθάνει κανείς…», μουρμούρισε πικρόχολα στον εαυτό του και τους ακολούθησε.
3
Τη δεύτερη φορά που είχε πάει στον Γκοντό, το Σκιάχτρο τον είχε ρωτήσει:
«Αλήθεια, γιατί σε φωνάζουν Γκοντό;».
Ο άντρας είχε σκάσει σε αυτάρεσκα γέλια.
«Θέλει κι ερώτημα; Γιατί τους έχω όλους στο “περίμενε”!».
Του Σκιάχτρου του είχε φανεί λογική απάντηση.
Είχε ακουμπήσει μπροστά στον Γκοντό ένα μασούρι λιγδιασμένα χαρτονομίσματα και του είχε ζητήσει να του εξηγήσει το παιχνίδι. Ο Γκοντό είχε σφυρίξει εντυπωσιασμένος από το ποσό.
«Αγριεμένος ήρθες, βλέπω! Πολλά λεφτά είναι τούτα για πρώτη φορά, ψηλέ. Μη γκρινιάζεις, αν τα χάσεις και μείνεις πανί με πανί».
«Δεν θα γκρινιάζω».
«Τα έχω ξανακούσει αυτά. Τέλος πάντων, ό,τι θέλεις εσύ. Δεν θα σου χαλάσω το χατίρι».
Ο Γκοντό είχε τσεπώσει το ποσό και είχε γνέψει στο Σκιάχτρο να τον ακολουθήσει.
«Το παιχνίδι ανήκει στον Ξυλοκόπο», ήταν το πρώτο πράγμα που είχε πει. «Η περιοχή εδώ του ανήκει επίσης. Για όσα γίνονται εδώ, για οτιδήποτε συμβαίνει, του πέφτει ο μοναδικός λόγος. Στο λέω από την αρχή για να ‘μαστε ξηγημένοι. Μη δοκιμάσεις να κάνεις καμιά βλακεία, γιατί δεν θα ‘χεις να τα βάλεις μόνο μαζί μου. Κατανοητό;».
Το Σκιάχτρο δεν είχε ξαφνιαστεί από αυτό. Το παρατσούκλι ενός από τους πιο περιβόητους αρχι-μαφιόζους της πόλης δεν του ήταν άγνωστο και το είχε ακούσει να αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις. Ειδικά στους κύκλους όσων ψώνιζαν πρέζα γύρω από τις περιοχές του κέντρου, ήταν εξαιρετικά απίθανο κάποιος να μην έχει μπλέξει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με ανθρώπους που δούλευαν για τον Ξυλοκόπο. Η σκόνη του ήταν η φθηνότερη που κυκλοφορούσε και οι στρατιώτες του φρόντιζαν να εξαφανίζουν γρήγορα και με μπόλικο θόρυβο όποιον τολμούσε να ανταγωνιστεί τις τιμές του. Το Σκιάχτρο είχε πει πως, ναι, ήταν κατανοητό, και είχε συμφωνήσει να μην κάνει καμία βλακεία. Ο Γκοντό είχε φανεί ικανοποιημένος.
Είχαν διασχίσει λαβυρινθώδη κι έρημα στενά του κατά τα άλλα πολυσύχναστου κέντρου, ώσπου είχαν βρεθεί σε ένα βρώμικο αδιέξοδο. Εκεί, ανάμεσα σε ξέχειλους κάδους απορριμμάτων, πεταμένα χαρτόκουτα και παρατημένα αντικείμενα, είχαν βρει να τους περιμένουν ανυπόμονοι δώδεκα άνθρωποι. Ήταν όλοι τους άντρες, όλοι με σπασμένα μούτρα και άρρωστη λάμψη στα βλέμματα, όλοι χαμένα κορμιά. Το Σκιάχτρο δεν γνώριζε κανέναν τους, τους είχε αναγνωρίσει όμως σαν δικούς του ανθρώπους με εκείνη την ενστικτώδη σιγουριά όποιου έχει κοιμηθεί για μέρες στο τσιμέντο με μόνο σκέπασμα τις σταγόνες της βροχής. Είχε προχωρήσει σιωπηλό προς το μέρος τους και είχε διαλέξει τη θέση του ανάμεσά τους. Όλοι το είχαν υποδεχθεί με ένα κοφτό νεύμα. Έτσι απλά είχε γίνει ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα τους.
«Άργησες, Γκοντό!», είχε γρυλίσει ένας από τους άντρες.
Ο Γκοντό είχε απαντήσει με ένα γέλιο.
«Εμένα πρέπει πάντα να με περιμένετε, αγόρια! Είναι απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού…».
Έπειτα είχε εξηγήσει στο Σκιάχτρο τους κανόνες. Ήταν αρκετά σύνθετοι και πολύπλοκοι και, παρά την απλή φύση του ίδιου του παιχνιδιού, επέτρεπαν μια πληθώρα επιλογών στα πονταρίσματα των παιχτών. Στο Σκιάχτρο είχε πάρει λίγη ώρα ώσπου να τους κατανοήσει. Τελικά είχε δείξει πως είχε καταλάβει με ένα νεύμα του κεφαλιού και είχε πει στον Γκοντό πως ήταν έτοιμο να παίξει. Ενθουσιασμένοι οι υπόλοιποι άντρες είχαν εκφράσει την ικανοποίησή τους με κραυγές και σφυρίγματα και ένας-δυο είχαν χτυπήσει φιλικά το Σκιάχτρο στην πλάτη. Όπως έλεγε κάποτε ένας τζογαδόρος φίλος του, μακαρίτης από καιρό, “τα παιχνίδια ενώνουν τα μικρά παιδιά, τους μεγάλους που μένουν για πάντα παιδιά, και τους τελειωμένους αυτού του κόσμου”. Το Σκιάχτρο δεν είχε καμία αμφιβολία σε ποια από τις τρεις κατηγορίες ανήκε. Είχε έρθει, λοιπόν, η ώρα να παίξει.
«Γρήγορα τα πιάνει ο ψηλός», είχε πει κάπως σαρκαστικά ο Γκοντό. «Φυλάχτε τα πορτοφόλια σας, μάγκες!».
Είχαν όλοι τους γελάσει, γέλια νευρικά και πυρετώδη. Δεν τους ένοιαζε το χιούμορ του Γκοντό ούτε αν το Σκιάχτρο θα έχανε ή θα κέρδιζε. Δεν τους ενδιέφερε αν οι τσέπες τους θα ήταν βαρύτερες ή ελαφρύτερες μετά το τέλος του παιχνιδιού. Το μόνο πράγμα για το οποίο διψούσαν ήταν αίμα. Και ο Γκοντό τους το προσέφερε απλόχερα.
Γιατί το σμήνος των ποντικιών εμφανίστηκε στο πρόσταγμά του και άρχισαν να ξεσκίζουν το ένα το άλλο λυσσαλέα, σα μονομάχοι σε αρένα, ενώ γύρω τους ιδρωμένοι άντρες επευφημούσαν και ούρλιαζαν ξέφρενα.
…
Ο Ξυλοκόπος τους περίμενε σε μια άνετη αίθουσα πριβέ μπαρ που βρισκόταν κάπου στον τρίτο όροφο της βίλας του. Ξεχώριζε με την πρώτη ματιά πως ήταν αυτός, παρότι περιτριγυριζόταν από δεκάδες άντρες εξίσου καλοντυμένους και αγριωπούς με τον ίδιο. Υπήρχαν όμως στοιχεία στην κοψιά του που οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες του δεν τα είχαν, στοιχεία που ταίριαζαν γάντι στο απάνθρωπο παρατσούκλι του. Ο αρχι-μαφιόζος ήταν πελώριος άντρας, με δέρμα ηλιοκαμένο και τεράστιες ουλές στο πρόσωπο, στο ξυρισμένο κεφάλι και στα χέρια του. Οι ώμοι του έμοιαζαν με λόφους, η πλάτη του ένα μακρύ και αδιαπέραστο τείχος, κάνοντας το πανάκριβο κουστούμι του να υποφέρει τσιτωμένο στο κορμί του. Είχε το λιγότερο αγριεμένο βλέμμα από όσους τον τριγύριζαν, μέσα στα μάτια του όμως έκαιγε μια φλόγα που τον έκανε να φαίνεται τρομακτικότερος απ’ όλους τους. Ήταν ένας άντρας μαθημένος να ασκεί εξουσία – και όχι μια εξουσία που του είχε δοθεί, μα μια εξουσία που την είχε πάρει ο ίδιος με ματωμένα νύχια και δόντια. Τα χνώτα όλων εκεί μέσα μύριζαν φρέσκο θήραμα, όμως ανάμεσα σε τόσους λύκους ο Ξυλοκόπος ήταν ο Άλφα.
Το Σκιάχτρο είχε πολύ καιρό να παρακολουθήσει τηλεόραση, μιας και σπάνια βρισκόταν στην ευτυχή θέση να υπάρχει μια διαθέσιμη για εκείνο. Διάβαζε όμως συχνά τις εφημερίδες που έμεναν παρατημένες στα τραπέζια των μαγαζιών που τριγυρνούσε για να πουλήσει τα κουλούρια του. Δεν ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε πως αρκετούς από τους συνδαιτυμόνες του Ξυλοκόπου τους γνώριζε εξ όψεως. Δεν μπορούσε να ονοματίσει κάποιους από αυτούς, όμως ήταν βέβαιο περί τίνος επρόκειτο. Κρατικοί αξιωματούχοι, άνθρωποι των δημοτικών αρχών, δημοσιογράφοι των τοπικών μέσων, σίγουρα μερικοί υψηλόβαθμοι μπάτσοι. Όλοι τους άντρες, όλοι τους σε θέσεις που μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι στον Ξυλοκόπο, και φυσικά όλοι τους πρόθυμοι να θυσιάσουν τους όρκους τους στον βωμό των χρημάτων και της εύνοιάς του. Καθώς τραβολογιόταν από τους μπράβους μες στην αίθουσα, το Σκιάχτρο ένιωσε τα βλέμματα όλων αυτών να καρφώνονται στο λιπόσαρκο κορμί του αρπακτικά, πεινασμένα. Η αγέλη ήθελε να τραφεί και ο αρχηγός της είχε μόλις φέρει το θήραμα.
Ασυναίσθητα το Σκιάχτρο έκανε να πισωπάτησει. Μια δυνατή σπρωξιά το έριξε στα γόνατα.
Υπήρχαν φυσικά γυναίκες στον χώρο, όμως όχι πλάι στον Ξυλοκόπο. Περιφερόμενες σα διακοσμητικά στοιχεία τσιμπούσαν από τον μπουφέ που βρισκόταν στην άλλη μεριά της αίθουσας, περιτριγυρισμένες από σωματοφύλακες και ορισμένους νεαρούς με ποδιές σημαδεμένες με τη μάρκα κάποιας εταιρείας κέτερινγκ, οι οποίοι έπαιζαν τον ρολό των σερβιτόρων. Μαζί τους συγχρωτίζονταν και ορισμένοι ακόμα μπράβοι, που έμοιαζαν να βρίσκονται εκτός βάρδιας. Η εξουσία είχε σαφές φύλο εκεί, και ο οικοδεσπότης τους ήταν εκείνος που κρατούσε τα ινία της. Οι άντρες που ο λόγος τους μετρούσε στέκονταν από τη μια, όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι μαζεμένοι από την άλλη. Ένας απλός, ξεκάθαρος διαχωρισμός. Καθώς έτριβε τα πονεμένα του γόνατα, το Σκιάχτρο χαμογέλασε πικρόχολα. Έξω στους δρόμους τα πράγματα έμοιαζαν συχνά πιο ρευστά, πιο δυναμικά. Μα φυσικά, απ’ ό,τι φαινόταν, η ψευδαίσθηση τελείωνε μόλις κοιτούσε κανείς απευθείας στον πυρήνα.
«Θα προχωρήσεις μπροστά ή θα με αναγκάσεις να σε σύρω μέχρι εκεί;».
Σήκωσε το βλέμμα του απρόθυμο. Ο μπράβος που το φρουρούσε στο βανάκι στεκόταν ακριβώς από πίσω σου, το χέρι του απλωμένο σε μια προσφορά βοήθειας. Το Σκιάχτρο ανασήκωσε τους ώμους και άφησε τον άντρα να το σηκώσει όρθιο. Με σκυμμένο το κεφάλι, προφυλάσσοντας τα μάτια του από τα έντονα φώτα, περπάτησε αργά προς τον Ξυλοκόπο.
«“Μην περιμένετε να σας κυνηγήσουν για να κρυφτείτε”…», μονολόγησε και άφησε ένα κοφτό γελάκι. «Ευχαριστώ, μεγάλε Σάμιουελ! Πολύ που με ωφέλησε…».
«Μην παραμιλάς μπροστά του», μουρμούρισε στο αυτί του ο μπράβος.
Το Σκιάχτρο σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στον αρχι-μαφιόζο.
«Ώστε εσύ είσαι αυτός που δοκίμασε να ξεφύγει από τον Γκοντό», είπε ο Ξυλοκόπος.
«Μάλιστα, κύριε».
Ο πελώριος άντρας του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Το δικό του ήταν πελώριο και κοφτερό, ταιριαστό στο σκληρό του πρόσωπο. Ένα χαμόγελο λύκου.
«Ε λοιπόν, καλώς ήρθες στην παρέα μας, μικρέ!».
Όλοι γύρω γέλασαν.
Γέλασε και το Σκιάχτρο.
4
«Πρέπει να βρεις έναν εγγυητή», του είχε πει ο Γκοντό, την τέταρτη φορά που το Σκιάχτρο είχε πάει σε εκείνον.
«Έναν εγγυητή;».
«Αχά».
«Τι σόι εγγυητή;».
«Κάποιον δικό σου άνθρωπο, κάποιον που θα εγγυηθεί για σένα».
«Δεν καταλαβαίνω… Για τι πράγμα να εγγυηθεί;».
Ο Γκοντό του είχε χαρίσει ένα από τα γνωστά πλέον σαρκαστικά γέλια του. Το Σκιάχτρο τον είχε βρει ξαπλωμένο σε ένα παγκάκι να καθαρίζει τα δόντια του με τα νύχια, ταΐζοντας με τα υπολείμματα έναν γκρίζο αρουραίο που είχε βολευτεί στο στήθος του. Το Σκιάχτρο είχε σταθεί από πάνω του, με τα μέλη του άτονα από το ξενέρωμα της ηρωίνης και από όλο το τρέξιμο των προηγούμενων ημερών, και έτσι όπως τον είχε κοιτάξει από ψηλά, είχε για μια στιγμή φανταστεί τον εαυτό του να σκύβει και να στραγγαλίζει τον άντρα, να τον πνίγει ώσπου να δει κάτουρο να λερώνει το παντελόνι του και τη γλώσσα του να ξεπροβάλει μπλαβιασμένη από το στόμα. Φυσικά αυτό το είχε μόνο φανταστεί, δεν το είχε κάνει πράξη – ούτε καν ήξερε γιατί του είχε περάσει αυτή η εικόνα τόσο ζωντανή μπροστά από τα μάτια. Δεν είχε προηγούμενα με τον Γκοντό, ίσα-ίσα η επαφή τους είχε υπάρξει αρκετά καλή ως εκείνη τη στιγμή. Είχε πράγματι βγάλει μερικά καλά χρήματα χάρη στον άντρα και δεν είχε θελήσει ούτε στιγμή να ρισκάρει αυτή τη σχέση τους. Ίσως να έφταιγε το ό,τι τον είχε κοιτάξει από ψηλά, ίσως να ήταν απλά θέμα θέσης – μια έμφυτη ανθρώπινη τάση για καταπάτηση και άσκηση εξουσίας προς όποιον βρίσκεται χαμηλότερα. Το Σκιάχτρο δεν είχε μπορέσει να εξηγήσει εκείνη την αλλόκοτη παρόρμηση, είχε όμως πιάσει τον εαυτό του να σφίγγεται για να την καταπνίξει.
«Πραγματικά δεν έχεις την παραμικρή ιδέα από τέτοια πράγματα, έτσι δεν είναι, ψηλέ;». Ο Γκοντό είχε ανασηκωθεί κάπως απότομα, τρομάζοντας τον αρουραίο, που είχε πηδήξει ενοχλημένος από πάνω του και είχε τρυπώσει στο κοντινότερο φρεάτιο. «Για να στο εξηγήσω κομψά-κομψά, εγγυητής είναι κάποιο σχετικά κοντινό σου πρόσωπο, με κάποια περιουσιακά στην άκρη, που για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να φανταστώ δέχεται να πληρώσει τα σπασμένα στην αρκετά πιθανή περίπτωση που εσύ χάσεις κάμποσα φράγκα και δεν μπορείς να τα ξεπληρώσεις… ή στην πιο απίθανη περίπτωση που αποφασίσεις να το σκάσεις για να μην το κάνεις. Το ‘πιασες;».
«Δηλαδή θέλεις κάποιον που θα τσεκουρώσει ο Ξυλοκόπος, αν εγώ εξαφανιστώ για να μην πληρώσω;».
Ο Γκοντό είχε καγχάσει δυνατά.
«Ο Ξυλοκόπος θα τσεκουρώσει εσένα ούτως ή άλλως, αν πας να εξαφανιστείς! Όχι, αυτό που θέλουμε είναι κάποιος που θα πληρώσει μετρητό στη θέση σου, αν εσύ μπεις μέσα για τα καλά. Τώρα το ‘πιασες;».
«Το ‘πιασα», είχε απαντήσει το Σκιάχτρο. «Δεν έχω κανέναν τέτοιον όμως».
«Κανέναν;».
«Έλα τώρα… Κοίτα με, σοβαρά, κοίτα με. Θα ήμουν σε αυτή την κατάσταση, αν έστω και ένας έδινε δεκάρα για μένα;».
Ο Γκοντό του είχε ρίξει ένα σύντομο διερευνητικό βλέμμα κι έπειτα είχε χαμογελάσει με αποδοχή.
«Ξέρω πως δεν λες ψέματα, ψηλέ. Το ξέρω, γιατί ο Ξυλοκόπος έχει ήδη κάνει την έρευνά του για σένα. Συγγενής που θα δεχόταν να πληρώσει έστω και τις τσίχλες σου δεν υπάρχει, πράγματι. Φίλους αληθινούς δεν έχεις, και αν έχεις κανέναν είναι και αυτός στην ίδια μοίρα με σένα. Μόνο μια νοσοκόμα υπάρχει που σε έχει περιθάλψει με λίγο περισσότερη προσοχή μια-δυο φορές, έτσι δεν είναι; Αλλά κι εκείνη ούτε για το δικό της νοίκι δεν έχει να πληρώσει, άρα μας είναι άχρηστη – μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να τη βλάψουμε».
«Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Για να μου δείξεις πόσα καλά με ξέρετε; Δεν πρόκειται να σας κάνω μαλακίες, Γκοντό, στο υποσχέθηκα από την πρώτη μέρα αυτό».
«Αν δεν έχεις κανέναν για εγγυητή», είχε συνεχίσει σα να μην τον είχε καν ακούσει ο Γκοντό, «τότε θα πρέπει να βρούμε κάτι άλλο, κάποια συμφωνία, κάτι να εγγυηθείς…».
«Μα γιατί;».
«Γιατί δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε στην καλή σου πρόθεση, Σκιάχτρο. Τι νομίζεις ότι κάνουμε εδώ, λειτούργημα; Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις σε αυτή τη ζωή, πόσο μάλλον στα πράγματα που έχεις έρθει να μπλέξεις! Τίποτα δεν προσφέρεται δίχως συνέπειες, φιλαράκο».
«Το να χάσω τα λεφτά που ποντάρω δεν είναι συνέπεια;».
Ο Γκοντό είχε κουνήσει πέρα-δώθε το κεφάλι αρνητικά, με ένα τρομακτικό χαμόγελο στο άσχημο μουτσούνι του.
«Το να χάσεις τα λεφτά που ποντάρεις είτε ακριβώς το ίδιο με το να κερδίσεις. Είναι θέμα τύχης. Το να σου σπάσω τα δάχτυλα ένα-ένα για να μάθεις να μην ποντάρεις λάθος ελαφρά τη καρδία, αυτό μάλιστα, είναι συνέπεια! Και αφού δεν έχεις εγγυητή…».
«…θα πρέπει να εγγυηθώ κάποια συνέπεια», είχε συμπληρώσει τα λόγια του το Σκιάχτρο.
Ο Γκοντό είχε γνέψει ικανοποιημένος.
«Και αυτό θέλετε; Αν χάσω τόσα που δεν θα έχω να ξεπληρώσω, να μου σπάσετε τα δάχτυλα;».
«Ω μη γίνεσαι ηλίθιος! Πολύ που χέστηκε ο Ξυλοκόπος για τα δάχτυλά σου! Και τι κερδίζει με το να στα σπάσει, ψηλέ;».
«Τι θέλεις τότε; Τι θέλεις να του εγγυηθώ;».
Το χαμόγελο του Γκοντό είχε ασχημύνει κι άλλο.
«Αν δεν μπορείς να τον ξεπληρώσεις με λεφτά», είχε πει και στο Σκιάχτρο είχε φανεί πως η φωνή του άντρα κάπως τρεμούλιαζε ηδονικά, «θα τον ξεπληρώσεις με υπηρεσίες. Αν χάσεις και δεν έχεις να πληρώσεις, ψηλέ, θα έρθεις να δουλέψεις για τον Ξυλοκόπο!».
«Και τι έχει να κερδίσει ένας μαφιόζος, αν ένας πρεζάκιας σαν εμένα μπει στη δούλεψή του;».
«Αυτό άσε να απασχολεί τον ίδιο. Λοιπόν, σε ακούω: δέχεσαι ή σε κόβω από τα παιχνίδια και πας πίσω στο σπίτι σου αυτή εδώ τη στιγμή;».
Το Σκιάχτρο είχε σταθεί σκεπτικό για μερική ώρα. Είχε προσπαθήσει να αναλογιστεί τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά. Πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει η όλη κατάσταση, πόσο βαθιά στην άβυσσο θα κατρακυλούσε αν έφτανε στο σημείο να τα χάσει όλα. Είχε ξύσει το κεφάλι και είχε κλείσει τα μάτια και είχε δοκιμάσει να φέρει στο μυαλό του τις πιο σκληρές εικόνες που μπορούσε να φανταστεί. Μην το κάνεις!, είχε ουρλιάξει σιωπηλά στον εαυτό του. Σήκω και φύγε, θα σου τη φέρουν! Πού πας να μπλέξεις, ηλίθιο πρεζάκι; Αρκετά σκατά δεν λερώνουν ήδη τα παπούτσια σου; Γύρνα πίσω στη μιζέρια σου και στην πρέζα σου και στα κουλούρια σου και κάτσε ήσυχο πια!
Όμως το αίμα που ράντιζε την άσφαλτο, τα σκληρίσματα, τα κατακόκκινα μάτια, δεν έφευγαν εύκολα από το μυαλό του. Οι κραυγές του πλήθους, των νέων συντρόφων του, ηχούσαν στα αυτιά του δυνατότερα από τη φωνή της σκέψης του. Ανήκε σε μια κοινότητα πλέον, ένιωθε κομμάτι αυτών των ανθρώπων που μαζεύονταν κάθε λίγες μέρες για να ποντάρουν τα λεφτά και τις ψυχές τους στα ποντίκια. Η ιδιόμορφη αρένα το γέμιζε ενέργεια, του προσέφερε λίγες στιγμές έντασης, έναν καινούριο εθισμό τόσο διαφορετικό, τόσο πιο ζωντανό από τη λήθη της ηρωίνης. Και εκείνη η εύκολη αίσθηση των κερδισμένων χαρτονομισμάτων στα δάχτυλά του…
Με τα πολλά, είχε ανασηκώσει τους ώμους του, αβέβαιο.
«Δέχομαι…».
Ο Γκοντό είχε φτύσει στην παλάμη του τότε, είχε απλώσει το χέρι του και το Σκιάχτρο του το είχε σφίξει διστακτικά. Είχαν ανταλλάξει μια χειραψία που επισημοποιούσε τη συμφωνία τους πολύ πιο αυστηρά από οποιοδήποτε έγγραφο και σφραγίδα. Γιατί οι συμφωνίες των δρόμων κλείνονταν με σάλιο και πληρώνονταν με αίμα. Και ένα παιδί των δρόμων σαν το Σκιάχτρο το καταλάβαινε πολύ καλά αυτό.
«Πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους για να παίξετε», είχε πει ο Γκοντό και είχε σηκωθεί από το παγκάκι.
Το Σκιάχτρο τον είχε ακολουθήσει. Και είχε κερδίσει.
…
Τον οδήγησαν όλοι μαζί σαν ένας άλλος Μακάβριος Χορός, μια πομπή καθοδηγούμενη από τον Ξυλοκόπο, με το Σκιάχτρο να ακολουθεί στο κατόπι του και όλους τους πλούσιους συνδαιτυμόνες, τις συνοδούς τους και τους μπράβους να βαδίζουν ξοπίσω, πίνοντας και γελώντας και ανυπομονώντας για την αιματηρή συνέχεια. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και του φάνηκε λαβυρινθώδης. Η ομήγυρη έκανε τόση φασαρία και τα φώτα σε κάθε σημείο της βίλας ήταν τόσο έντονα, τα πάντα τόσο απαστράπτοντα, που το Σκιάχτρο βάδιζε ζαλισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια. Βλέμμα χαμηλά, πέλματα σερνόμενα, μια απροσδιόριστη σκοτοδίνη που το έκανε να παραπατάει. Όταν όλα αυτά θα τελείωναν, δεν θα θυμόταν πώς να γυρίσει πίσω. Όμως ακόμα δεν είχαν τελειώσει. Το πάρτι είχε μόλις ξεκινήσει και η ατραξιόν πήγαινε να πάρει τη θέση της για να διασκεδάσει τους καλεσμένους. Είχε μια αποστολή να εκτελέσει.
Ένα χέρι στον ώμο έκοψε για μια στιγμή το άτσαλο βάδισμά του. Δεν το χτυπούσε ούτε το έσπρωχνε, μόνο άφηνε μια αίσθηση μεταξύ αμηχανίας και συμπόνιας. Το Σκιάχτρο στράφηκε για να δει –για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα– τον μπράβο που το φρουρούσε στο πίσω μέρος του βαν. Το πρόσωπο του άντρα ήταν ανέκφραστο, στο απαλό σφίξιμο των δαχτύλων του όμως το Σκιάχτρο μπορούσε να καταλάβει περισσότερα απ’ όσα τα μάτια του άφηναν να φανούν.
«Δεν ξέρω πώς θα καταλήξεις, αδερφάκο, όμως ίσως κάτι να μπορώ να κάνω για τη φίλη σου τη νοσοκόμα… ή για όποιον άλλον μπορεί να έχεις που να νοιάζεσαι εκεί έξω. Αν θες να μου πεις κάτι, αν έχεις καμιά παραγγελία να μου δώσεις, κάτι που να θες να γίνει και να περνά από το χέρι μου, τώρα είναι η ώρα».
«“Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα…”», απάντησε σαν υπνωτισμένο το Σκιάχτρο.
Ο μπράβος ξεφύσηξε παραιτημένος και έμεινε παραπίσω.
Δεν ήταν σίγουρο πόσην ώρα περπατούσαν, όταν δυο δυνατά χέρια το ανάγκασαν να σταματήσει. Ύψωσε το βλέμμα άτονα για να αντικρίσει ένα παράξενο άδειο δωμάτιο. Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι με αλλόκοτες σκηνές, θολές φιγούρες από κάρβουνο που έμοιαζαν να εμπλέκονται σε κάποιου είδους πάλη. Κάμερες καταγραφής ήταν τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της οροφής. Στο κέντρο του δαπέδου βρισκόταν οριοθετημένο με κόκκινη μπογιά ένα μεγάλο οκτάγωνο και στο εσωτερικό του, πεσμένος στα γόνατα, κάτωχρος και φοβισμένος, περίμενε ένας άντρας. Το Σκιάχτρο πετάρισε τα βλέφαρα ξαφνιασμένο. Τον ήξερε εκείνο τον άνθρωπο. Τον είχε γνωρίσει στις ποντικομαχίες του Γκοντό. Ήταν ένας πολύ συχνός τζογαδόρος, πολύ συχνός μέχρι τη στιγμή που είχε απλά σταματήσει να εμφανίζεται. Κανείς δεν είχε αναρωτηθεί πού είχε εξαφανιστεί, όπως δεν είχαν αναρωτηθεί για κανέναν άλλον. Σε κάθε παιχνίδι κάποιοι παλιοί παίχτες απουσίαζαν και κάποιοι νέοι έρχονταν για να πάρουν τη θέση τους. Και όλοι τους συναποτελούσαν το ίδιο σύνολο, την ίδια πάντα κοινότητα, όσο και αν τα μέλη της άλλαζαν. Το Σκιάχτρο άφησε έναν απαλό αναστεναγμό, μια έκφραση ηττημένης κατανόησης. Όλοι μας χρωστάμε στον Ξυλοκόπο, σκέφτηκε. Όλοι όσοι βρεθήκαμε έστω για μια φορά στη ζωή μας να περιμένουμε τον Γκοντό…
«Ένα πράγμα σου είπα, ψηλέ. Ένα πράγμα, γαμώ το κέρατό μου: Μην προσπαθήσεις να το σκάσεις! Αλλά φυσικά, έπρεπε να κάνεις του κεφαλιού σου, έτσι δεν είναι; Όπως κάθε τζογαδόρος…».
Του ήταν γνωστή αυτή η φωνή. Μα βέβαια, απόρησε πώς δεν τον είχε προσέξει νωρίτερα. Ανάμεσα από το γελαστό πλήθος που έσπρωχνε το Σκιάχτρο προς το οκτάγωνο, ξεπρόβαλε στριμωχτά ο μικροσκοπικός Γκοντό. Τα κιτρινιάρικα μάτια του κοίταξαν από χαμηλά το Σκιάχτρο, ένα βλέμμα αγανάκτησης ανάκατης με λίγο σαδισμό. Το κουστούμι που φορούσε του έπεφτε μακρύ και φάνταζε τελείως ξένο πάνω του, κι όμως ο ίδιος έδειχνε να αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα καθώς περιφερόταν συντροφιά με όλους εκείνους τους φραγκάτους τύπους μες στη βίλα. Το Σκιάχτρο τον κοίταξε μπερδεμένο κι ο Γκοντό του έκλεισε το μάτι με νόημα. Έπειτα, κάποιο χέρι το έσπρωξε ανάμεσα στους κοκκαλιάρικους ώμους του και το Σκιάχτρο βρέθηκε να παραπατά μες στο οκτάγωνο, απέναντι από τον άλλο χαμένο τζογαδόρο. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ξέχειλα από απορία και τρόμο και τότε το Σκιάχτρο κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί – το κατάλαβε πριν κανείς προφτάσει να του το πει.
«Εδώ παίζουν άλλοι, ψηλέ, όχι εσύ!», φώναξε πίσω από την πλάτη του ο Γκοντό. «Εδώ εσύ είσαι το ποντίκι! Κι έχω ποντάρει σε σένα, γι’ αυτό φρόντισε ν’ αντέξεις! Με ακούς, Μίκυ Μάους; Φρόντισε ν’ αντέξεις!».
Το Σκιάχτρο στράφηκε προς το πλήθος αναζητώντας έλεος από τον Ξυλοκόπο, όμως παραήταν ζαλισμένο, ο κόσμος πολύς και τα φώτα τόσο λαμπερά –πώς μπορεί να άστραφταν έτσι;– και δεν κατάφερε να τον διακρίνει. Γύρισε ξανά αδύναμα προς τον άλλο τζογαδόρο για να του μιλήσει, μα το μόνο που πρόφτασε να δει ήταν η γροθιά του να έρχεται. Το στόμα του γέμισε αίμα και παραπάτησε στο πλάι. Άντρες και γυναίκες άρχισαν να ουρλιάζουν ενθουσιασμένοι, όμως στα αυτιά του Σκιάχτρου έφταναν μόνο σκληρίσματα ποντικών. Τα πάντα έσβησαν σε μια δίνη φωτός.
5
Όλες τις φορές που είχε πάει στον Γκοντό, το Σκιάχτρο είχε βγει κερδισμένο. Όχι με πάρα πολλά χρήματα, κάποιες μέρες μάλιστα είχε βρεθεί πολύ κοντά στη συντριβή, όμως εν τέλει κάθε φορά η πλάστιγγα είχε γύρει ελαφρώς προς το μέρος του.
Κάποτε όμως, είχε φθάσει και η στιγμή της χασούρας. Και όπως κάθε τζογαδόρος που έχει μάταια πιστέψει πως η τύχη έχει γίνει ερωμένη του, όταν άρχισε να χάνει, δεν σταμάτησε ποτέ.
Όσο έχανε, τόσο πείσμωνε. Κι όσο πείσμωνε, όλο περισσότερο αγχωνόταν. Το καταφύγιο της ηρωίνης, που για λίγο καιρό το είχε σχεδόν ξεχάσει καθώς ο τζόγος την αντικαθιστούσε στο υποσυνείδητό του πάνω στον θρόνο της ανάγκης, είχε αρχίσει πάλι να φαντάζει αναπόφευκτο στα μάτια του. Έχυνε το δηλητήριο στο αίμα του πιο συχνά, ένιωθε να το χρειάζεται πιο απεγνωσμένα από ποτέ. Όταν εμφανιζόταν στην αρένα, τα μάτια του μισόκλειναν και αναγκαζόταν να στέκεται αδύναμο με τη ράχη σε κάποιον κοντινό τοίχο, παρακολουθώντας τις ποντικομαχίες με δυσκολία, κάνοντας διαρκώς λάθος επιλογές και πονταρίσματα. Και καθώς οι αισθήσεις του βυθίζονταν στη γλυκιά αποστασιοποίηση της ηρωίνης, οι οικονομίες και οι ελπίδες του βυθίζονταν με τη σειρά τους στο βάραθρο του Ξυλοκόπου.
Την τελευταία φορά που είχε πάει στον Γκοντό, είχε καταλήξει πεσμένο στα γόνατα, με το μέτωπο να χαϊδεύει τη βρόμικη άσφαλτο, άτονο και αδύναμο μπροστά στον άντρα.
«Και τι σκατά θες να κάνω;», είχε γκρινιάξει θεατρινίστικα ο Γκοντό, καθώς το Σκιάχτρο του είχε έντρομο αραδιάσει ένα κάρο δικαιολογίες που είχε σκαρφιστεί επί τόπου για να μην υποχρεωθεί να ξεπληρώσει σύμφωνα με την εγγύησή του. «Να καθαρίσω εγώ για πάρτη σου απέναντι στον Ξυλοκόπο; Μήπως να σε βγάλω κιόλας από πάνω; Θέλεις να σου δώσω όσα φράγκα έχω, να σε κάνω άρχοντα και μάγκα; Λέγε, ρε μαλάκα!». Κάποια στιγμή, αφού είχε βλαστημήσει θεούς και δαίμονες και είχε ηρεμήσει, είχε ρίξει ένα θλιμμένο βλέμμα στο πρόσωπο του Σκιάχτρου και είχε ακουμπήσει με τον ώμο στον κοντινότερο τοίχο, σταυρώνοντας τα χέρια ξεφυσώντας. «Σοβαρά τώρα… Τι θες να κάνω, ψηλέ;».
«Μια ευκαιρία ακόμα… Δώσε μου μια τελευταία ευκαιρία…».
«Για να με κρεμάσει πλάι-πλάι με σένα ο Ξυλοκόπος; Δεν θα ‘σαι με τα καλά σου!». Ο Γκοντό είχε καγχάσει άγρια. «Σε είχα προειδοποιήσει. Δεν με πήρες σοβαρά, απ’ όσο καταλαβαίνω. Πρόβλημά σου. Από αυτή τη στιγμή, η ψυχή σου ανήκει σε εκείνον. Αύριο πρωί-πρωί φρόντισε να είσαι εδώ για να τον γνωρίσεις, και μην κάνεις καμιά μαλακία να το σκάσεις, με ακούς, ψηλέ; Μην κάνεις καμιά μαλακία να το σκάσεις!».
Το Σκιάχτρο δεν τον είχε ακούσει…
…
Ενθουσιώδη χειροκροτήματα έκαναν την αίθουσα να σειστεί. Ζητωκραυγές άγριες σαν ουρλιαχτά ζώων αντηχούσαν στους τοίχους, τρύπωναν στο κεφάλι του και απειλούσαν να το ανατινάξουν. Το Σκιάχτρο σύρθηκε με το πρόσωπο στο δάπεδο. Βαθιές, οδυνηρές ανάσες. Μέλη που έτρεμαν σπασμωδικά. Μερικά πλευρά σπασμένα. Αίμα στο στόμα και στα μάτια. Ζω! Να πάρει, ακόμα ζω! Έκανε να ανασηκωθεί κι ένας τρομερός πόνος σούβλισε το δεξί του χέρι. Ξανάπεσε με το σαγόνι στο δάπεδο και έμεινε εκεί, φτύνοντας κόκκινο σάλιο με κάθε αναπνοή, περιμένοντας την καρδιά του να σπάσει. Ζω… Μα τι στο καλό είχε μόλις συμβεί;
Ο αντίπαλός του κειτόταν νεκρός μερικά μέτρα παραδίπλα. Νεκρός στα σίγουρα, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Το Σκιάχτρο είχε σταματήσει να του χτυπά το κεφάλι στο έδαφος μόνον όταν ήταν βέβαιο πως ο ήχος που άκουγε και ξανάκουγε ήταν το κρανίο του άντρα που συνθλιβόταν. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα πάλευαν μεταξύ τους. Μα την αλήθεια, δεν είχε καν καταλάβει πότε ξεκίνησαν να μάχονται. Τα πρώτα χτυπήματα τα είχε δεχθεί κουλουριασμένο σε μια γωνία του οκταγώνου, με τα χέρια του πλήθους να το σπρώχνουν ξανά και ξανά προς τα μέσα, εμποδίζοντάς το να παραιτηθεί του αγώνα. Είχε κλάψει και είχε παρακαλέσει όλο αυτό να τελειώσει. Ο αντίπαλός του έκλαιγε κι εκείνος. Με δαγκωμένα χείλη και δάκρυα στα μάτια σφυροκοπούσε το Σκιάχτρο με τις γροθιές του, ψιθυρίζοντας κάτι που ακουγόταν ανάμεσα στους λυγμούς του σα “συγγνώμη”. Μια πονεμένη, φονική συγγνώμη. Εκείνος ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Είχε επιλέξει να επιζήσει.
Τελικά, το ίδιο είχε επιλέξει και το Σκιάχτρο.
Και κόντρα στις πιθανότητες που θα ήθελαν ένα αδύναμο και άμαθο σε καυγάδες πρεζάκι να χάνει κατά κράτος σε μια μάχη σώμα με σώμα, τα είχε καταφέρει. Ζω! Ανάσαινε ακόμα. Τα χειροκροτήματα που γέμιζαν την αίθουσα ήταν για εκείνο. Ήταν ο ήρωας της γιορτής. Ο μονομάχος που είχε κερδίσει. Ο μελλοθάνατος που θα έβλεπε μια ακόμα ημέρα. Και ήταν εξουθενωμένο.
«Συγχαρητήρια, ψηλέ!». Η φωνή του Γκοντό έφτανε στα αυτιά του θολωμένη. Ο μικρόσωμος άντρας στάθηκε μπροστά του χειροκροτώντας κι έτεινε το χέρι του για να βοηθήσει το Σκιάχτρο να σηκωθεί. «Ο Ξυλοκόπος είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου. Έδωσες ρέστα εδώ πέρα, ποιος να το περίμενε! Ενενήντα εννιά αγώνες του οφείλεις ακόμα». Ένα κοφτό γελάκι, αιχμηρό σα ξυράφι, συνόδεψε αυτά τα λόγια. «Μόλις τους βγάλεις πέρα, έχει εξοφλήσει. Έλα, Μίκι Μάους, σήκω! Έλα να γιορτάσουμε την πρώτη νίκη σου!».
Αδύναμα το Σκιάχτρο σήκωσε το κεφάλι, αναζήτησε με το βλέμμα το πρόσωπο του Γκοντό. Πρόσωπο σαύρας, πράγματι – ένα ερπετό που ήξερε καλά κάτω από ποια πέτρα να κρυφτεί για να επιβιώσει, σε ποια σκιά να καλυφθεί, σε ποια τρύπα να τρυπώσει. Ένας γαμημένος εκμεταλλευτής, ένας προδότης, πιο σιχαμερός και άθλιος από τα ανθρωποφάγα τέρατα που υπηρετούσε. Το Σκιάχτρο αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται και για μια στιγμή ένιωσε μια βαθιά ανάγκη να ξεράσει χολή και αίμα στα πόδια του Γκοντό. Στο μυαλό του ξύπνησε η φωνή του καταραμένου κλεπταποδόχου: «Ο Γκοντό υπάρχει επειδή υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εσάς». Τώρα το έβλεπε καθαρά, το ένιωθε κεντημένο στο πετσί του – οι άντρες που μαζεύονταν για να τζογάρουν στα ποντίκια, που έπαιζαν τις ψυχές τους στην αρένα, δεν συναποτελούσαν καμία κοινότητα, δεν ήταν παρά ανακυκλώσιμο λάδι στη μηχανή του Ξυλοκόπου. Το ίδιο κι εγώ…
«Ενενήντα οκτώ…», ψέλλισε το Σκιάχτρο ενώ έδινε το χέρι του στον Γκοντό.
«Πώς;». Ο άντρας το κοίταξε απορημένος, καθώς το βοηθούσε να σταθεί στα πόδια του. Οι επευφημίες για τον μαχητή που σηκωνόταν απογειώθηκαν, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. «Τι είπες, ψηλέ; Δεν σε άκουσα…».
«Είπα…». Καθώς στεκόταν όρθιο, οι κραυγές του πλήθους άρχισαν να το γεμίζουν με δύναμη. Τα πόδια του έπαψαν σιγά-σιγά να τρέμουν και στάθηκε δίχως να χρειάζεται άλλη βοήθεια. Τώρα πια, έτσι όπως ορθωνόταν μπροστά του και τον κοιτούσε από ψηλά, ο Γκοντό του έμοιαζε νάνος, ένα θλιβερό υποκείμενο δίχως δική του δύναμη και θέληση, μια μικρή σκιά μπερδεμένη στη σκιά του Σκιάχτρου. Ανάσανε βαθιά, ρούφηξε τον αέρα που παλλόταν από το χειροκρότημα, πήρε στα πνευμόνια του τη λατρεία των θεατών και την άφησε να κυλήσει στο αίμα του, να φτάσει μέχρι το τελευταίο σημείο του κορμιού του. Κι όταν τελικά ξεφύσηξε, αισθάνθηκε για μια στιγμή σα θεότητα που εκπνέει τον άνεμο, δυνατή και ασυγκράτητη, άσπλαχνη, μια θεότητα που ορίζει τις τύχες όσων πετιούνται στην αρένα. «Οφείλω άλλους ενενήντα οκτώ αγώνες. Όχι ενενήντα εννιά!». Και άρπαξε τον Γκοντό από τον λαιμό.
Πίσω από την πλάτη του οι φωνές μετατράπηκαν σε στριγκλιές αποθέωσης. Άκουσε τους μπράβους να τρέχουν, να βρίζουν, να πασχίζουν να το φτάσουν για να σταματήσουν το φονικό. Όμως οι θεατές δεν τους το επέτρεψαν. Νέο αίμα θα χυνόταν στο οκτάγωνο και εκείνοι, αγέλη λύκων διψασμένη, ποθούσαν όσο τίποτα να το μυρίσουν. Πάνω από όλες τις κραυγές, η βαριά φωνή του Ξυλοκόπου επέβαλε την τάξη.
«Αφήστε τους να παλέψουν!», είπε ο άντρας που διέταζε τους άλλους άντρες.
Οι μπράβοι τους άφησαν. Δεν είχαν επιλογή.
Ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί εκείνη τη μέρα που τον κοιτούσε ξαπλωμένο στο παγκάκι. Κάτουρο λέκιασε το παντελόνι του Γκοντό και η γλώσσα του ξεπρόβαλε μπλαβιασμένη από τα χείλη του. Ο μικρόσωμος άντρας τραντάχτηκε και χτυπήθηκε σαν το ψάρι, αφήνοντας πνιχτά γρυλίσματα που δεν άργησαν να μετατραπούν σε ρόγχους. Το κορμί του σταδιακά βάρυνε, τα γόνατά του λύγισαν και το Σκιάχτρο κύρτωσε σαν απαίσια αψίδα από πάνω του, συνεχίζοντας να τον στραγγαλίζει με δόντια γυμνωμένα και μάτια που έκαιγαν από έναν πυρετό πιο δυνατό από αυτόν του τζόγου, πιο καυτό από της ηρωίνης. Με μιαν αόριστη έκπληξη ανακάλυψε πως αισθανόταν σκληρό ανάμεσα στα πόδια. Χαμογέλασε. Και καθώς έπαιρνε τη ζωή του τρισάθλιου μπάσταρδου, απεκδύθηκε τον ουδέτερο μανδύα του. Από “το” μεταμορφώθηκε σε “ο”, και το Σκιάχτρο δεν υπήρχε πλέον. Αρσενικός πια, λύκος ανάμεσα στους λύκους, συνέτριψε το πρόσωπο του ανώνυμου άντρα στο δάπεδο και ύψωσε τα χέρια του ψηλά, διεκδικώντας ακόμα περισσότερο χειροκρότημα, δάφνες και δώρα, τον τίτλο του ήρωα. Το πλήθος των πλούσιων καθαρμάτων του τα προσέφερε όλα. Τα φώτα δεν τον τύφλωναν πλέον, τον έλουζαν σε ένα αμόλυντο λευκό. Είχε εξαγνισθεί. Σαν φοίνικας είχε αναφλεγεί από τη φωτιά που τον έκαιγε και είχε αναγεννηθεί από τις στάχτες του.
«Δεν σου οφείλω κανέναν αγώνα!», φώναξε κοιτώντας τον Ξυλοκόπο. «Δεν είμαι το Σκιάχτρο. Δεν είμαι ποντίκι στην αρένα. Είμαι ο Γκοντό! Αυτός που περιμένουν όλοι!».
«Μα φυσικά και είσαι!», είπε γελώντας ο Ξυλοκόπος και όλοι ούρλιαξαν αφηνιασμένοι.
Σήκωσαν στα χέρια τους τον νέο Γκοντό και τον πέταξαν στον αέρα ζητωκραυγάζοντας. Με κάθε τίναγμα από τα δεκάδες χέρια, το κορμί του, το πρόσωπό του, η ψυχή του, ανυψώνονταν όλο και πιο κοντά στο φως. Ο βωμός είχε χορτάσει με αίμα και τώρα επιβράβευε εκείνον που τον είχε ταΐσει. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια του, ένα ξέσπασμα ανακούφισης που δεν περίμενε να νιώσει. Η αγέλη άνοιξε την αγκάλη της να τον υποδεχθεί και ο αρχηγός της, ο Άλφα λύκος, του προσέφερε μια θέση στο πλάι του.
Στο θέατρο του παραλόγου είχε βαπτιστεί ξανά. Το όνομά του ήταν Γκοντό και τα πλήθη τον περίμεναν.
Ήταν πια ο βασιλιάς της αρένας.
ΡΩΜΑΝΟΣ