Ο αγώνας των μη εχόντων ενάντια στους έχοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες ονομάστηκε για πρώτη φορά «ταξικός πόλεμος» το 1826 στη Νέα Υόρκη από την Φράνσις Ράιτ, «αυτή την τολμηρή και φιλήδονη ιεροκήρυκα της ακολασίας», όπως τη χαρακτήρισε ένας συντηρητικός συγγραφέας της εποχής. Αλλά εκείνο τον καιρό, και για κάποιο διάστημα αργότερα, ο πόλεμος αυτός ήταν απλά λεκτικός. Οι διάφοροι μεταρρυθμιστές, που τότε επιτιμούσαν τη νεαρή Δημοκρατία, ικανοποιούνταν με άγρια λεκτικά ξεσπάσματα που κατάγγελλαν τα κοινωνικά και οικονομικά δεινά της εποχής.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1830, μετανάστες – στο μεγαλύτερο ποσοστό τους Γερμανοί, Ιρλανδοί και Ολλανδοί– άρχισαν να καταφθάνουν στη Γη της Επαγγελίας σε σημαντικούς αριθμούς και έκτοτε τα γεγονότα εργασιακής βίας ήταν συχνά.


Κατά το δεύτερο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα συχνά λάμβαναν χώρα «εξεγέρσεις», όπως τις αποκαλούσε ο Τύπος, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν αυθόρμητες, ανοργάνωτες και χωρίς ηγεσία απεργίες, για μεγαλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας γι’ αυτούς τους δύστυχους ξένους εργάτες που οδηγούνταν στην απόγνωση. Η εθνοφυλακή συχνά καλείτο για να καταστείλει αυτά τα ξεσπάσματα. Άνθρωποι σκοτώνονταν και περιουσιακά στοιχεία καταστρέφονταν ή υφίσταντο ζημιές.
Ανάμεσα σε αυτούς τους μετανάστες εργάτες, έφτασαν στις ΗΠΑ οι σοσιαλιστικές ιδέες και αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερα ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα που έθεσε τις βάσεις για το 8ωρο.


Μέχρι το 1886 η αγκιτάτσια για το οχτάωρο συνεχιζόταν σε ολόκληρη τη χώρα.Στο Σικάγο οι αναρχικοί πρωταγωνιστούσαν στην όλη κατάσταση. Διοργάνωναν συναντήσεις στις όχθες της λίμνης. Το πλήθος που μαζευόταν αποτελούνταν κυρίως από άνεργους πεινασμένους άνδρες, πολλοί απ’ τους οποίους δεν είχαν καν μέρος να κοιμηθούν. Η κόκκινη σημαία υψωνόταν σ’ αυτά τα μαζέματα και οι ομιλητές εξηγούσαν ότι αυτή ήταν «ένα σύμβολο του λαϊκού επαναστατικού πνεύματος». Μετά εμφανίστηκε και η μαύρη σημαία «συμβολίζοντας τη φτώχεια και την πείνα –την απελπισία».
Την ίδια στιγμή οι εργοδότες συναντιούνταν για να συζητήσουν για το δυσοίωνο κίνημα για το οχτάωρο, για τους «καταραμένους αναρχικούς» και για το «τι θα έκαναν για όλα αυτά». Οι μεγάλοι επιχειρηματίες ήταν υπερβολικά πανικοβλημένοι για να σκεφτούν λογικά ̇ πίστευαν ότι η αγκιτάτσια για το οχτάωρο ήδη είχε προχωρήσει υπερβολικά και έπρεπε να λάβει τέλος.
Όλα έμοιαζαν να συνωμοτούν για την κορύφωση της κρίσης. Ο χειμώνας αυτή τη χρονιά ήταν βαρύς και έκανε τους φτωχούς να υποφέρουν τρομερά.
Οι αναρχικές εφημερίδες δημοσίευαν βίαια άρθρα. Η Die Arbeiter Zeitung έγραφε στις 21 Απρίλη του 1886: «Όποιος υποτάσσεται στη σημερινή τάξη πραγμάτων δεν έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται για τους καπιταλιστικούς εκβιασμούς, γιατί η τάξη σημαίνει τη διατήρηση τους ̇ και αυτός που ξεσηκώνεται… είναι ένας εξεγερμένος και δεν έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται αν βρεθεί αντιμέτωπος με στρατιώτες. Κάθε τάξη υπερασπίζει τον εαυτό της όσο καλύτερα μπορεί. Ένας εξεγερμένος που στέκεται μπροστά στα κανόνια των εχθρών του με τα χέρια άδεια, είναι ανόητος».
Ο χειμώνας πέρασε και η μεγάλη μέρα –η πρώτη του Μάη– πλησίαζε. Για την καθιέρωση του 8ώρου, οργανώθηκε απεργία των εργατών για την 1η Μάη, στην οποία συμμετείχαν περίπου 65 χιλιάδες εργάτες. Παράλληλα, χιλιάδες μπάτσοι και χαφιέδες περικύκλωσαν την πόλη. Οι εργοδότες αποφάσισαν να μη προβούν σε άλλες παραχωρήσεις προς τους εργαζομένους. Η ιδέα του οχταώρου έπρεπε να καταπολεμηθεί.
Το απόγευμα της 3ης Μαΐου, υπήρχε μεγάλος αριθμός απεργών στο νοτιοδυτικό τμήμα του Σικάγο. Σύμφωνα με τις καπιταλιστικές εφημερίδες σημειώθηκαν συγκρούσεις και η αστυνομία κλήθηκε να καταστείλει τις ταραχές. Όπως συμβαίνει συνήθως, όταν κλήθηκε η αστυνομία, οι εργαζόμενοι πνίγηκαν στο αίμα. Σε αυτήν την περίπτωση, πυροβόλησαν επτά εργάτες και τσάκισαν πολλές εκατοντάδες αλύπητα.
Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε τους κυριότερους αναρχικούς επαναστάτες της πόλης – τους Σπάιζ, Φήλντεν, Στσουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ και άλλους, ακόμα και τους 25 τυπογράφους της «Εργατικής Εφημερίδας». Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς που η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει παρά το φοβερό κυνηγητό, ενώ οι εφημερίδες απαιτούσαν συνοπτικές δίκες και εκτελέσεις των ενόχων.
Η δίκη τους ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου και τελείωσε στις 20 Αυγούστου 1886, όπου οι επτά καταδικάσθηκαν σε θάνατο και ο Όσκαρ Νημπ καταδικάσθηκε σε 15 χρόνια φυλάκιση. Ο Φήλντεν και ο Σουώμπ έκαναν αίτηση για χάρη και η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια. Οι υπόλοιποι ζήτησαν ελευθερία ή θάνατο, με αποτέλεσμα οι τέσσερις να εκτελεστούν στις 11 Νοεμβρίου 1887 ενώ ο Λινγκ αυτοκτόνησε την προηγούμενη πυροδοτώντας ένα τσιγάρο με δυναμίτη μέσα στο στόμα του.
Η μεγάλη απεργία του Μάη του 1886, ήταν ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας, καθώς ήταν, καταρχήν, η πρώτη φορά που οι ίδιοι οι εργάτες προσπάθησαν να αποκτήσουν μικρότερη μέρα εργασίας με ενωτική δράση. Αλλά αυτή η απεργία ήταν η πρώτη που πραγματοποιήθηκε στη βάση της Άμεσης Δράσης σε μεγάλη κλίμακα, η πρώτη στην Αμερική, παρά τις πολλές προσπάθειες που είχαν γίνει. Είχε διαρκή αποτελέσματα, γιατί έσπασε τον πέτρινο τοίχο της πολύωρης δουλειάς. Ό, τι κέρδισαν οι εργάτες δεν χάθηκε ποτέ εντελώς. Οι ώρες εργασίας δεν ήταν ποτέ τόσο πολλές, στο σύνολό τους, μετά το 1886, όσο πριν από εκείνη την εποχή.

Το κείμενο βασίζεται σε αποσπάσματα από το βιβλίο του Λούις Άνταμς «Η ταξική βία στην Αμερική», εκδ. Διάδοση και από το άρθρο της Λούσι Πάρσονς «The Eight-Hour Strike of 1886»

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s