Την 28η Απριλίου του 2021 και εν μέσω μιας πανδημίας που μετρούσε ήδη 78.000 νεκρούς, ξέσπασε στην Κολομβία η μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση από τη δεκαετία του 1970. Στη Γενική Απεργία που εξελίχθηκε σε εκτεταμένη κοινωνική εξέγερση οδήγησε ένα σύνολο παραγόντων, οι βασικότεροι από τους οποίους ήταν οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που έχουν προκαλέσει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η αρπαγή του φυσικού πλούτου της χώρας από τις πολυεθνικές, η κρατική τρομοκρατία που εκδηλωνόταν με δολοφονίες αγωνιστών και αγωνιστριών στις πόλεις και στην ύπαιθρο, η έξαρση της βίας μεταξύ ομάδων που εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών, η μη τήρηση από την κυβέρνηση της συμφωνίας ειρήνης που υπογράφηκε το 2016 μεταξύ κράτους και FARC και η διαφθορά της κυβέρνησης του Ιβάν Ντούκε που επέλεξε να χαρίσει στις τράπεζες τα χρήματα που προορίζονταν για τη διαχείριση του covid.


Οι περισσότερες βέβαια από τις παραπάνω παθογένειες δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, αλλά τις βίωνε ο κολομβιανός λαός για δεκαετίες. Συχνά αναρωτιόμαστε μέχρι ποιο σημείο μια κατάσταση ακραίας φτώχειας και καταπίεσης μπορεί να γίνει ανεκτή. Δεν υπάρχει κάτι σαν μαθηματικός τύπος της εξέγερσης, ούτε γνωρίζουμε τι θα πυροδοτήσει κάθε φορά τα ταξικά αντανακλαστικά. Στην περίπτωση της Κολομβίας φαίνεται ότι αυτό ήταν η αμήχανη στιγμή κατά την οποία ο Υπουργός Οικονομικών, Αλμπέρτο Καρασκίγια, δεν ήξερε να απαντήσει, όταν ρωτήθηκε πόσο κοστίζει μια ντουζίνα αυγά.
Ήδη η λαϊκή δυσαρέσκεια είχε εκφραστεί μέσα από τις μαζικές διαδηλώσεις του Νοέμβρη του 2019 και η κυβέρνηση την διατηρούσε σε χαμηλή φωτιά, υποσχόμενη έναν «εθνικό διάλογο» και εκμεταλλευόμενη την πανδημία. Έτσι, το πακέτο των νεοφιλελεύθερων μέτρων του προέδρου Ντούκε στο φορολογικό σύστημα, το ασφαλιστικό και τον τομέα της υγείας, αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Βέβαια, παρόμοιες πολιτικές εφαρμόζονται σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής χωρίς να υπάρχουν αντιδράσεις τέτοιους μεγέθους. Γιατί στην Κολομβία και γιατί τη δεδομένη στιγμή; Ίσως αυτό που έκανε τη διαφορά, ήταν το γεγονός ότι η οικονομική κρίση και η πολιτική κρίση που προϋπήρχαν, συνέπιπταν πλέον με την απώλεια εμπιστοσύνης προς τη δικαιοσύνη και με την απαξίωση των σωμάτων ασφαλείας.
Το απρόβλεπτο κύμα διαμαρτυριών επεκτάθηκε από τις μεγάλες πόλεις στις αγροτικές περιοχές της χώρας με τη συμμετοχή νέων, φοιτητών, ιθαγενών και συνδικάτων. Οι αποκλεισμοί εθνικών οδών και τα μπλόκα που στήθηκαν στις εισόδους των πόλεων, το γκρέμισμα αγαλμάτων Ισπανών κατακτητών, αποτέλεσαν σημαντικά στοιχεία στο ρεπερτόριo συλλογικής αντίστασης. Ιδιαίτερα τα μπλόκα υπήρξαν το πιο δυνατό εργαλείο του κινήματος που του επέτρεψε να χτυπήσει την άρχουσα τάξη εκεί που πονάει: στην τσέπη. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για απώλεια 10 δισεκατομμυρίων πέσος για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το Κάλι, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, αποτέλεσε το επίκεντρο της εξέγερσης. Μια πόλη στην οποία το ζει μεγάλο ποσοστό Aφροκολομβιανών από τα παράλια του Ειρηνικού και εκτοπισμένων εξαιτίας της βίας πληθυσμών, μια πόλη στην οποία η ανεργία μεταξύ των νέων αγγίζει το 31%, μια πόλη με έντονη την παρουσία συμμοριών που αποτελούνται από νεαρούς χωρίς ελπίδα για το μέλλον, τους λεγόμενους «νίνις».
Σε Κάλι και Μπογκοτά περίπου τρεις συνεχόμενους μήνες παράλληλα με τις διαδηλώσεις, οργανώθηκαν δεκάδες “σημεία αντίστασης”, όπου λειτουργούσαν σταθμοί πρώτων βοηθειών και κοινοτικές κουζίνες, οι οποίες έδωσαν τροφή σε κόσμο που κατοικεί στον δρόμο ή σε φτωχογειτονιές. Καθώς οι διαμαρτυρίες εξαπλώνονταν σε ολόκληρη τη χώρα, έγινε αντιληπτή η αναγκαιότητα για μια οργανωμένη άμυνα. Ο κόσμος που βρισκόταν στους δρόμους ακολουθώντας το παράδειγμα της Χιλής και του Εκουαδόρ, άρχισε να συστήνει τις λεγόμενες Πρώτες Γραμμές, μηχανισμούς προστασίας από τις επιθέσεις της αστυνομίας. Είδαμε Πρώτες Γραμμές αποτελούμενες από μαθητές/τριες, από ιθαγενείς, ακόμα και από μητέρες διαδηλωτών/τριών.
Την εξέγερση υποδέχτηκε η άρχουσα τάξη και ο κρατικός της μηχανισμός με ακραία καταστολή, επιστρατεύοντας το σώμα των βαριά οπλισμένων ESMAD και του στρατού, τις μυστικές υπηρεσίες και τις παραστρατιωτικές ομάδες των πόλεων που αυτοαποκαλούνται «Πολίτες του Καλού» και αναλαμβάνουν το βρώμικο έργο των εν ψυχρώ δολοφονιών των διαδηλωτών/τριών. Μέλη των ομάδων αυτών δεν δίστασαν να πυροβολήσουν ενάντια στο καραβάνι των ιθαγενών της Κάουκα, τραυματίζοντας σοβαρά την αγωνίστρια Ντανιέλα Σότο. Aπό τα ακριβά τους αυτοκίνητα, αυτοί οι τύποι της καλής κοινωνίας του Κάλι, που πήγαν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, που νομίζουν, ότι η χώρα είναι δική τους, που ξεβολεύτηκαν επειδή δεν μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους σα να μην τρέχει τίποτα, επιτέθηκαν στη Μίνγκα, στην ιθαγενική κινητοποίηση που παλεύει να χτίσει μια χώρα στην οποία να υπάρχει γη για όλους, νερό, καθαρός αέρας, μια κοινωνία χωρίς τόσον ρατσισμό, στην οποία να μην καθορίζει το χρήμα το ποιοι έχουν δικαίωμα στη ζωή.
Νίκες και χαμένες ευκαιρίες
Πέρα από τα αιτήματα των συνδικαλιστικών ηγεσιών που προσανατολίζονταν στον διάλογο με την κυβέρνηση, η πλειονότητα των ανθρώπων που βρέθηκε σε δρόμους και σε λαϊκές συνελεύσεις, συνέκλινε σε ένα μίνιμουμ διεκδικήσεων που περιλάμβαναν την απόσυρση του νόμου για τη φορολογική μεταρρύθμιση, τη δωρεάν εγγραφή στις πανεπιστημιακές σχολές, τη παύση της βίας, τη διάλυση των ESMAD και τη τήρηση της Συμφωνίας Ειρήνης εκ μέρους της κυβέρνησης. Ήδη από τον πρώτο μήνα των διαμαρτυριών το κίνημα πέτυχε την απόσυρση του φορολογικού νόμου, την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών και του αστυνομικού διοικητή του Κάλι, απέτρεψε τη δαπάνη δισεκατομμυρίων για την αγορά 24 πολεμικών αεροσκαφών και εξασφάλισε τη δωρεάν εγγραφή στο πανεπιστήμιο για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 για όσους και όσες προέρχονται από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα.
Επιπλέον, η εξέγερση έθεσε στον δημόσιο διάλογο το αίτημα για μια ριζική αναδιάρθρωση της αστυνομίας, ανέδειξε τη συμμαχία των νέων των πόλεων με τις αγροτικές και τους ιθαγενικές κοινότητες ως δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα, έκανε δυνατή τη συμμετοχή των απλών ανθρώπων σε ανοικτές συνελεύσεις και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, έχτισε λαϊκές βιβλιοθήκες, και διαδικασίες αυτομόρφωσης, καθώς οι ίδιοι οι νέοι και οι νέες από τις φτωχογειτονιές, συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα να αποκτήσουν γερές πολιτικές και οργανωτικές βάσεις. Μετέτρεψε τους δημόσιους χώρους σε τόπους συνάντησης, συζήτησης, πολιτικής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Και το κυριότερο: η λαϊκή εξουσία έμοιαζε για εκείνο το διάστημα να είναι μια υπαρκτή δυνατότητα που ξεφεύγει από τη σφαίρα της ουτοπίας.
Εκτός από τις νίκες, χρειάζεται να καταμετρήσουμε και τις απώλειες, κυρίως τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι οποίες πονάνε και κραυγάζουν για δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τη ΜΚΟ Temblores, μέχρι τις 20 Ιουλίου τα αποτελέσματα της αστυνομικής βίας σε όλη τη χώρα περιελάμβαναν 1,747 τραυματισμούς, 103 οπτικούς τραυματισμούς, 35 βιασμούς, 2.000 συλλήψεις. Για τις δολοφονίες τα στοιχεία των διαφόρων οργανώσεων και οργανισμών δεν συγκλίνουν, αλλά κυμαίνονται από 40 (πηγή Temblores) μέχρι 83 (πηγή Indepaz). Οι διαφορές αυτές οφείλονται στο ότι εξακολουθεί να είναι υψηλός ο αριθμός των ατόμων που αγνοούνται, πολλά από τα οποία σταδιακά εμφανίζονται να επιπλέουν σε κάποιο από τα εκατοντάδες ποτάμια της χώρας.
Μετά από δέκα εβδομάδες συνεχών δράσεων, το κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζει μια εξέγερση: τον ίδιο της τον αυθορμητισμό. Αν και ο αυθορμητισμός είναι απαραίτητος, ως η αρχική σπίθα που αιφνιδιάζει το κράτος και την άρχουσα τάξη, μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο, αν απουσιάζει παντελώς η οργάνωση και η συνειδητοποίηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη δεδομένη ιστορική στιγμή. Κάποιες Πρώτες Γραμμές ζήτησαν να γίνει μια μεγάλη συνάντηση του κινήματος τον Ιούνιο με στόχο τη διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος που θα έθετε ως πρωταρχικό στόχο την κατάκτηση της εξουσίας. Το σκεπτικό ήταν ότι για να παραμένεις σε έναν αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα σχέδιο γι’αυτό το καλύτερο αύριο. Μια τέτοια πανεθνική συνάντηση δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί, καθώς άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια της κόπωσης σε όσους και όσες βρίσκονταν στους δρόμους, οι οποίοι/ες, άλλωστε πλήρωναν ένα υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
Η Εθνική Επιτροπή Απεργίας, δηλαδή οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, εκμεταλλεύτηκαν αυτήν το φθορά για να καλέσουν σε τερματισμό της απεργίας στις 15 Ιουνίου. Αν και η επιτροπή αντιπροσώπευε μόνο μια μικρή μερίδα αγωνιστών/τριών, προκάλεσε την απόσυρση από τις κινητοποιήσεις πολλών σωματείων εργαζομένων. Η νεολαία και οι ιθαγενείς ήταν πλέον οι βασικές μερίδες του κινήματος που συνέχισαν τον αγώνα, με ηρωικές στιγμές όπως το γκρέμισμα του αγάλματος του Χριστόφορου Κολόμβου στην Μπαρανκίγια. Ωστόσο, ουσιαστικά η εξέγερση βάδιζε προς το τέλος της, με την εκλογική οδό να μετατρέπεται σε ελπιδοφόρα προοπτική για μεγάλο κομμάτι του κινήματος.
Οπισθοχώρηση ενόψει των εκλογών
Όταν οξύνθηκε η καταστολή, το κίνημα διεκδικούσε την παραίτηση της κυβέρνησης Ντούκε. Μπορεί αυτό να μην επιτεύχθηκε, αλλά η δημοτικότητα της κυβέρνησης έπεσε στο 18%. Αυτό δείχνει πολλά περισσότερα από τη διαφαινόμενη εκλογική ήττα του κόμματός του: δείχνει ότι το ρεύμα του ουριμπισμού έχασε μεγάλο ποσοστό της κοινωνική υποστήριξης την οποία απολάμβανε. Η ακροδεξιά που έχει συσπειρωθεί γύρω από τον πρώην πρόεδρο Άλβαρο Ουρίμπε, μια ακροδεξιά που πετύχαινε την επανεκλογή της (ακόμα και μετά το σκάνδαλο των περίπου 10.000 αθώων πολιτών που δολοφονήθηκαν ως δήθεν αντάρες από τον ίδιο τον στρατό της χώρας), απαξιώθηκε απολύτως στα μάτια της κολομβιανής κοινωνίας. Η κυβέρνηση Ντούκε δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει το σκιάχτρο των αφοπλισμένων αντάρτικων, για να δικαιολογήσει την καταστολή. Αν και η καταστολή εναντίον αγωνιστών και αγωνιστριών συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, δεν έχει την ίδια κοινωνική νομιμοποίηση που είχε κάποτε, αντίθετα, η προσφυγή της κυβέρνησης σε αυτήν δείχνει ότι έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Αυτή η κυβέρνηση με τα πήλινα πόδια θα μπορούσε να έχει ανατραπεί με μια καλύτερη οργάνωση του αγώνα. Δυστυχώς, η Εθνική Επιτροπή Απεργίας αποφάσισε να αναβάλει για αργότερα, δηλαδή για τις επερχόμενες εκλογές της 29ης Μαιου 2022, αυτό που θα μπορούσε να είχε πετύχει από τον περασμένο Ιούνιο: το τέλος της κυβέρνησης Ντούκε. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες απέδειξαν για άλλη μια φορά, ότι δεν έχουν άλλη προοπτική πέρα από τη διαπραγμάτευση με το κράτος για την επίτευξη μεταρρυθμίσεων.
Τη δυναμική της εξέγερσης και τις ελπίδες εκατομμυρίων Κολομβιανών προσπαθεί να καρπωθεί τώρα ο αριστερός προεδρικός υποψήφιος, Γκουστάβο Πέτρο, ο οποίος, ως άλλος Γκαμπριέλ Μπόριτς, είχε επίσης ζητήσει τον τερματισμό της εξέγερσης. Μένει να δούμε, πώς θα αντιμετωπίσει το επόμενο διάστημα αυτόν και μια πιθανή κυβέρνησή του, η γενιά που χτίστηκε στους δρόμους, η γενιά που απέδειξε ότι τα όνειρά της για μια πιο δίκαιη κοινωνία, είναι δυνατότερα από τον φόβο.

Γη και Ελευθερία – Tierra y Libertad

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s