
Η εκτίναξη της τιμής των καυσίμων, με τη συνακόλουθη πληθωριστική εκτόξευση του κόστους των βασικών καταναλωτικών αγαθών, φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κοινωνικό βάρος της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης», τα υπερκέρδη των ενεργειακών μονοπωλίων και την επαπειλούμενη ενεργειακή φτώχεια. Πολύ πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο Έλληνας ολιγάρχης που εδώ και χρόνια ηγείται του ιδιωτικού πλιάτσικου στις υποδομές και στην εμπορία ενέργειας δήλωσε προκλητικά πως «το κράτος πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες το κόστος της πράσινης μετάβασης».
Τι είναι όμως η πράσινη μετάβαση; Σε ένα πρώτο επίπεδο το ζήτημα μοιάζει μάλλον τεχνικό. Και είναι αλήθεια πως η τεχνική διάσταση του ζητήματος είναι υπαρκτή. Γιατί δεν είναι μόνο η εναλλαγή των πηγής της ενέργειας, αλλά και η μετάβαση από ένα κεντρικό, κρατικά ελεγχόμενο, δίκτυο σε ένα αποκεντρωμένο και ιδιωτικό. Σε αυτό το πλαίσιο κρίσιμοι παράγοντες όπως η ευστάθεια των δικτύων, η συμβατότητα των διαφόρων μορφών ανανεώσιμης ενέργειας, αποθήκευσης και μεταφοράς, οι διακυμάνσεις της ζήτησης και της προσφοράς, τα χρηματιστήρια των τιμών και τα συμβόλαια προαγοράς, δημιουργούν έναν τεχνικό δαίδαλο που στις λεπτομέρειες παραμένει προσβάσιμος μόνο στους επαΐοντες.
Όμως, αυτή η περίπλοκα τεχνική γλώσσα του προβλήματος δεν είναι αθώα. Αποσκοπεί στη συγκάλυψη μιας από τις μεγαλύτερες αντιλαϊκές αναδιανομές πλούτου αλλά και μιας από τις σαρωτικότερες λεηλασίες στην δημόσια περιουσία. Στην σύγχρονη κυβερνητική άλλωστε η «τεχνικοποίηση» των κατεξοχήν πολιτικών ζητημάτων είναι ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες της πολιτικής εξαπάτησης, που στοχεύει στην εξάλειψη κάθε κοινωνικής κριτικής πίσω από την τεχνοκρατική γλώσσα των ειδικών. Όμως το ζήτημα της ενέργειας, της κατοχής, της διαχείρισης και της χρήσης της, είναι ήδη από την αρχή του ανθρώπινου πολιτισμού ένα από τα κατεξοχήν πολιτικά ζητήματα.
Σήμερα ξέρουμε πως οι πρώτες οργανωμένες ιεραρχικά κοινωνίες γεννήθηκαν δίπλα στις εύφορες εκτάσεις μεγάλων ποταμών όπως ο Νείλος, το σύμπλεγμα Τίγρης–Ευφράτης, οι μεγάλοι ποταμοί της Κίνας και της Ινδίας. Η ζωτική σημασία ελέγχου του νερού έφερνε για αιώνες τις μικρές αγροτικές κοινότητες σε αιματηρές διαμάχες. Φτάνοντας κάποτε σε ένα modus vivendi οι κοινότητες αποφάσισαν να αναθέσουν σε έναν μηχανισμό συλλογικής εκπροσώπησης τη διαχείριση των νερών. Η σταδιακή γιγάντωση και ισχυροποίηση της «γραφειοκρατίας των νερών», όμως, η οικονομική και πολιτική του αυτονόμηση από τις κοινότητες (που έγιναν τελικά υποτελείς του), οδήγησε στη δημιουργία ενός πρώτο-κράτους ή, όπως συχνά λέγεται, ενός «υδραυλικού μοντέλου αυτοκρατορίας».
Παρατηρούμε λοιπόν πως η μονοπωλιακή κατοχή και διαχείριση ενός ζωτικού πόρου (νερό, τροφή, ενέργεια κ.α.) δεν αποτελεί απλά ένα πολιτικό ζήτημα, αλλά τη γενεσιουργό αιτία της κρατικομονοπωλιακής εξουσίας. Τι γίνεται όμως με την ενέργεια; Όταν ξεκίνησαν τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούνταν από μικρές ιδιωτικές εταιρίες με ελάχιστη κάλυψη της επικράτειας, ενώ το ρεύμα που πουλούσαν ήταν πανάκριβο και απρόσιτο για τους πολλούς. Όμως κάθε φορά στην ιστορία που η ιδιωτική αγορά φτάνει σε τέλμα, το κράτος επεμβαίνει για να διευρύνει τα όρια της. Η δημιουργία μεγάλων μονοπωλιακών κρατικών δικτύων ενέργειας ήταν το απαραίτητο βήμα για τις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούσαν οι υποδομές και για την επέκταση της αγοράς σε κάθε γωνία της επικράτειας. Παρόμοια διαδικασία ακολουθήθηκε στον 20ο αιώνα σχεδόν σε όλα τα κράτη, καπιταλιστικά και μη.
Όπως προστάζει ο ιστορικός ρόλος του κράτους, μετά την ενοποίηση των αγορών υπό κρατικό έλεγχο, έρχεται, σε δεύτερη φάση, η παράδοση όλου αυτού του πλούτου στο ανοιχτό πεδίο κερδοφορίας των ιδιωτών. Η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε με τις υποδομές υγείας, παιδείας, μεταφορών, ελεύθερων χώρων, κοινωνικής ασφάλισης κ.α. ακολουθείται και στην ενέργεια. Αλλά η παράδοση του κοινωνικού πλούτου από το «κόμμα των αφεντικών» (κράτος) απευθείας στα ίδια τα αφεντικά απαιτεί ένα πρόσχημα. Και για την ενέργεια το πρόσχημα ακούει στο όνομα: «πράσινη μετάβαση».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο καπιταλισμός καταστρέφει τον πλανήτη. Η μηχανή της προόδου του εργαλειοποιεί τη φύση σαρώνοντας κρίσιμα οικοσυστήματα. Το μέλλον της ανθρωπότητας (αν καταφέρει να επιβιώσει) ταυτίζεται με μια διαδικασία οικονομικής απομεγέθυνσης, εξάλειψης των ανισοτήτων, οριζόντιας–άμεσης δημοκρατίας και προστασίας της φύσης. Η «πράσινη μετάβαση» όμως εντός του καπιταλισμού όχι μόνο δεν εκπληρώνει αυτούς τους στόχους, αλλά κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην Ελλάδα λ.χ. το «άνοιγμα» της αγοράς ενέργειας, η είσοδος ιδιωτών παρόχων, η ιδιωτικοποίηση των δικτύων και η θεσμοθέτηση του χρηματιστηρίου ενεργειακών παραγώγων, σε συνδυασμό με τα τερατώδη πακέτα δημόσιου χρήματος που δόθηκαν ως επιδοτήσεις στους ιδιώτες (για να επενδύσουν στις ΑΠΕ με τα δικά μας λεφτά), όχι μόνο δεν οδήγησαν στην πολυδιαφημισμένη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά κατέληξαν, σε απόλυτους αριθμούς, στην αύξηση της εξάρτησης από αυτά! Οι ληστρικοί όροι με τους οποίους το κράτος παραχώρησε στους ιδιώτες τον αέρα, τα βουνά και τα δίκτυα της χώρας, όχι μόνο δεν οδήγησε στη μείωση των τιμών εξ αιτίας του «ελεύθερου ανταγωνισμού» (όπως μας έλεγε πριν λίγους μήνες ο Χατζηδάκης) αλλά κατέληξε στη μεγαλύτερη κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στην ιστορία. Ο ντόπιος ρυπογόνος λιγνίτης (των κρατικών εργοστασίων) αντικαθίσταται από το επίσης ρυπογόνο (και δεκάδες φορές ακριβότερο) φυσικό αέριο, σε έναν παραλογισμό με μόνους κερδισμένους λίγους Αμερικάνους ολιγάρχες και το μεγαλύτερο στόλο μεταφοράς LNG στον κόσμο, δηλαδή τους Έλληνες εφοπλιστές.
Ούτε με το κράτος ούτε με τους ιδιώτες
Η εικόνα του οργιώδους πλιάτσικου και των αυξήσεων ίσως δημιουργεί εύλογα σε πολλούς τη νοσταλγία του παλαιού κρατικού μονοπωλίου. Όμως, όπως ήδη είπαμε, η μονοπωλιακή κατοχή ενός κρατικού πόρου όχι μόνο δεν εγγυάται αναδιανεμητικές πολιτικές, αλλά αντίθετα, συνυποθέτει μονοπωλιακές (ή και αυταρχικές) μορφές διακυβέρνησης, εθνικούς ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, ακόμα και πολέμους (όπως τραγικά επιβεβαιώνεται στις μέρες μας). Η λύση μπορεί να έρθει μόνο στην κατεύθυνση της αυτοοργάνωσης των τοπικών κοινοτήτων και στον τομέα της ενέργειας, σαν απαραίτητη προϋπόθεση της συλλογικής τους αποδέσμευσης από το κράτος. Οι σύγχρονες ΑΠΕ στα χέρια των κοινοτήτων και όχι των ιδιωτών, με εταιρικές κολεκτίβες οριζόντιας λαϊκής διοίκησης, μπορούν να δώσουν λύσεις με έμφαση στα μεικτά συστήματα (παραγωγής και αποθήκευσης), στην προστασία του περιβάλλοντος, στη ριζική μείωση της κατανάλωσης. Η ένωση των τοπικών κοινοτήτων, στη βάση ενός μη χρηματικού δικτύου ανταλλαγής πλεονασμάτων ενέργειας μηδενικού αθροίσματος, μπορεί να αποτελέσει ένα πρότυπο συνεργασίας και συλλογικής αυτό-κυβέρνησης για όλους.
Σωτήρης Λ.