
Όταν το 2013 οι αστικοί κύκλοι προετοίμαζαν τα πρώτα βήματα για την προώθηση της καύσης σκουπιδιών, λίγοι ίσως φαντάζονταν πως κυοφορούνταν μια μεγάλη κοινωνική σύγκρουση στην πόλη του Βόλου. Το πεδίο εξάλλου είχε επιλεχθεί σχολαστικά για να μην εκδηλωθούν «κοινωνικές παρενέργειες». Μια εταιρία με ιστορία στην κοινωνική ενσωμάτωση (ΑΓΕΤ). Ένας επιχειρηματικός όμιλος που δε διστάζει πουθενά, ακόμα και στη χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων (Lafarge στη Συρία). Ένα επιχειρησιακό σωματείο «κοινωνικός εταίρος». Δήμαρχοι και περιφερειάρχες (Μπέος και Αγοραστός) manager επιχειρηματικών project. Το ΕΣΠΑ για πλούσια χρηματοδότηση και μια κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) ύπνωσης των λαϊκών διεκδικήσεων που θα κλιμακώσει γοργά το όλο εγχείρημα.
Το εν λόγω εγχείρημα είχε βέβαια την ανάλογη ιδεολογική προετοιμασία. Προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων, «φιλοπεριβαλλοντική» λύση για τη διαχείριση των σκουπιδιών, εξοικονόμηση ενέργειας. Ο όλος σχεδιασμός εξάλλου λάμβανε χώρα σε μία περίοδο που «φούντωνε» ο ενεργειακός πόλεμος σε όλα τα επίπεδα και οι «εναλλακτικές πηγές ενέργειας» και τα «εναλλακτικά καύσιμα» είχαν την τιμητική τους. Η κρίση του καπιταλισμού και η ανάγκη ξεδιπλώματος νέων πεδίων κερδοφορίας ήταν και είναι τελικά η κινητήριος δύναμη για τη γενίκευση ενός πολέμου ενάντια στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
Τι δεν υπολόγισαν οι αστικοί και κυβερνητικοί κύκλοι; Καταρχάς πως για χιλιάδες ανθρώπους όλων των ηλικιών, που έχουν βρεθεί στη δίνη μίας κοινωνικής καταβαράθρωσης δίχως τέλος, ο καθαρός αέρας και η δημόσια υγεία φάνταζαν ως το τελευταίο οχυρό. Κυρίως όμως χαμένοι μέσα στα πλαίσια της διαμεσολάβησης που οι ίδιοι δημιουργούν, ξέχασαν πως υπάρχουν στιγμές που η κοινωνική πλειοψηφία διεκδικεί το δικαίωμα να έχει η ίδια λόγο για το τι θα γίνει στον τόπο που ζει, σπάζοντας τους δεσμούς εκπροσώπησης και ανάθεσης.
Σε αυτή την αφετηρία δομήθηκε το κίνημα ενάντια την καύση σκουπιδιών. Όχι ως ενιαία και αδιαίρετη έκφραση. Το αντίθετο. Με μια διαρκή διαπάλη μεταξύ θεσμικών μορφών διαπραγμάτευσης των επιπτώσεων της καύσης σκουπιδιών και αντιθεσμικών μορφών αγώνα που επιδίωκαν τη συντριβή του συνεχούς κυβερνόντων και επιχειρηματικών συμφερόντων, ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας αυτού του αγώνα. «Τέκνο» αυτής της μακρόσυρτης διαδικασίας ήταν και η συγκρότηση του Συντονισμού Συλλογικοτήτων ενάντια στην καύση σκουπιδιών.
Ο Συντονισμός συλλογικοτήτων εισήγαγε στην κοινωνική και κινηματική διαπάλη την κοινωνική – ταξική αφετηρία των σχεδιασμών που αφορούσαν την καύση σκουπιδιών. Απέμπλεξε το ζήτημα της καύσης από τα στενά του περιβαλλοντικά όρια βάζοντας ζητήματα για το επιχειρηματικό κράτος που λειτουργεί σαν μια ιδιότυπη χούντα εναντίων των κοινωνικών δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των ίδιων των φυσικών παραγόντων που μας περιβάλλουν. Κλιμάκωσε την πολιτική επιθετική θέτοντας στο επίκεντρο της πολεμικής την ίδια την ύπαρξη, λειτουργία και γιγάντωση ενός εργοστασίου (ΑΓΕΤ), με φοβερά επιβαρυντικό αποτύπωμα, εντός ουσιαστικά του αστικού ιστού της πόλης του Βόλου. Έθεσε ως προτεραιότητα την εκδίωξη της Lafarge ως τη μοναδική ρεαλιστική οδό για τον τερματισμό της καύσης σκουπιδιών. Επιδίωξε και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό την ενοποίηση του κινήματος ενάντια στην καύση σκουπιδιών με μια σειρά αντίστοιχα κινήματα που αντιστέκονται στην καταστροφική καπιταλιστική ανάπτυξη από διαφορετικό μετερίζι και ίσως με διαφορετικά επίδικα, αλλά με κοινό παρονομαστή την προσπάθεια για μπλοκάρισμα βασικών επενδυτικών κατευθύνσεων του κεφαλαίου που πλήττουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον, τα κοινωνικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες.
Η κορυφαία στιγμή μέχρι σήμερα του πολύμορφού και πολύχρονου αγώνα ενάντια στην καύση σκουπιδιών είναι η διαδήλωση της 13ης Ιουνίου του 2020. Το σύνθημα να φύγει η Lafarge από την πόλη τρόμαξε ίσως για πρώτη φορά με τόσο ξεκάθαρο τρόπο τα αστικά επιτελεία, που αποφάσισαν να αιματοκυλίσουν για 2 μέρες την πόλη του Βόλου, να τραυματίσουν εκατοντάδες ανθρώπους, να φορτώσουν σε δεκάδες δίκες και διώξεις και να φορτωθούν το θάνατο του συντρόφου μας Β. Μάγγου. Ο Β. Μάγγος είναι νεκρός του κοινωνικού πολέμου που διεξάγουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα και αυτό δεν πρόκειται να το παραχαράξει κανείς. Η διαδήλωση του Ιούνη του 2021, ένα χρόνο μετά, έδειξε πως θα ήταν αφελής όποιος θα βιαζόταν να μιλήσει για το τέλος της κοινωνική αναμέτρηση με τη Lafarge, την ντόπια μαφία που τη στηρίζει και την καύση σκουπιδιών.
Τίποτα δεν είναι ίδιο από εκείνη τη στιγμή που πρωτοξέσπασε ο αγώνας ενάντια στην καύση σκουπιδιών. Η γενικευμένη κοινωνική οργή όμως θα βρει νέους δρόμους για να εκφραστεί. Το ζήτημα της ενέργειας εξάλλου είναι το νούμερο ένα ζήτημα που συζητάει όλη η κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που λείπει δεν είναι κάποιες «μαγικές φιλικές προς το περιβάλλον» πηγές ενέργειας, ούτε η «εθνική ενεργειακή αυτονομία» (που μπορεί να εξελιχθεί και σε μια φιλοπόλεμη ιαχή εντός και εκτός συνόρων…) αλλά ένα άλλο μοντέλο ζωής, ανταγωνιστικό προς τον καπιταλισμό και τα πρότυπά του, που θα επανακαθορίσει τις κοινωνικές ιεραρχήσεις. Αυτή η αναζήτηση μπορεί να φωτίσει και να τροφοδοτήσει τους αγώνες της επόμενης περιόδου.
Οι προκλήσεις στις οποίες έχουμε να ανταπεξέρθουμε είναι πολλές. Είναι να περιφρουρήσουμε τους συντρόφους μας από τα νύχια της «δικαιοσύνης» και των διωκτικών και κατασταλτικών μηχανισμών. Είναι να παλέψουμε ενάντια στο ρεύμα της ενσωμάτωσης και του λιγότερο κακού. Είναι να υπερβούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς επανοηματοδοτώντας τους όρους σύγκρουσης με το κράτος, τους μηχανισμούς του και το επιχειρηματικό κατεστημένο. Το μόνο σίγουρο είναι ένα. Το δίκιο θα κριθεί και πάλι στους δρόμους.
Στάθης Ντ.