Στα τέλη Μαρτίου, ψηφίστηκε «νύχτα» μια τροπολογία, σύμφωνα με την οποία οι εφημερίδες υποχρεώνονται πλέον να αναγράφουν στην ταυτότητά τους διευθυντή και διευθυντή σύνταξης, οι οποίοι θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι μέλη δημοσιογραφικής-εκδοτικής ένωσης. Η κίνηση αυτή έχει ως ξεκάθαρους αποδέκτες όσες εφημερίδες δεν εκδίδονται από ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ή από τα συστημικά, αστικά κόμματα, τις εφημερίδες που αντανακλούν τις θέσεις και τις ιδέες οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και του ελευθεριακού κινήματος, οι οποίες εκδίδονται συλλογικά από αγωνιστές και αγωνίστριες χωρίς απαραίτητα αυτοί να είναι επαγγελματίες δημοσιογράφοι.


Προφανώς, η νέα αυτή τροπολογία δεν εκπλήσσει κανέναν. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, και ιδιαίτερα η εργατική τάξη και οι εκμεταλλευόμενοι, γνωρίζει πολύ καλά πως η «ελευθερία» του Τύπου δεν είναι παρά ένας ευφημισμός, μια φράση που χρησιμοποιούν οι άρχουσες τάξεις προκειμένου να προσδώσουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στο υπάρχον σύστημα. Όπως γνωρίζει από πρώτο χέρι η κοινωνική βάση, η εξουσία πάντα βρίσκει τους τρόπους να μετατρέπει τα μέσα ενημέρωσης σε πομπούς των ιδεολογικών της αφηγημάτων, ενώ παράλληλα, όταν βλέπει πως υπάρχουν μέσα που απειλούν τα συμφέροντά που εξυπηρετεί δεν διστάζει να τα φιμώσει ανοικτά, εφευρίσκοντας διάφορες προφάσεις ή ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολόγηση.


Η προσπάθεια του κράτους να ελέγξει πλήρως την ενημέρωση και να καταστείλει όποια φωνή εκφράζει μια ριζοσπαστική άποψη (ή ακόμα και μια διαφορετική άποψη στα πλαίσια της αστικής αντιπολίτευσης) έχει λάβει τα τελευταία χρόνια τερατώδεις διαστάσεις. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό, καθώς σε περιόδους βαθιάς κρίσης του συστήματος όπως η σημερινή, αυξάνονται οι ριζοσπαστικές φωνές και οι κυρίαρχοι εντείνουν την επίθεσή τους καθώς βλέπουν τα προνόμιά τους να απειλούνται. Θυμόμαστε όλοι την περίοδο της κρίσης όταν σύσσωμα τα συστημικά Μ.Μ.Ε παρουσίαζαν μειοψηφικές θέσεις σαν να ήταν αυταπόδεικτες αλήθειες, σε τέτοιο βαθμό που όσα έλεγαν βρίσκονταν σε απόλυτη αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα. Θυμόμαστε τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησης Σαμαρά, όταν ο αναρχικός και ευρύτερα επαναστατικός λόγος θεσπίστηκε ως παράνομος μέσω του «τρομονόμου», με την αιτιολόγηση ότι αποτελεί έναν λόγο «προτροπής στη βία». Δεν έχουν περάσει παρά μερικοί μήνες από τότε που έβγαινε στη δημοσιότητα η λίστα Πέτσα, από όταν ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των αφεντικών παρουσίαζε ως άκρως επιτυχημένη την κρατική διαχείριση της πανδημίας και έριχνε την ευθύνη για τους χιλιάδες θανάτους στην κοινωνική βάση. Η φίμωση που εφαρμόστηκε κατά την περίοδο της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα, όταν χιλιάδες σελίδες και προσωπικά προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπλοκαρίστηκαν, οι διώξεις σε βάρος εναλλακτικών, ριζοσπαστικών μέσων ενημέρωσης, και μια σειρά από άλλες ενέργειες φανερώνουν την έκταση του προβλήματος.
Σήμερα, το κράτος διαθέτει ένα ολόκληρο νομικό οπλοστάσιο, μέσω του οποίου διαμορφώνει το ίδιο το πλαίσιο έτσι ώστε τα Μ.Μ.Ε να εξυπηρετούν ολοκληρωτικά τα συμφέροντα των προνομιούχων τάξεων. Αν κοιτάξουμε στα ποσά που απαιτούνται προκειμένου να πάρει κανείς τηλεοπτική ή έστω ραδιοφωνική άδεια, θα φτάσουμε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος που να έχει την οικονομική δυνατότητα να προβεί σε αυτή την κίνηση πέρα από τους καπιταλιστές. Ακόμα όμως και όταν μιλάμε για την «δημόσια» (η ακριβέστερα «κρατική») τηλεόραση, βλέπουμε πως αυτή αποτελεί κάθε φορά λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία ελέγχει το περιεχόμενο της ενημέρωσης, όπως έγινε πριν μερικούς μήνες με τα «ραβασάκια» της κυβέρνησης προς τους δημοσιογράφους της ΕΡΤ.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους εξουσιαστές να πάρουν μέτρα υπέρ της «ελευθερίας» του τύπου, καθώς τα Μ.Μ.Ε αποτελούν την τέταρτη εξουσία που στηρίζει το υπάρχον εκμεταλλευτικό οικοδόμημα. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφές πως αν θέλουμε να προβάλλουμε τις δικές μας, τις ριζοσπαστικές/επαναστατικές/ελευθεριακές θέσεις, αν θέλουμε να ενημερώσουμε και να ενημερωθούμε για την πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης, τότε δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να βασιστούμε αποκλειστικά και μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Είναι η ώρα να αναπτύξουμε τις δικές μας δομές αντι-πληροφόρησης: τις δικές μας σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις δικές μας ιστοσελίδες, τις δικές μας εφημερίδες. Τα μέσα εκείνα που θα περιλαμβάνουν άρθρα, απόψεις και νέα για την καθημερινότητα και τον αγώνα από τη σκοπιά των καταπιεσμένων. Μέσα ενημέρωσης που θα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του οργανωμένου, καθημερινού αγώνα.
Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η ύπαρξη της εφημερίδας «Ζερμινάλ», η οποία με το παρόν τεύχος κλείνει ένα χρόνο λειτουργίας. Το εγχείρημα αυτό, όπως και αρκετά άλλα που έχουν ξεπηδήσει το τελευταίο διάστημα, αποτελεί μια προσπάθεια να ασκήσουμε κριτική στο κράτος και το κεφάλαιο, να αναδείξουμε τους αγώνες που εκτυλίσσονται σε κάθε γωνία της γης, να διαδώσουμε την αναρχική ιδέα για τον κόσμο· αποτελεί την απάντηση του ριζοσπαστικού κινήματος στα ψέματα και την προπαγάνδα της κυριαρχίας και έχει ως στόχο την προώθηση της Ιδέας της κοινωνικής επανάστασης. Φυσικά, τα μικρά αυτά εγχειρήματα δεν αρκούν. Πρέπει να πολλαπλασιαστούν, να πλαισιωθούν και να απευθυνθούν πλατιά στο σύνολο της εκμεταλλευόμενης κοινωνίας. Η προσπάθεια ωστόσο έχει ξεκινήσει. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους της εφημερίδας μας, ο αγώνας συνεχίζεται πιο δυναμικά από ποτέ!

Ανδρέας Κ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s