Ήταν μια θερμή, άτονη μέρα, τότε που πέταξα ό,τι μου ‘χε απομείνει. Έφυγα δίχως να χαιρετίσω κανέναν, ούτε τους πιο αγαπημένους μου συντρόφους. Δεν ήμουν ποτέ καλός στα ψέματα και στις δικαιολογίες. Κι όσο για την αλήθεια, πώς θα μπορούσα να την προφέρω; Πώς μπορείς να πεις στους ανθρώπους με τους οποίους έχεις ματώσει πλάι-πλάι ότι δεν θέλεις άλλο, ότι απλώς βαρέθηκες πια;

  Δεν ήταν καμιά ιδιαίτερη μέρα, από αυτές που θα πίστευε κανείς πως παίρνονται οι ιδιαίτερες αποφάσεις. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μόνο πιο μουντή, πιο βαριά, σα να μην ήθελε να κυλήσει. Ο αέρας ήταν πυκνός από τη ζέστη και απ’ τον ήχο των τζιτζικιών. Το τοπίο φαινόταν ξεπλυμένο, σαν πίνακας που έχει αφεθεί στον ήλιο για καιρό και τα χρώματα και οι γραμμές του έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Η ανάσα της ασφάλτου ξεχώριζε αχνά, καυτή και βαριεστημένη καθώς υψωνόταν, ορατή για λιγάκι, προτού σκορπίσει και χαθεί φορτώνοντας ολοένα το βάρος της ατμόσφαιρας. Οχήματα δεν τη διέσχιζαν ούτε πεζοί περπατούσαν παράλληλα στην πορεία της. Μονάχα δυο αδέσποτα σκυλιά έπιανε το μάτι μου, έτσι όπως έτρεχαν το ένα δίπλα στ’ άλλο παίζοντας, μα όταν με προσπέρασαν κι εκείνα και χάθηκαν στην πρώτη στροφή, απόμεινα τελείως μόνος – όπως το είχα επιλέξει. Γιατί οι ιδιαίτερες αποφάσεις παίρνονται συνηθισμένες μέρες και εκείνη η μέρα ήταν η πιο συνηθισμένη απ’ όλες. Τόσο συνηθισμένη που βαριόταν τον εαυτό της. Έφυγα.

  Δεν είχα ιδέα προς τα πού ήθελα να πάω ούτε είχε κάποια σημασία. Το “όχι εδώ” ακουγόταν ιδανικός προορισμός. Μπαγκάζια δεν κουβάλαγα μαζί μου, ούτε τηλέφωνο ή προμήθειες για μεγάλη διαδρομή. Άλλωστε, ό,τι μου ‘χε απομείνει το ‘χα πετάξει πίσω μου. Αποφάσισα να ακολουθήσω την πορεία του ήλιου. Θα ταξίδευα ως Εκεί Που Τελειώνει Η Δύση. Δεν γνώριζα πόσο μακριά βρισκόταν εκείνο το μέρος, όμως είχα τον πιο λαμπρό οδηγό κι έτσι δεν φοβόμουν το ταξίδι. Θα προσπερνούσα το δειλινό. Θα πήγαινα παραπέρα. Και αν ήμουν τυχερός, ο κόσμος που θα ανακάλυπτα δεν θα με κούραζε πια.

  Έτσι ξεκίνησα να βαδίζω σε έναν δρόμο που δεν ήθελε να περπατηθεί, μια μέρα που αρνιόταν νυσταγμένα να νυχτώσει, για ν’ αναζητήσω μια καθόλα καινούρια ζωή.

  Αν δεν έχεις πασχίσει να βαδίσεις σε έναν τέτοιο δρόμο μια τέτοια μέρα, δεν μπορείς καν να διανοηθείς πόσο δύσκολο είναι να πείσεις τα πόδια σου για το κάθε βήμα. Μπορούσα να ακούσω τις σόλες μου να διαμαρτύρονται, ένα σιγανό κι επίμονο τρίξιμο όμοιο με θρήνο που προκαλούσε μυρμήγκιασμα στις πατούσες μου. Με είχα φανταστεί να περπατώ αμέριμνος, με το βλέμμα χαμένο σε έναν πανέμορφο ορίζοντα να ατενίζει τη νέα πραγματικότητα που αναζητούσα. Όμως ο ήλιος έκαιγε τα μάτια μου και αναγκαζόμουν να τα κρατώ χαμηλωμένα. Αντί για τη διαδρομή που απλωνόταν μπροστά μου, αντίκριζα μόνο το μαύρο της ασφάλτου. Η πίσσα ανάσαινε αργά πάνω μου, γέμιζε τα πνευμόνια μου με μια εθιστική αποφορά. Τα ρούχα μου κολλούσαν, ο λαιμός μου το ίδιο. Εγώ είχα ελπίσει σε ένα καλύτερο ξεκίνημα και να που ο δρόμος έβαζε τα δυνατά του για να με αποθαρρύνει. Ήμουν όμως αποφασισμένος, έτσι συνέχισα να περπατάω. Δεν είχα κάτι πια να χάσω άλλωστε.

  Ήταν μια πολυδιασχισμένη διαδρομή, μπορούσα να το καταλάβω ενστικτωδώς. Ίσως τη βάδιζα ολομόναχος, όμως μπορούσα να αισθανθώ τα σημάδια από τις βαριές πατημασιές τόσων και τόσων που την είχαν βαδίσει στο παρελθόν. Δεν τα έβλεπα – τα ένιωθα, όπως νιώθει κανείς τον πόνο πίσω από το καθησυχαστικό χαμόγελο ενός αγαπημένου ανθρώπου. Δεν ήμουν ο πρώτος που είχε επιλέξει τον δρόμο της φυγής. Δεν θα ήμουν κι ο τελευταίος που θα είχε πετάξει ό,τι του ‘χε απομείνει. Αυτή όμως ήταν η δική μου φορά, εκείνο το ταξίδι ανήκε μόνο σε μένα. Οι άλλοι δεν είχαν σημασία. Ήμουν μόνος. Περπάτησα.

  Κάπου είχα διαβάσει κάποτε πως η μεγαλύτερη ελευθερία είναι το να μπορείς να φεύγεις. Δεν είχα ιδέα αν ήταν πράγματι έτσι. Κόντρα στο πείσμα του καιρού και του δρόμου, ήμουν αποφασισμένος να το διαπιστώσω. Με σφιγμένα δόντια και με μια επιμονή που εξέπληττε κι εμένα τον ίδιο, συνέχιζα σταθερά, βήμα στο βήμα, να προχωράω μπροστά. Θα έκανα εκείνη τη μέρα να δύσει είτε το ήθελε είτε όχι. Θα έφερνα το δειλινό κι έπειτα θα το προσπέρναγα, κι όλα θα γίνονταν πια δροσερά και γαλήνια και θα με καλούσαν στον ωραιότερο ύπνο. Εκεί Που Τελειώνει Η Δύση θα πλάγιαζα, σε εκείνα τα άγνωστά μου χώματα, κι επιτέλους θα ξεκουραζόμουν. Σαν άλλο θησαυρό στην άκρη του ουράνιου τόξου, ίσως στο τέλος του δρόμου να κέρδιζα το δικαίωμα στην ανάπαυση. Δίχως απογοήτευση και νοιάξιμο, δίχως βαρίδια πια να με κρατάνε. Ελεύθερος.

  Όπως τα περισσότερα πράγματα, έτσι και το περπάτημα σε εκείνο τον δρόμο αποδείχθηκε απλά θέμα συνήθειας. Δίχως μέτρημα του χρόνου, χωρίς παραστάσεις να εναλλάσσονται, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια στο μαύρο συνέχιζα, και συνέχιζα, και συνέχιζα, ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως πια η ζέστη δεν με ενοχλούσε, ο ήλιος χόρευε παιχνιδιάρικα τριγύρω μου, η μυρωδιά της πίσσας δεν προσπαθούσε να με πνίξει. Τα πόδια μου είχαν ελαφρύνει, οι γάμπες δεν με έκαιγαν πια, η γλώσσα μου δεν κολλούσε από τη δίψα. Ύψωσα δειλά το βλέμμα και αντίκρισα τον ορίζοντα. Δεν ζαλιζόμουν, δεν αισθανόμουν βάρη. Και αν ο δρόμος συνέχιζε να μην επιθυμεί το βήμα μου, εγώ τον είχα τιθασέψει. Τίποτα δεν θα με εμπόδιζε να φτάσω εκεί που ήθελα. Γέλασα.

  Όταν κουράστηκα, σφάλισα τα μάτια και φαντάστηκα τη νέα ζωή που θα ξεκινούσα. Όταν πείνασα, καταβρόχθισα αχόρταγα τα όνειρα που έκανα για το μέλλον. Ξεδίψασα με το αλμυρό νερό από τα ίδια μου τα δάκρυα, τα δάκρυα που έχυσα για όσα είχα αφήσει πίσω, μαζί με τα χρόνια που τους είχα θυσιάσει. Έγδαρα από μέσα μου κάθε παλιά ανάμνηση και με αυτές μπάλωσα τις τρύπες που άνοιγε στα παπούτσια μου η αδυσώπητη άσφαλτος. Έγινα ο ίδιος το καύσιμο της μηχανής μου, έσφιξα τα δόντια και με έσπρωξα μπροστά, μόνο μπροστά, μακριά απ’ όλα. Την ήθελα εκείνη την ελευθερία, την ήθελα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είχα παλέψει κόντρα στον εαυτό μου, είχα αρνηθεί όσα κάποτε είχα πιστέψει ιερά, είχα πετάξει ό,τι μου ‘χε απομείνει, για να την τολμήσω. Θα την αποκτούσα λοιπόν. Όποιο και αν ήταν το τίμημα, ό,τι και αν έπρεπε να σκοτώσω για να τη φτάσω. Θα τη γράπωνα άπληστα σα λεία. Θα γινόταν δική μου. Συνέχισα.

  Δεν κατάλαβα πότε πέρασα τη Δύση. Έμοιαζε σα να περπατούσα ώρες, ίσως όμως να ήταν μέρες ή μεγαλύτερο ακόμα διάστημα. Συνέβη ξαφνικά και απότομα, σε μια κοφτή στροφή αυτού του ατέλειωτου δρόμου. Τη μια στιγμή η άσφαλτος έβραζε κάτω από τις σόλες μου, ο ήλιος ξεγύμνωνε αδιάκριτα τα πάντα. Έστριψα στη στροφή και εκεί δεν υπήρχαν στιγμές, μόνο μια άχρονη κατάσταση αιώνιου δειλινού που με αγκάλιασε από παντού με όλα τα ματωμένα χρώματά του. Και την επόμενη στιγμή, η σελήνη με κοιτούσε μισή και καχύποπτη από ψηλά, φωλιασμένη καλά-καλά στη μαύρη κόγχη ενός ξένου σε μένα ουρανού. Πετάρισα τα μάτια έκπληκτος, κοίταξα γύρω. Η άσφαλτος τελείωνε ακριβώς πίσω από τις φτέρνες μου, σταματούσε κοφτά σα να την είχε γλύψει ένα τεράστιο μαχαίρι. Πατούσα σε μιαν έρημη γη τώρα, άδεια και παγωμένη και δίχως τίποτα να με περιμένει εκεί για μια νέα ζωή. Τίποτα πέρα από κόκκαλα, ανθρώπινα και μη.

  Εκεί Που Τελειώνει Η Δύση. Και πόσα δεν είχα φανταστεί γι’ αυτό τον τόπο. Οι ανάσες ελευθερίας που θα μου πρόσφερε στο στόμα, τα όνειρα που θα έκανα πραγματικότητα σε αυτόν. Μα ποια όνειρα; Τι είχα άραγε ονειρευτεί να κάνω; Ήταν αδύνατο να θυμηθώ. Τα όνειρά μου τα είχα καταβροχθίσει ταξιδεύοντας. Έσυρα με απογοήτευση το βλέμμα μου στο απόλυτο νεκρικό κενό που αντίκριζα. Ήθελα να βάλω τα κλάματα, να θρηνήσω την αδικία της διαδρομής μου, όμως δεν είχα αφήσει μέσα μου ούτε δάκρυα για να χύσω. Είχα πιστέψει πως θα έβρισκα την ελευθερία μου, όμως το ταξίδι με είχε αφήσει γυμνό, άδειο σαν τον προορισμό μου.

  Εκεί Που Τελειώνει Η Δύση βρίσκεται ένας απέραντος νεκρότοπος. Ένα κοιμητήριο χαμένων ψυχών, πλασμάτων απογοητευμένων και παραιτημένων, που θέλησαν τόσο να πιστέψουν πως το φευγιό θα τα οδηγούσε στην ευτυχία. Κι εγώ, ένα ακόμα από δαύτα, χαμένος μεταξύ χαμένων, χωρίς να πιστεύω στα μάτια μου, περπάτησα πάνω στα κουφάρια τους αναζητώντας μάταια ό,τι είχαν γυρέψει κι εκείνα. Περιπλανήθηκα μες στη νύχτα, περίγελος για το φεγγάρι, πατώντας κρανία και άλλα φθαρμένα οστά, κλωτσώντας τα στην άκρη δίχως κανένα σεβασμό για τους νεκρούς, με μια τρελή ελπίδα πως κάτω από το καθένα τους θα ξεπρόβαλε ένα σημάδι, ένα κρυμμένο δώρο, κάτι για να με διαβεβαιώσει πως το ταξίδι μου δεν ήταν άσκοπο. Όμως όλα τους απλά αναπηδούσαν θλιβερά, αφού δεν έκρυβαν από κάτω τους τίποτα – τίποτα πέρα από άλλα κόκκαλα, άλλα κρανία, άλλα απομεινάρια ανόητων σαν κι εμένα.

  Με τα πολλά, έφτιαξα ένα σωρό από κρανία και κάθισα πάνω του κατάκοπος. Ύψωσα το βλέμμα στο φεγγάρι και ξεφύσηξα παραιτημένος. Το κρύο πάγωνε τον ιδρώτα στα ρούχα μου κι άρχισα να τρέμω. Δεν είχα άλλα ρούχα να αλλάξω ούτε κάτι για να σκεπαστώ, δεν είχα τίποτε πέρα από την κούραση και την αποδοχή μου. Είχα χάσει. Είχα φύγει για να απαλλαγώ από τα βάρη, για να βρω τον εαυτό μου. Μα ο εαυτός μου ήταν το μεγαλύτερό μου βάρος και τον είχα πετάξει από πάνω μου δίχως να το καταλάβω. Το μόνο που με περίμενε εδώ ήταν το τέλος.

  Γέλασα πικρόχολα με τη βλακεία μου. Κατά μια έννοια, ίσως και να τα είχα καταφέρει. Να ξεκουραστώ δεν ήθελα; Ε λοιπόν, είχα βρει στ’ αλήθεια έναν τόπο αναπαύσεως…

  Δεν ξέρω αν ήταν το φεγγάρι που αποφάσισε πως έπρεπε να του αδειάσω τη γωνιά ή αν ήταν απλά ζήτημα τύχης. Καθώς χαμήλωσα το βλέμμα μου στο χώμα, το μάτι μου έπιασε μια αλλόκοτη φιγούρα. Απορημένος σηκώθηκα και πλησίασα τον σκελετό που βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω από άλλα κόκκαλα και κρανία. Έμοιαζε πιο καινούριος από τους υπόλοιπους, λιγότερο φθαρμένος, ολόκληρος. Έσκυψα να τον εξετάσω, μιας και δεν φαινόταν να υπάρχει κάτι καλύτερο για να κάνω όσο θα περίμενα το τέλος. Η απορία μου γρήγορα μεγάλωσε, έγινε περιέργεια που φούντωσε, μόλις διαπίστωσα πως δεν ήταν γυμνός. Τα οστά του ήταν καλυμμένα με ρούχα, πλάι του βρισκόταν ένα σακίδιο γεμάτο πράγματα. Ήμουν λοιπόν τόσο τυχερός; Είχα βρει εφόδια εδώ, σε αυτό το μέρος; Εφόδια για να αντέξω; Μήπως τελικά έπρεπε να συνεχίσω; Μήπως αν διέσχιζα αυτό τον έρημο τόπο θα έβρισκα τελικά αυτό που έψαχνα;

  Γεμάτος με μια ένταση που δεν μπορώ να περιγράψω άνοιξα το σακίδιο. Καθώς το έψαχνα, η περιέργειά μου έγινε πάλι απορία. Η απορία έκπληξη και τρόμος. Πισωπάτησα ασθμαίνοντας. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε να είναι. Κοίταξα ξανά τα ρούχα που φορούσε ο σκελετός. Ασυναίσθητα άγγιξα τα μουσκεμένα δικά μου. Έσκυψα άλλη μια φορά πάνω από το σακίδιο, το άνοιξα προσεκτικά μα αποφασιστικά. Δάγκωσα τα χείλη μου ώσπου να νιώσω αίμα να με συνεφέρει. Το κατάπια νευρικά. Σιγά-σιγά το αισθάνθηκα να με ζεσταίνει, να ανάβει μια μικρή φωτιά στο στομάχι μου. Ανάσανα το κρύο, εξέπνευσα τη ζέστη, ένιωσα λίγο πιο ζωντανός. Ηρέμησα.

  Με μια κοφτή κίνηση τίναξα ανάποδα το σακίδιο. Το περιεχόμενο έπεσε ανάμεσα στα κόκκαλα σηκώνοντας σκόνη. Έσκυψα και το ξεχώρισα, κάθε μικρό πραγματάκι στη δική του θέση. Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα εκεί να τα κοιτάζω, μια τα πράγματα και μια τα ρούχα και μια τις άδειες κόγχες στο πρόσωπο του σκελετού, ξανά και ξανά, προσπαθώντας να χωνέψω αυτό που αντίκριζα. Κάθε φορά που αισθανόμουν το κρύο της νύχτας να με καταβάλει, κατάπινα λίγο ακόμα από το αίμα των χειλιών μου για να ζεσταθώ. Και όσο κοίταζα αυτά που είχα σκορπίσει ανάμεσα στα κόκκαλα, σκεφτόμουν το ταξίδι μου.

  Μέχρι που κατάλαβα.

  Θα μπορούσα να το περιγράψω θεατρικά, να προσδώσω μεγαλύτερο ακόμα δράμα στην ήδη γκροτέσκα σκηνή, όμως τότε θα έλεγα ψέματα. Γιατί η ιστορία μου είναι αληθινή μέχρι τελευταίας λέξης και έτσι θέλω να την αποτυπώσω. Δεν θα πω λοιπόν πως γέλασα σαν τρελός στο φεγγάρι ούτε πως ούρλιαξα στη φρίκη της συνειδητοποίησης. Δεν μάτωσα τις γροθιές μου στα κόκκαλα ούτε έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας από θλίψη ή ανακούφιση. Μόνο ένευσα στον εαυτό μου κι εκείνος, καθρεφτισμένος στο λευκό του προσώπου του σκελετού, μου απάντησε το ίδιο. Είχα καταλάβει. Αυτό αρκούσε. Και πονούσε περισσότερο απ’ όσο οποιαδήποτε υπερβολική αντίδραση θα μπορούσε ποτέ να δείξει.

  Δεν ήθελα να επιστρέψω πίσω. Θα κορόιδευα τον εαυτό μου, αν έλεγα πως το ήθελα. Όμως δεν είχε σημασία. Ο κόσμος είναι ένας και δεν μπορείς να τον αφήσεις πίσω σου. Μπορείς μόνο να ζήσεις σε αυτόν παλεύοντας. Μπορείς και να πεθάνεις. Όχι όμως να τον αφήσεις πίσω. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Αγώνας για ζωή ή θάνατος. Δεν ήθελα να πεθάνω.

  Έσκυψα και μάζεψα απ’ το χώμα τους συντρόφους μου, το πείσμα και την πίστη μου στον κόσμο, όση αγάπη και όσο μίσος, όση οργή και όση κατανόηση μπορούσα να βρω ακόμα μέσα μου. Μάζεψα ανάμεσα από τα κόκκαλα ό,τι μου ‘χε απομείνει, τίναξα από πάνω του τη σκόνη του χρόνου και το φόρτωσα στην πλάτη. Στράφηκα σιωπηλός και κοίταξα πίσω, όλη εκείνη τη διαδρομή που είχα διασχίσει. Το βάρος που είχα φορτωθεί ήταν θεόρατο, όμως ο δρόμος φαινόταν ανάλαφρος τώρα. Επιτέλους ήταν ένας δρόμος που επιθυμούσε να περπατηθεί. Και η νύχτα ήταν μια νύχτα που βιαζόταν να περάσει. Δεν ήταν νεκρική πια – ήταν δροσερή και παλλόταν από ένταση. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έπιασα ξανά να βαδίζω, προς τα πίσω κι όμως προς τα μπρος, Εκεί Που Ανθίζει Η Ανατολή. Σε έναν σκληρό αγώνα, γνώριμο από τα παλιά, που όμως έβλεπα πλέον με νέα μάτια. Πίσω, στο σπίτι.

  Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από την εθελούσια δέσμευση. Κι εγώ δεν ήμουν μόνος τώρα.

Ρωμανός Γ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s