
Tο Ενιαίο Μέτωπο και η Συγκρότηση της Τάσης
Άρθρο του Tommy Lawson στο libcom.org που παρουσιάζει τις έννοιες που χρησιμοποίησαν οι αναρχικοί για να ορίσουν τη συνεργασία τους με άλλες τάσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα. Δημοσιεύτηκε σε 2 μέρη στα τεύχη 7 και 8 της εφημερίδας Ζερμινάλ
Όπως γνωρίζουμε, τα επαναστατικά κινήματα δεν αποτελούν την πλειοψηφία της κοινωνίας. Αν το έκαναν, θα υπήρχε ήδη σοσιαλισμός. Επομένως, κάθε επαναστατική τάση πρέπει να θέτει προβληματισμούς που σχετίζονται με την απομόνωση αλλά και τις πιθανές συμμαχίες της, τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους της, τα στρατηγικά και τακτικά μέσα για την επίτευξή των. Οι σχέσεις μεταξύ επαναστατών και ρεφορμιστών, η συγκυριακή ανάλυση των αντικειμενικών συνθηκών, οι προοπτικές της άμυνας και της επίθεσης και το πολιτικό επίπεδο στο οποίο γίνονται οι συμμαχίες, αποτελούν, όλα, προβληματισμούς για περαιτέρω συζήτηση. Τέλος, μια ρεαλιστική εκτίμηση των σχέσεων με την εργατική βάση παρέχει σημαντικές πληροφορίες στη σύλληψη ιδεών. Τα θεωρητικά πλαίσια που εδραιώνονται με το πλεονέκτημα της εμπειρίας του παρελθόντος, μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τι λειτουργεί και πού.
Ένα κοινό πεδίο για τη συλλογική πάλη που χρησιμοποιούσαν οι σοσιαλιστές επαναστάτες ήταν το Ενιαίο Μέτωπο. Το Ενιαίο Μέτωπο θεωρητικοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 από τη μαρξιστική Κομιντέρν και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Λέον Τρότσκι. Σχεδόν ταυτόχρονα, ένα παρόμοιο μοντέλο διατυπώθηκε από τους Ιταλούς αναρχικούς Armando Borghi και Errico Malatesta. Οποιαδήποτε κατανόηση του Ενιαίου Μετώπου πρέπει να αντιπαρατεθεί με το Λαϊκό Μέτωπο, που υποστήριζαν τα σταλινικά κόμματα και η Κομιντέρν τη δεκαετία του 1930.
Ωστόσο, το Ενιαίο Μέτωπο, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από μαρξιστικές και αναρχικές ομάδες ως στρατηγική σήμερα, δεν προσφέρεται ως λύση «παντώς καιρού». Το πεδίο παρέμβασης, η επίτευξητων στόχων και το πολιτικό πλαίσιο, απαιτούν διαφορετικό είδος δουλειάς ώστε να επιτευχθούν οι σωστές προσεγγίσεις μιας πολιτικής δουλειάς εκ μέρους μας. Απαντώντας στα διαφορετικά πλαίσια, αναρχικοί διαφορετικών τάσεων έχουν εκφράσει διάφορες προσεγγίσεις. Από το Ενιαίο Προλεταριακό Μέτωπο και το Ενιαίο Επαναστατικό Μέτωπο της UAI[1], τη συνδικαλιστική Εργατική Συμμαχία της CNT, τη Μαχητική Τάση της FAU[2] ως τη σύγχρονη εσπεσιφιστική (ειδική) Συγκρότηση της Τάσης. Κάθε ένα από τα παραπάνω παραδείγματα, συνέβαλε στη συζήτηση για το πώς οι αναρχικοί μπορούν και πρέπει να προσεγγίσουν τις συνεργασίες με άλλες κοινωνικές δυνάμεις.
Γιατί Μετωπικός Αγώνας;
Ο κοινωνικός αγώνας κινητοποιεί όχι μόνο ανθρώπους διαφόρων τάξεων, αλλά προφανώς και διαφορετικών πολιτικών ιδεολογιών. Σε κάθε περίπτωση θα υπάρχει μια πληθώρα δυνάμεων που θα εργάζονται για την επίτευξη άλλοτε διαφορετικών και άλλοτε παρόμοιων στόχων. Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι μπορούν να αντιτεθούν στη μοναρχία˙ από τους προοδευτικούς αστούς ρεπουμπλικάνους, μέχρι τους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς. Ενάντια σε μια συντηρητική κυβέρνηση, σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, μπορεί να είναι, επίσης ο καθένας˙ από σοσιαλδημοκράτες μέχρι αναρχικούς. Επιπλέον, σε μια στιγμή κοινωνικής επανάστασης θα υπάρχουν διάφορες παρατάξεις πρόθυμες να «πάνε μέχρι το τέλος», ακόμα κι αν διαφέρουν κάπως στα οράματά τους για μια μεταεπαναστατική κοινωνία. Μέσα στα κοινωνικά κινήματα και τους συνδικαλιστικούς αγώνες τα ερωτήματα που τίθενται είναι διαφορετικά για άλλη μία φορά.
Το οργανώνεσθαι, σε κάθε περίπτωση, απαιτεί μία θεωρητική συγκρότηση η οποία θα μπορεί να παρέχει ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση μιας συγκεκριμένης κατάστασης: τι μπορεί να επιτευχθεί και πώς το κίνημα μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω. Πρέπει να αναλυθεί η ισορροπία δυνάμεων και να χαραχθεί μια πορεία προς τα εμπρός μιας και ένα θεωρητικό πλαίσιο θα πρέπει να παρέχει μια στρατηγική. Ιστορικά, υπήρξαν αρκετά εννοιολογικά πλαίσια και επακόλουθες στρατηγικές που υιοθετήθηκαν από την ακροαριστερά όσον αφορά την καθοδηγητική δουλειά όχι μόνο κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης, αλλά και κατά τη διάρκεια των καθημερινών αγώνων. Αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία σε καθεμία από αυτές, τις πιο κοινές στρατηγικές προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία και στη συνέχεια να προταθεί ένα εναλλακτικό πλαίσιο.
Το Λαϊκό και Ενιαίο Μέτωπο
Το πρώτο πλαίσιο που θα εξετάσουμε είναι το Λαϊκό Μέτωπο. Το Λαϊκό Μέτωπο ήταν το όνομα του εκλογικού συνασπισμού σοσιαλιστών και αριστερών Ρεπουμπλικανών κατά τις ισπανικές εκλογές του 1936. Στη Γαλλία, ένας παρόμοιος συνασπισμός υιοθέτησε ακριβώς το ίδιο όνομα. Η στρατηγική των κατ’ όνομα προλεταριακών, επαναστατικών οργανώσεων που εισέρχονταν και υπότασσαν εαυτόν σε συνασπισμούς με προοδευτικές αστικές δυνάμεις διατυπώθηκε από την Κομιντέρν ως λύση, ενάντια στη διεθνή απειλή του φασισμού. Η λογική ήταν ότι οι επαναστατικοί στόχοι της εργατικής τάξης ήταν προς το παρόν ανέφικτοι, επομένως οι οργανώσεις της έπρεπε να σχηματίσουν συμμαχία με τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις. Οι εργάτες, υποστηρίχθηκε, δεν μπορούσαν να νικήσουν τον φασισμό μόνοι τους.
Ωστόσο, η Κομιντέρν το 1936 είχε επίσης ως απώτερο σκοπό να υποστηρίξει τα σοβιετικά εθνικά συμφέροντα έναντι της διεθνούς επανάστασης. Η στροφή προς το Λαϊκό Μέτωπο ήταν απότομη για τα συνδεδεμένα με την Κομιντέρν κόμματα, μετά από μια περίοδο «υπεραριστερισμού» που είχε ξεκινήσει το 1928. Κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Τρίτης Περιόδου» που οδήγησε στο Λαϊκό Μέτωπο, τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν αρνηθεί να συνεργαστούν ακόμη και με άλλες αριστερές προλεταριακές δυνάμεις. Το ζιγκ-ζαγκ της πολιτικής της Κομιντέρν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αντανακλούσε τις άμεσες ανάγκες αυτού που είχε ήδη αναπτυχθεί ως σοβιετικός επεκτατισμός.
Ως εκ τούτου, όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ισπανία, τέθηκε υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Η υποστήριξη με τη μορφή όπλων γινόταν υπό όρους για την άμβλυνση των επαναστατικών φιλοδοξιών. Η κολεκτιβοποίηση εγκαταλείφθηκε για να «κερδηθεί ο πόλεμος» προσελκύοντας υποστήριξη από ξένα, μη φασιστικά αστικά κράτη. Αλλά το Λαϊκό Μέτωπο ήταν μια απόλυτη καταστροφή. Όχι μόνο τα ξένα «δημοκρατικά» έθνη δεν υποστήριξαν τη Δημοκρατία ενάντια στους φασίστες, αλλά οι αστικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τη συμμαχία για να συντρίψουν τις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Το αποτέλεσμα ήταν μια αυστηρά περιορισμένη επαναστατική ώθηση που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είχε προκύψει από μια σοβαρή κρίση του καπιταλισμού. Η υποχώρηση της κολεκτιβοποίησης είχε ένα δευτερεύον αποτέλεσμα, την παράλυση τόσο του ηθικού όσο και της οικονομίας. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία και το Βέλγιο γνώρισαν τεράστια κύματα απεργιών και καταλήψεις εργοστασίων. Η δυνατότητα του διεθνούς προλεταριάτου να βοηθήσει τους Ισπανούς επαναστάτες προδόθηκε στη συνέχεια από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τη λογική του Λαϊκού Μετώπου.
Όπως σημείωσε, τότε, το ιταλικό αριστερό-κομμουνιστικό περιοδικό Bilan, η Ισπανική Επανάσταση τελικά ηττήθηκε υπό το σύνθημα του Αντιφασισμού. Μετά την ήττα της Ισπανικής Επανάστασης, η στρατηγική του Λαϊκού Μετώπου χρησιμοποιήθηκε έκτοτε με καταστροφικά αποτελέσματα˙ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας σειράςαγώνων για την Εθνική Απελευθέρωση[3] και ακόμη και της κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973 στη Χιλή.
Το Λαϊκό Μέτωπο πρέπει φυσικά να αντιπαραβληθεί με το Ενιαίο Μέτωπο. Το Ενιαίο Μέτωπο, όπως γίνεται ευρέως κατανοητό, ήταν μια στρατηγική που αναπτύχθηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα και εφαρμόστηκε μέσω της Κομιντέρν σε διάφορα άλλα εθνικά πλαίσια. Ήταν μια στρατηγική για την αμυντική περίοδο μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Τα διεθνή επαναστατικά κινήματα, ιδιαίτερα εκείνα στην Ιταλία και τη Γερμανία, είχαν αποτύχει και η πιθανότητα διεθνούς επανάστασης είχε μειωθεί σοβαρά.
Στην Ιταλία, στις αρχές της φασιστικής αντίδρασης του 1921, ο διάσημος αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα πρότεινε το Fronte Unico Rivoluzionario. Η πρόθεση ήταν να σχηματιστεί ένα αμυντικό, Αντιφασιστικό Ενιαίο Μέτωπο. Οι Ιταλοί εργάτες είχαν αρχικά σχηματίσει Επιτροπές Εργατικής Άμυνας, ενώνοντας προλετάριους –σε αντίθεση με τις ηγεσίες τους- για να αντιμετωπίσουν τη φασιστική επίθεση. Αυτές οι Επιτροπές Άμυνας σύντομα ενώθηκαν με αριστερούς πρώην στρατιωτικούς, ιδρύοντας την αντιφασιστική πολιτοφυλακή Artidi del Popolo. Εν τέλει το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα αποχώρησαν και τα δύο από τους Artidi, αφήνοντας τους αναρχικούς, τους συνδικαλιστές και τους ρεπουμπλικάνους να πολεμήσουν μόνοι τους τον φασισμό. Ο Λέον Τρότσκι εξέλιξε περαιτέρω την Αντιφασιστική μορφή του Ενιαίου Μετώπου στη δεκαετία του 1930, υποστηρίζοντας ότι οι γερμανικές εργατικές οργανώσεις πρέπει, σε πρακτικό επίπεδο, να ενωθούν για μαζική δράση ώστε να αντιμετωπίσουν τη φασιστική απειλή.
Σε γενικές γραμμές, το Ενιαίο Μέτωπο προτείνει οι επαναστατικές προλεταριακές οργανώσεις να σχηματίσουν τακτικές και στρατηγικές συμμαχίες με ρεφορμιστικές προλεταριακές οργανώσεις, όπως οι σοσιαλδημοκράτες. Πρώτον, στην αμυντική μορφή είναι μια στρατηγική που εφαρμόζεται όταν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις είναι μειοψηφία. Είναι επιτακτική ανάγκη σε αυτές τις συμμαχίες η επαναστατική οργάνωση να διατηρεί το δικαίωμά της στην ανεξαρτησία. Στον αγώνα για την επίτευξη συγκεκριμένων, κοινών πολιτικών στόχων, οι σοσιαλδημοκράτες θα κάνουν αυτό που αναπόφευκτα κάνουν. Θα παραπαίουν, θα σταματήσουν μακριά από τον στόχο ή θα προδώσουν την τάξη. Η άλλη όψη του Ενιαίου Μετώπου, είναι ότι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αγώνα οι εργάτες παίρνουν μια γεύση της δικής τους δύναμης. Μπορεί να επιθυμούν να προβάλουν ακόμη πιο ριζοσπαστικά αιτήματα, τα οποία οι ρεφορμιστές δεν θα επιθυμούν να επιδιώξουν. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις καταστάσεις, οι επαναστατικές κομμουνιστικές οργανώσεις μπορούν να επισημάνουν τις αποτυχίες της ρεφορμιστικής πολιτικής. Αυτό μπορεί δυνητικά να οδηγήσει στο να κερδηθεί η βάση και ορισμένες φορές ακόμη και η ηγεσία των ρεφορμιστικών οργανώσεων με τις οποίες οι επαναστάτες συνεργάστηκαν. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε μια περίοδο όπου οι επαναστάτες θα μπορούν να « να το γυρίσουν» στην επίθεση.
Μια ελαφρώς διαφορετική μορφή Ενιαίου Μετώπου είχε επίσης προταθεί από τον Ιταλό αναρχοσυνδικαλιστή Armando Borghi το 1920 στο αποκορύφωμα των εργοστασιακών καταλήψεων γνωστή ως Ενιαίο Προλεταριακό Μέτωπο,η οποία αποτέλεσε αποτέλεσε μια επιθετική θέση. Ο Borghi ήλπιζε να φέρει τις εργατικές οργανώσεις που είχανδιακηρύξειαφοσίωση τους στην επανάσταση, σε ένα κοινό μέτωπο με σκοπό τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό περιλάμβανε μια σειρά από συνδικάτα και σοσιαλιστικά κόμματα. Ενώ οι αναρχικοί συνειδητοποίησαν με την πρόταση ότι μπορεί να μην κερδίσουν την ηγεσία των λιγότερο επαναστατικών οργανώσεων, ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τους εργάτες. Αυτή η επιθετική εκδοχή του Ενιαίου Μετώπου απέτυχε. Οι Σοσιαλιστές, παρά τη συμμετοχή τους στην Τρίτη Διεθνή και τη ρεφορμιστική συνδικαλιστική ένωση, τη CGIL, ψήφισαν να μην επιδιώξουν την κοινωνική επανάσταση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνολικά, το Ενιαίο Μέτωπο έχει σταθερή στρατηγική λογική ως αμυντική ιδέα. Μα φυσικά έχει και τα μειονεκτήματά του. Δεν είναι όμως τόσο τρομερά όσο του Λαϊκού Μετώπου. Το μοντέλο του Ενιαίου Μετώπου μπορεί να εφαρμοστεί με σύγχυση από ορισμένες τροτσκιστικές ομάδες σε κάθε είδους καταστάσεις και επίπεδα πολιτικής πάλης. Για παράδειγμα, στους Διεθνείς Σοσιαλιστές, το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να περιλαμβάνει εκστρατείες όπου οι προοδευτικές συμμαχίες περιλαμβάνουν στην πραγματικότητα αστικές και μικροαστικές δυνάμεις. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι σοσιαλιστικές οργανώσεις να προσαρμόζουν ή να εντάσσουν την πολιτική τους στις σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες δυνάμεις που υπερτερούν κατά πολύ.
Η εσφαλμένη χρήση του Ενιαίου Μετώπου σε αγώνες μπορεί να λειτουργήσει ως ξέπλυμα για τη φιλελεύθερη πολιτική. Επιπλέον, σε πιο σοβαρές πολιτικές συμμαχίες το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να κινδυνεύει να ερμηνευτεί από τους εργάτες ως προδοσία των επαναστατικών αρχών. Ειδικά εάν σε κρίσιμες στιγμές οι ρεφορμιστικές δυνάμεις δεν ανταποκρίνονται στο συμφωνηθέν καθήκον τους για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, ή εάν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στραφούν εναντίον των επαναστατών. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό κινδυνεύει να αφήσει τις επαναστατικές δυνάμεις απομονωμένες και να παρουσιαστούν ως τυχοδιωκτικές. Τέλος, η συμφωνία από την ηγεσία των οργανώσεων για ένα Ενιαίο Μέτωπο δεν εγγυάται τη συνεργασία σε επίπεδο βάσης. Τελικά, αυτό που κάνει ένα Ενιαίο Μέτωπο αποτελεσματικό είναι τόσο η εμπιστοσύνη που οικοδομείται με τη συνεργασία σε βασικά επίπεδα των συστατικών οργανώσεων, το πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στο οποίο θα λειτουργήσει το Ενιαίο Μέτωπο, όσο και η σωστή ανάλυση της συγκυρίας.
Η Εργατική Συμμαχία
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το Λαϊκό Μέτωπο ήταν η αρχή του τέλους της Ισπανικής Επανάστασης. Εκ των υστέρων, οι αποτυχίες του ισπανικού προλεταριάτου να ολοκληρώσει τα καθήκοντά του στην επανάσταση είναι εμφανείς. Ωστόσο, στα χρόνια που προηγήθηκαν του ‘36, το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα αντιμετώπισε άλλες στιγμές που ήταν δυνητικά επαναστατικές.
Συγκεκριμένα, το 1934, στην περιοχή των ορυχείων της Αστούριας ξέσπασε σε μια εξέγερση που έμεινε στην ιστορία ως «η Κομμούνα της Αστούριας». Η εξέγερση ήταν προγραμματισμένη ως απάντηση στην προσχώρηση μιας φασιστικής οργάνωσης, της CEDA, στη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση. Επιταχύνθηκε από έναν επαναστατικό συνασπισμό γνωστό ως Alianza Obrera ή Εργατική Συμμαχία. Αρχικά σχηματίστηκε από το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο CNT, την ελεγχόμενη από τους σοσιαλιστές UGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), ενώ αργότερα προσχώρησαν το PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), το BOC (Εργατικό-αγροτικό Μπλοκ, αριστεροί μαρξιστές), η Κομμουνιστική Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Στην Αστούριας η βάση του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν πολύ πιο αριστερή από την υπόλοιπη χώρα και η τοπική ομοσπονδία της CNT επεδίωξε να ενωθεί με τους συναδέλφους της για επαναστατικούς σκοπούς. Στο μυαλό της πλειοψηφίας της Αστουριανής CNT, η ενότητα θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο επίπεδο της οικονομικής βάσης των εργαζομένων και γύρω από ένα βασικό πρόγραμμα εργατικής δημοκρατίας. Δηλαδή, η συνύπαρξή τους στην παραγωγή ήταν αρκετή για να ενώσει τους εργάτες σε επαναστατικές φιλοδοξίες παρά σε πολιτική δέσμευση. Αυτή η αντιπολιτική στάση ήταν χαρακτηριστική των αναρχοσυνδικαλιστών ευρύτερα.
Ωστόσο, εκτός της Αστούριας, οι εντάσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων υπονόμευσαν τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας Εργατικής Συμμαχίας σε ολόκληρη τη χώρα. Η προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω άλλων πολιτικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με μια ιστορία καταστολής από μεριάς του PSOE και η υποτιμητική στάση της UGT προς τους αναρχικούς εργάτες τροφοδότησε έναν άκαιρο σεχταρισμό. Η FAI (Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής) ειδικότερα ήταν εχθρική προς την Εργατική Συμμαχία. Όταν ξέσπασε η εξέγερση, η συμμαχία απέτυχε για διάφορους λόγους σε κάθε περιοχή. Αν και η πλειοψηφία της χώρας προχώρησε σε γενική απεργία, άφησε την Αστούριας να πολεμήσει μόνη της. Οι εργάτες άντεξαν για ένα δεκαπενθήμερο, εγκαθιδρύοντας μια μορφή προλεταριακής αυτοδιακυβέρνησης έως ότου συντρίφτηκαν από τον στρατό.
Υπάρχει μια απίστευτα περίπλοκη ιστορία στις σχέσεις μεταξύ της UGT και της CNT, στην οποία δεν είναι καθήκον αυτού του άρθρου να εμβαθύνουμε. Ωστόσο, μπορούμε να αντλήσουμε μια σειρά από μαθήματα σχετικά με την αναρχοσυνδικαλιστική αντίληψη της Εργατικής Συμμαχίας. Πρώτον, οι συνδικαλιστές της Αστούριας είχαν δίκιο στην ανάλυσή τους για τη δυνητικά παραγωγική σχέση με τους σοσιαλιστές εργάτες. Ωστόσο, το εθνικό κίνημα δεν είχε την ικανότητα να κάνει την κατάλληλη ανάλυση της συγκυρίας στην οποία βρίσκονταν. Μέρος του ελαττώματος στη σκέψη τους ήταν η αφελής πεποίθηση ότι οι εργάτες μπορούσαν να ενωθούν καθαρά με βάση την προλεταριακή τους ταυτότητα. Αυτό αντανακλά το αναρχοσυνδικαλιστικό λάθος της κατάρρευσης του κοινωνικού και πολιτικού επιπέδου.
Κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης, αυτό το λάθος θα εμφανιστεί ξανά. Τα μέλη της CNT θα συμμετάσχουν σε επαναστατικές επιτροπές σε διάφορα επίπεδα με μέλη της UGT με βάση την «προλεταριακή ενότητά τους». Ωστόσο, σταλινικά μέλη του PSUC θα χρησιμοποιήσουν τις κάρτες μέλους της UGT για να μπουν σε αυτές τις επιτροπές και να επιχειρηματολογήσουν ενάντια στους επαναστατικούς σκοπούς.
Εκεί που η Εργατική Συμμαχία ήταν σωστή ήταν η κατανόηση της ανάγκης να πολεμήσουμε μαζί. Υπήρχε μια σωστή ανάλυση ότι μια θετική σχέση με τη βάση της UGT, στην πράξη θα μπορούσε να οδηγήσει τους εργαζόμενους σε όλο και πιο επαναστατικές προοπτικές. Αυτό έγινε πιο δύσκολο από τη μπερδεμένη αναρχοσυνδικαλιστική προσέγγιση της πολιτικής και τη διχασμένη βάση του εργατικού κινήματος στην Ισπανία.
Η Μαχητική Τάση και τα «δύο πόδια»
Το τρίτο παράδειγμα στο οποίο θα στραφούμε είναι αυτό της μοναδικής εμπειρίας της FAU κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 70. Η αντίληψη της FAU για τους συνασπισμούς αγώνα σε τρία επίπεδα σηματοδοτεί μια μοναδική στιγμή στην προλεταριακή ιστορία και μια τομή στην πολιτική πραγματικότητα που δημιούργησαν τα πρώτα Ενιαία Μέτωπα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η FAU συνέβαλε στην επιτάχυνση του σχηματισμού μιας της CNT, μιας πανεθνικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην Ουρουγουάη που συγκέντρωνε πάνω από το 90% των συνδικαλιζόμενων εργαζομένων. Η πλειοψηφία αυτών των εργατών ήταν μέλη του ΚΚ Ουρουγουάης, μιας ρεφορμιστικής οργάνωσης υπάκουης στα σοβιετικά συμφέροντα. Εντός της CNT, η FAU ξεκίνησε να συνεργάζεται με πιο μαχητικές μαρξιστικές ομάδες, όπως το MLN-Tupamaros κι έτσι συγκροτήθηκε η Μαχητική Τάση.
Ενώ το ΚΚ προσπάθησε να ωθήσει προοδευτικά κινήματα και οργανώσεις προς το εκλογικό του σχέδιο, η FAU και η Μαχητική Τάση αναπτύχθηκαν στο κενό που άφησε η ηγεσία του ΚΚ στο εργατικό κίνημα. Ενώ το εκλογικό σχέδιο αποδείχθηκε μια παταγώδης αποτυχία, μέχρι το 1973 ακόμη και τα συνδικάτα που ήταν παραδοσιακά προπύργια του Κομμουνιστικού Κόμματος έσπασαν την πολιτική του κόμματος, απεργούσαν και καταλάμβαναν εργοστάσια. Όπως σημειώνει ένα εσωτερικό έγγραφο της FAU της περιόδου, «στο τέλος… αυτό που έχει σημασία… είναι ποιος οργανώνει και πρακτικά οδηγεί τον αγώνα. Όχι ποιος έχει την πλειοψηφία στα συνέδρια». Εν μέσω της κλιμακούμενης έντασης του ταξικού πολέμου, ο στρατός πραγματοποίησε πραξικόπημα τον Ιούνιο του 1973. Η CNT ξεκίνησε μια πανεθνική γενική απεργία και καταλήψεις εργοστασίων ως απάντηση. Το ΚΚ επέστρεψε τα συνδικάτα του στη δουλειά μέσα σε μια εβδομάδα, αφήνοντας τα περισσότερα συνδικάτα της Τάσης απομονωμένα για να πολεμήσουν. Τελικά και αυτά με τη σειρά τους υποχώρησαν και ο στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας.
Η δεύτερη πτυχή της περιόδου είναι γνωστή ως στρατηγική Las Dos Patos, ή «Δυο Πόδια». Αυτή περιλάμβανε μια μαζική οργάνωση, την Resistencia Obrero Estudiantil (Εργατική Σπουδαστική Αντίσταση) που είχε ως στόχο να συνενώσει τους αναδυόμενους αγώνες τόσο στον εργασιακό χώρο όσο και στα κοινωνικά κινήματα. Το ROE ενσωμάτωσε αποτελεσματικά πάνω από δέκα χιλιάδες ανθρώπους στην άκρα αριστερά, συμπεριλαμβανομένων ριζοσπαστικών μαρξιστικών ομάδων. Το ROE χρησιμοποιήθηκε για να συμμετάσχει σε κοινές δράσης εντός των συνδικάτων κατά την περίοδο που η FAU ήταν παράνομη και ως εκ τούτου, λειτουργούσε υπόγεια. Αυτό το δευτεροβάθμιο επίπεδο οργάνωσης επέτρεψε στη FAU να βρει έναν λειτουργικό μηχανισμό «πάνω από το έδαφος», ένωσε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες πίσω από την ταξική σύγκρουση και έδωσε σε δάφορες ριζοσπαστικές ομάδες την ικανότητα να «χτυπήσουν μαζί».
Η άλλη μορφή των «Δύο Ποδιών» ήταν η Λαϊκή Επαναστατική Οργάνωση 33 (OPR-33), μια ένοπλη πτέρυγα της FAU. Υπαγόμενη στην πολιτική οργάνωση, τα πρωταρχικά της καθήκοντα ήταν η ανάληψη αποστολών που υποστήριζαν τον μαζικό εργατικό αγώνα. Αυτό περιλάμβανε απαγωγές μόνο όταν ο εργατικός αγώνας είχε φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του κατά τη διάρκεια των απεργιών. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας, όπως ο Molaguera, ένας βαρόνος στη βιομηχανία καουτσούκ, συνελήφθησαν αλλά δεν τραυματίστηκαν. Με έκπληξη συμπεραίνουμε πως, αυτή η τακτική συνήθως οδηγούσε σε επιτυχή αποτελέσματα για τους εργατικούς αγώνες. Αυτό ίσως σχετίζεται με τη στενή σύνδεση που είχαν οι αγωνιστές του OPR στους σχετικούς χώρους εργασίας.
Τέτοιες ενέργειες συνέβησαν στο πλαίσιο μιας ευρείας διασποράς του ένοπλου αγώνα στην Λατινική Αμερική εμπνευσμένου από την κουβανική επανάσταση. Ωστόσο, το OPR διέφερε έντονα ως προς τις στρατηγικές και τους λόγους για την χρήση του ένοπλου αγώνα, με τη FAU να ασκεί καυστικές κριτικές στις πρωτοπορίες των μαρξιστικών ομάδων στην περιοχή. Ωστόσο, αυτό δεν τους εμπόδισε να αναπτύξουν κοινή δράση με ομάδες όπως το MLN-Tupamaros σε κρίσιμες στιγμές του αγώνα.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα παραδείγματα της Ιταλίας, της Ρωσίας και της Ισπανίας, οι επαναστάτες της Ουρουγουάης αντιμετώπισαν ένα μοναδικά δύσκολο έργο. Όχι μόνο οικοδόμησαν τη δυνατότητα για επανάσταση, αλλά και αντιμετώπιζαν μια κατάσταση λαϊκού αγώνα που κυριαρχούσε η ηγεμονία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που ήταν επαναστατικό στο όνομα αλλά ρεφορμιστικό στην πράξη. Όπως μπορούμε να δούμε, η FAU κατηύθυνετις δυναμικές μιας ταραγμένης κοινωνικής περιόδου με μοναδική διορατικότητα. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στο υψηλό επίπεδο πολιτικής διαύγειας, που βασίζεται σε μια μοναδική θεωρία κι ένα πρόγραμμα, κάτι το οποίο συχνά έλειπε από τις αναρχικές οργανώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η μεθοδολογία της ς ανάλυσης για το πού μπορούν να γίνουν πρακτικές συμμαχίες και για την επίτευξη των σκοπών, τροφοδοτεί την επόμενη αντίληψη που αναπτύχθηκε περαιτέρω από εσπεσιφιστικές ομάδες της Νότιας Αμερικής.
Η Συγκρότηση της Τάσης
Ένα μοντέλο που έχουν αναπτύξει ορισμένοι αναρχικοί για να πλαισιώσουν και να κατευθύνουν τη δική τους παρέμβαση σε κινήματα και αγώνες είναι η Συγκρότηση της Τάσης. Διαφέρει από τα προαναφερθέντα Λαϊκά και Ενιαία Μέτωπα, καθώς λειτουργεί σε επίπεδα τόσο κοινωνικών κινημάτων όσο και πολιτικού αγώνα. Η σαφής διάκριση μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού επιπέδου στην θεωρία της ειδικής οργάνωσης επιτρέπει μια συγκεκριμένη ανάλυση του ποιες συμμαχίες μπορούν να γίνουν και πού στην κοινωνία.
Για την Συγκρότηση της Τάσης, σε κάθε κατάσταση όπου ένας συνασπισμός δυνάμεων συγκεντρώνεται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, οι αναρχικοί προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ενδιάμεση μορφή οργάνωσης που βασίζεται σε ένα σύνολο συνεκτικών ορισμών της πρακτικής και των ιδεολογικών συγγενειών. Αυτό το μοντέλο φαίνεται ότι είναι εμπνευσμένο από το έργο της FAU μέσω του Resistencia Obrero Estudiantil. Είναι πρακτικό σε μια κατάσταση όπου τόσο η αναρχική οργάνωση όσο και το κοινωνικό κίνημα μπορεί να εξυπηρετηθούν καλύτερα με τη συμμετοχή μέσω μιας ευρύτερης οργάνωσης. Πριν δημιουργήσουν μια ομαδοποίηση της Τάσης, οι εμπλεκόμενοι οργανισμοί μελετούν τις υλικές συνθήκες και τις προοπτικές επίτευξης των τελικών στόχων για να βεβαιωθούν ότι είναι η σωστή στρατηγική επιλογή. Είναι πολύ πιθανό ότι η άμεση συμμετοχή σε ένα κοινωνικό κίνημα ως αναρχική οργάνωση είναι η σωστή στρατηγική, και η Συγκρότηση της Τάσης διακινδυνεύει παρόμοια λάθη με αυτάτων μαρξιστικών ομάδων όταν χρησιμοποιούν το Ενιαίο Μέτωπο. Ωστόσο, η διάκριση του θεωρητικού πλαισίου για το κοινωνικό κίνημα και τη συνδικαλιστική δράση σε αντίθεση με τις επαναστατικές καταστάσεις δεν πρέπει να υποτιμάται.
Πότε βαδίζουμε χωριστά και πότε μαζί;
Η ιστορία του αναρχισμού ήταν πλούσια σε αγώνες. Υπάρχουν διδάγματα από αμέτρητα περιβάλλοντα που πρέπει να αντλήσουμε όταν ανανεώνουμε την ανάλυσή μας για πιθανά αποτελέσματα σε οποιαδήποτε συγκυρία. Το ότι το Λαϊκό Μέτωπο ήταν καταστροφή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, με την υπαγωγή των επαναστατικών κινημάτων και οργανώσεων στα συμφέροντα της αστικής πολιτικής. Το μάθημα ότι οι προλεταριακές οργανώσεις πρέπει να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους είναι γραμμένο στο αίμα των Ισπανών επαναστατών.
Το Ενιαίο Μέτωπο, αναμφίβολα πλούσιο σε ιστορία τόσο μεταξύ αναρχικών όσο και μεταξύ των μαρξιστών, είναι μια έννοια που μπορεί να τελειοποιηθεί και να αξιοποιηθεί σε σημαντικές καταστάσεις. Από δυνητικά επαναστατικές στιγμές, μέχρι το δύσκολο έργο του αντιφασισμού. Τα λάθη των Ιταλών και Γερμανών Μαρξιστών στην απόρριψη του αμυντικού Ενιαίου Μετώπου έχουν σημαδευτεί στην ιστορία ως μεγάλες προλεταριακές τραγωδίες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ένα μοντέλο που πρέπει να εφαρμοστεί σε κάθε είδους κοινωνική εργασία. Η συνεργασία με άλλες οργανώσεις με βάση ένα πλαίσιο βοηθά επίσης στην αποφυγή των παγίδων του άνευ αρχών σεχταρισμού. Το να γνωρίζεις πότε, πού και γιατί να διαφωνήσεις με κάποιον άλλον είναι ένα πρότυπο μια οργάνωσης ή μιας τάσης που αντιμετωπίζει σοβαρά τους στόχους της και τον τρόπο επίτευξής τους.
Η Συγκρότηση της Τάσης, που αναπτύχθηκε από τις εμπειρίες της FAU και βελτιώθηκε περαιτέρω από την εμπειρία των ειδικών πολιτικών οργανώσεων μπορεί να είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο δέσμευσης. Και πάλι, αυτό εξαρτάται από τα καθήκοντα και τα μέσα για την επίτευξή τους. Οι επαναστάτες πρέπει να αναρωτηθούν: ποια προσέγγιση εξυπηρετεί καλύτερα τόσο το κίνημα όσο και την ανάπτυξη της ιδεολογίας; Με ποια μέσα μπορούμε να επιτύχουμε τους σκοπούς που επιδιώκουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή; Ποιοι είναι οι συσχετισμοί δυνάμεων; Εργαζόμαστε σε συνδικάτα και κοινωνικά κινήματα ή βρισκόμαστε ενώπιον της προοπτικής του επαναστατικού μετασχηματισμού; Η προδοσία ή η καταστολή θα συντρίψουν εμάς, τους συμμάχους μας ή το κίνημα; Πώς η διεθνής κατάσταση επηρεάζει τις προοπτικές αυτές;
Υπάρχουν αμέτρητοι παράγοντες που πρέπει να αναλυθούν σε κάθε περίσταση. Η σωστή κατανόηση απαιτεί όχι μόνο συμμετοχή στη μαζική πάλη, αλλά θεωρητική ενότητα και κατεύθυνση. Αυτή είναι η δύναμη της ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης, αποφεύγοντας τα λάθη άλλων αναρχικών τάσεων και κάποιων παλιών κινημάτων. Τελικά, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι ενέργειές μας συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της εργατικής τάξης.
[1] Η Ιταλική Αναρχική Κομμουνιστική Ένωση (Unione comunista anarchica italiana, UCAI) ή Ιταλική Αναρχική Ένωση (Unione anarchica italiana, UAI), ήταν μια ιταλική πολιτική οργάνωση που ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1919. Έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Κόκκινης Διετίας, πριν κατασταλεί από το φασιστικό καθεστώς το 1926. Μέλη της υπήρξαν διάφοροι επιφανείς Ιταλοί αναρχικοί όπως ο Errico Malatesta, ο Armando Borghi και ο Luigi Fabbri.
[2] Η Aναρχική Oμοσπονδία Ουρουγουάης (Federación Anarquista Uruguaya) ιδρύθηκε το 1956. Ο ένοπλος βραχίονας της οργάνωσης, η Λαϊκή Επαναστατική Οργάνωση 33 (Organización Popular Revolucionaria-33, OPR-33), έδρασε κατά την περίοδο της δικτατορίας παράλληλα με τους Tupamaros. Αργότερα, αποτέλεσε βασικό παράγοντα της ανασύστασης του αναρχικού κινήματος στη Λατινική Αμερική.Η FAU είναι η οργάνωση που εισήγαγε το οργανωτικό μοντέλου του Εσπεσιφισμού, δηλαδή, της Ειδικής Αναρχικής Οργάνωσης και του οργανωτικού δυϊσμού.
[3] Εννοεί τα αντιαποικιακά κινήματα που εκδηλώθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.