
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο «Νοέμβρης ’73: Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται δεν εξαγοράζονται δεν δικαιώθηκαν», ένα σπάνιο συλλογικό έργο που επιχειρεί συγκεντρώνει ντοκουμέντα από την περίοδο 21 Απρίλη 1967 μέχρι και το Πολυτεχνείο του 1980. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1983 από την Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών. «Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ένα κίνημα από τα κάτω. Ένα κίνημα των ίδιων των μαζών καθόλου τηλεκατευθυνόμενο, που έκφραζε τους πόθους, την αγωνία, την οργή, τα απωθημένα τους ενάντια σε μια εκμετάλλευση από εχθρούς και «φίλους». Για πρώτη φορά ο κόσμος προσπάθησε μόνος του, για μια μεγάλη περίοδο, να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Αγωνίστηκε, πάλαιψε, χτυπήθηκε, συκοφαντήθηκε, δολοφονήθηκε… υποχώρησε. Οι πρωτοβουλίες, οι αγώνες των μαζών δεν χάνονται, ούτε και όταν υποχωρούν. Αυτό είναι μια πολύτιμη αλήθεια απ’ όλα αυτά τα χρόνια».
Η εξέγερση του Νοέμβρη
Για να μπορέσει να περιγραφεί η ορμή, η επαναστατικότητα και ο αυθορμητισμός των μαζών στον τελευταίο χρόνο της διχτατορίας, θα σταθούμε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Ο κόσμος αποζητούσε μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία που θα του επέτρεπε να εκδηλώσει έμπραχτα την αντίθεση του στη διχτατορία και σε όσους τη στήριζαν και προσπαθούσαν να την εξωραΐσουν. Και η ευκαιρία δόθηκε με την κατάληψη του Πολυτεχνείου από μια μικρή ομάδα φοιτητών, στην αρχή. Ο φοιτητικός χώρος ήταν ο μόνος που οι περισσότερες παράνομες οργανώσεις είχαν κύρια τη βάση τους. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι οι μορφές οργάνωσης στο φοιτητικό χώρο είχαν τα χαρακτηριστικά της αυτόνομης οργάνωσης, χωρίς όμως αυτά να μπορούν να προωθηθούν ουσιαστικά και σε όλες τις πραχτικές και πολιτικές δυνατότητες τους.
Τόσο τα χαρακτηριστικά του απότομου ξεσπάσματος όσο και η έλλειψη πλατιάς οργάνωσης του λαού μέσα από τις παράνομες οργανώσεις καθώς και η πολλαπλότητα των στόχων που υπήρχε, μαζί με τη βιαιότητα που ακολούθησε, δείχνουν τον αυθόρμητο χαρακτήρα της εξέγερσης, που ξεκινούσε από τη βασική θέση ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ.
Αυτό μπορούμε πιο εύκολα να το προσδιορίσουμε και από την ποιότητα των συνθημάτων. Οι μάζες παίρνουν τα μετριοπαθή συνθήματα όπως ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΛΑΕ και τα μετατρέπουν σύμφωνα με την επιθυμία τους σε ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΕ.
Θέλοντας να γενικεύσουν την κινητοποίηση πέρα από τα συνηθισμένα όρια βάζουν σαν στόχο τους τη ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ, τη ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ.
Η δράση τους αλλά και τα συνθήματα που προηγήθηκαν δείχνουν ότι επιδιώκουν πέρα και μέσα από την προσπάθεια ανατροπής της διχτατορίας να έρθουν δε ολική αντιπαράθεση με το κράτος. Το σύνθημα ΛΑΕ Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ ξεπερνά αυτόματα το ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ και μαζί με το ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΕ, ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ βάζει όλα τα στοιχεία της κοινωνικής ανατροπής. […] Οι επιθέσεις στα δημόσια κτίρια, τις Τράπεζες, το Υπουργείο Δημ. Τάξης δεν μπορούν να εξηγηθούν με τίποτα άλλο εκτός από τη διάθεση του κόσμου να βάλει έμπραχτα και αποφασιστικά το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής.
Αυτός ο αυθόρμητος αγώνας εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του αυτόνομου. Ήταν αυτονομημένος γιατί δεν έκφραζε καμία πολιτική παράταξη ή κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Αγκάλιαζε και ξεπερνούσε όλες τις πολιτικές αντιλήψεις. Δρούσε χωρίς καθοδήγηση αλλά παρ’ όλα αυτά οι πράξεις του έδειχναν τουλάχιστον επιφανειακά τον κοινό στόχο που εκφραζόταν με το ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Και ενώ δεν υπήρχαν εκείνες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν έστω και μια ενέργεια, αυτός ο αυθόρμητος και αυτόνομος αγώνας λειτουργούσε σαν σε μια κοινή γραμμή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα οδοφράγματα γύρω από το Πολυτεχνείο και η υπεράσπισή τους από τους αγωνιστές διαδηλωτές. Όλες οι αυθόρμητες ενέργειες του λαού ξεπερνούσαν κάθε λογική συνδιαλλαγής με το καθεστώς. Και αυτό βρισκόταν σε ριζική αντίθεση με τις διαθέσεις των πολιτικών δυνάμεων, γιατί σ’ αυτές, από την αριστερά μέχρι την αστική αντιπολίτευση στη Χούντα, ο κοινός παρανομαστής ήταν η συνδιαλλαγή.
[…]
Η εξέγερση του Νοέμβρη είναι η πιο κραυγαλέα, μαζική, αυθόρμητη και αυτόνομη κινητοποίηση. Όχι πως δεν υπήρχαν στο παρελθόν τέτοιου είδους κινητοποιήσεις. Το μεγαλείο και τη δυναμικότητα του Νοέμβρη δεν μπόρεσε παρόλ’ αυτά να την γνωρίσει καμία μέχρι τότε.
Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έμπραχτη αμφισβήτηση τόσο του συστήματος όσο και των κομμάτων της αριστεράς και των οργανώσεών τους. Αντιτάχθηκε σ’ αυτά ξεπερνώντας τα στην πράξη με μια τέτοια δύναμη που δεν είχαμε γνωρίσει προηγούμενα.
Παράλληλα με αυτό έβαλε τη σφραγίδα στο άνοιγμα μιας νέας περιόδου, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η διαδικασία αποσύνθεσης κάθε παραδοσιακού σχήματος. Η σημασία του Νοέμβρη βρίσκεται στο ότι αποτελεί το ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ. Οι κατοπινές κινητοποιήσεις των μαζών το επιβεβαιώνουν.
Εκείνο που οπωσδήποτε παραμένει σημαντικό γεγονός είναι πως οι μάζες ΠΟΥΘΕΝΑ δεν διατύπωσαν το αίτημα για ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ούτε έκαναν αναφορά σε αυτό το ζήτημα. Πράγμα που επιβεβαιώνει την κατάσταση που επικρατούσε σ’ αυτές. Όμως μια τέτοια κατάσταση είναι επικίνδυνη για τα αστικοκοινοβουλευτικά πλαίσια όπου επιδίωκαν να επαναφέρουν την κοινωνική και πολιτική κατάσταση οι αστοί πολιτικοί αλλά και τα κόμματα της αριστεράς.
Μετά την εξέγερση του Νοέμβρη, η κατάσταση που διαμορφώνεται στις μάζες είναι η στασιμότητα πριν το καινούργιο ξέσπασμα. Γιατί μετά την εξέγερση και τη σφαγή εφόσον η κατάσταση θα παρέμενε στα ίδια πλαίσια ήταν σίγουρο ότι θα επακολουθούσε μια νέα εξέγερση. Ήδη από τη στιγμή που τα τανκς είχαν κυκλώσει το Πολυτεχνείο αρκετοί έγκλειστοι είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι χρειαζόταν μια δυναμική αντιμετώπιση. Παρ’όλη τη διαπίστωση και παρ’όλο που υπήρξαν οι σχετικές προετοιμασίες, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Όμως, αν υπήρχε βίαιη αντιμετώπιση των τάνκς από τους έγκλειστους είναι σίγουρο ότι παρ’όλα τα θύματα που θα υπήρχαν, και μάλιστα αυτή τη φορά και από τις δύο όχθες, ήταν σίγουρο ότι η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα θα ήταν αρκετά διαφορετική. Πολλοί φοιτητές είχαν δηλώσει ότι την επόμενη φορά δεν θα τους αντιμετωπίσουμε με άδεια χέρια. Ακόμα αν η κατάληψη του Πολυτεχνείου και οι συγκρούσεις στους δρόμους παρατείνονταν για μια-δυο μέρες ακόμη, η σκέψη που υπήρχε σε αρκετούς (αρκετά προχωρημένη ίσως αλλά και πολύ πρωτοποριακή) ήταν να ανακηρυχτεί ένα είδος κυβέρνησης στο Πολυτεχνείο. Ανεξάρτητα βέβαια από το πώς φαίνονται σήμερα αυτά, εκείνο που διαφαίνεται είναι μια τάση που υπήρχε.
Ο Νοέμβρης λοιπόν ήταν ορόσημο. Ήταν ένα τεστ για όλους. Και πρώτα πρώτα για τις ίδιες τις μάζες που δοκίμαζαν την αντοχή τους αλλά και που εκδήλωναν την οργή τους, το μίσος τους. Ένα μίσος άγριο, παθιασμένο, δυναμικό. Ήταν ένα τεστ για τα κόμματα και τις οργανώσεις της άκρας αριστεράς που βρέθηκαν να είναι απόντες παρόλο που τα μέλη τους συμμετείχαν στις εκδηλώσεις των μαζών, στις κινητοποιήσεις, στις συγκρούσεις. Παρ’όλο που μέσα στα θύματα των συγκρούσεων συγκαταλέγονται αρκετοί από αυτούς που υποστήριζαν κάποια οργάνωση. Ήταν επίσης ένα τεστ και στην κυριολεξία δοκιμασία για τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς. Αλλά κύρια ήταν μια εμπειρία για την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς της. Αυτή η εμπειρία τους έβαζε μπροστά στην ανάγκη να προχωρήσουν σύντομα τις διαδικασίες που θα επανέφεραν τον «ομαλό» πολιτικό βίο.

Η καταβαράθρωση
Η στυγνή τρομοκρατία που ακολούθησε την εξέγερση του Νοέμβρη ήταν το απαραίτητο βήμα για όλες τις φατρίες της άρχουσας τάξης. Μέσα απ’ αυτή έβλεπαν ότι θα μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους και να δώσουν μια διέξοδο που θα τους συνέφερε.
Ήδη ο στρατός ήταν διαιρεμένος. Ο Γκιζίκης αποτελούσε τον προσωρινό συμβιβασμό ανάμεσα στις φατρίες, μέχρις ότου επικρατήσει κάποια. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Γκισίκης δεν τιμωρήθηκε όταν έγινε μεταπολίτευση. Ήταν ο άνθρωπος που θα έπαιζε το ρόλο εκείνου που θα είχε τα περισσότερα βάρη στη ζυγαριά του.
Από την άλλη μεριά, οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς διαπίστωσαν την αδυναμία τους να παρουσιάσουν μια προοπτική στο μαζικό κίνημα. Από αυτή τη διαπίστωση ξεκίνησαν διάφορες ενωτικές διαδικασίες. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να προέλθει κάτι σημαντικό. Όμως το ζήτημα που παρέμενε ήταν τα όρια αυτής της ενότητας. Γιατί πάνω σε αυτό το σημείο φάνηκαν τόσες διαφορές, τόσος ιδεολογικισμός και δογματισμός που τελικά αυτές οι οργανώσεις και οι ομάδες βρέθηκαν στο τέλος της διχτατορίας και πάλι απροετοίμαστες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δογματισμός, η στενοκεφαλιά και ο σεχταρισμός υπήρχε περισσότερο σε εκείνες τις οργανώσεις που είχαν μια αριθμητική δύναμη όπως το ΕΚΚΕ και η ΟΜΛΕ και που παρ’όλα αυτά δεν είχαν μπορέσει να αντιμετωπίσουν σε όλα τα μέτωπα τους ελιγμούς των δύο ΚΚΕ και να παρουσιάσουν μια επαναστατική προοπτική για τις μάζες στη διάρκεια της εξέγερσης. Και βρέθηκαν μάλιστα στη δίνη των γεγονότων τελείως χαμένοι. Μετά τα γεγονότα βέβαια έσπευσαν να παρουσιάσουν και αυτές τρόπαια που αναμφισβήτητα ορισμένα μόνο τους ανήκαν, το κυριότερο ήταν η συμμετοχή των μελών και των οπαδών τους χωρίς όμως καθοδήγηση.
Τα δύο ΚΚΕ και οι παρατάξεις τους κατάλαβαν αμέσως τον μεγάλο κίνδυνο που περιέκλειε ο Νοέμβρης. Αυτό τον κίνδυνο προσπάθησαν να απομακρύνουν χρησιμοποιώντας τη λάσπη. Αυτό που έχει καθιερωθεί όπου δεν μπορούν να επιβάλουν με το «έτσι θέλω» τις απόψεις τους. Είδαν τα δύο ΚΚΕ πως ο λαός τα είχε ξεπεράσει. Ότι παρ’όλο που δεν είχε δεθεί στενά η επαναστατικότητα των μαζών με κάποιες επαναστατικές οργανώσεις ή απόψεις, αυτό θα γινόταν αργά ή γρήγορα, διαπίστωσαν ότι ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Διαπίστωσαν ότι το έδαφος χανόταν σιγά-σιγά κάτω από τα πόδια τους. Γι’αυτό και έσπευσαν με ανακούφιση να δεχτούν τη μεταπολίτευση. Ο δρόμος που ξανοιγόταν γι’ αυτά μετά τη μεταπολίτευση ήταν δύσκολος. Είχαν όμως την παράδοση μαζί τους. Ένα πολύ γερό χαρτί.
Μέσα στις αστικοκοινοβουλευτικές διαδικασίες ο λαός θα μπορούσε να εκτονωθεί σταδιακά. Η οργή και το μίσος θα υποχωρούσε. Θα μπορούσαν με απώλειες πάντα να αποκαταστήσουν ένα κάποιο «κύρος». Και μέσα από αυτό το κύρος να ελέγχουν τις δραστηριότητες των εργαζομένων και του λαού πιο γενικά. Έτσι όλη αυτή η αυθόρμητη εξέγερση θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια συνδικαλιστική –πάντα μέσω αντιπροσώπων- εκτόνωση. Μέσα από αυτή την εκτόνωση θα επιβαλλόταν το κλίμα της συναίνεσης, του συμβιβασμού. Σημαντικός παράγοντας γι’ αυτό θα ήταν η αποπληροφόρηση και η προπαγάνδα. Μετά, πολύ πιο εύκολα μπορείς να εξουδετερώσεις κάποιον που έχει αυταπάτες και αποκτά τις παλιές του συνήθειες, παρά εκείνον που τις έχει χάσει και που γι’αυτό είναι αναγκασμένος πλέον να βρει καινούργιους τρόπους ζωής και κοινωνικής δράσης.
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε το ατού των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς αυτό θα ήταν ένα, η ΠΑΡΑΔΟΣΗ, η ΣΥΝΗΘΕΙΑ που δεν ξεριζώνεται εύκολα και που μπορεί να αναβιώσει, αν τις δώσεις τις κατάλληλες συνθήκες.
Στο ίδιο χαρτί ποντάριζε και η αστική τάξη. Ή τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα της. Το παιχνίδι όμως που έπρεπε να κερδηθεί ήταν ο αγώνας των φατριών. Γιατί άλλοι έβλεπαν μέσα από τα σκληρά μέτρα κι έναν ενδεχόμενο πόλεμο, τη διατήρηση τους στην εξουσία και το ξεπέρασμα της κρίσης που περνούσε το σύστημα σε όλα τα επίπεδα. Και το πιο σημαντικό μέρος που παιζόταν πλέον το παιχνίδι ήταν η Κύπρος. Αυτή η μερίδα που εκφραζόταν κύρια από την κλίκα Ιωαννίδης-Αμερικάνοι, έβλεπε ακόμα και τη διχοτόμηση και διπλή ένωση της Κύπρου μετά από έναν πόλεμο σαν μια προσωρινή διέξοδο. Η άλλη μερίδα της αστικής τάξης διαπίστωνε ότι επιβαλλόταν η επιστροφή στα αστικοκοινοβουλευτικά πλαίσια όσο βαρύ και αν θα ήταν στην αρχή ένα τέτοιο τίμημα.
Το ποιος κέρδισε το ξέρουμε πλέον.