Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου του 1940. Σε ηλικία 5 ετών παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, μετέπειτα σπούδασε στην δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη. Συμμετείχε σε πολλές μεγάλες ταινίες του κινηματογράφου. Η Κατερίνα είχε ενεργή πολιτική δράση. Στάθηκε στο πλευρό πολλών αναρχικών και συμμετείχε σε επιτροπές που μάχονταν για την αποφυλάκισή τους. Στην διάρκεια της ζωής της την συλλαμβάνουν αρκετές φορές μια εκ των οποίων τον Ιανουάριο του ‘80, όταν η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς. Η Κατερίνα συνελήφθη σαν ύποπτη, μετά από καταγγελία ενός μάρτυρα, ο οποίος υποστήριξε ότι είδε μια γυναίκα να απομακρύνεται τρέχοντας από το σημείο της δολοφονίας. Αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ και η Κατερίνα αφέθηκε ελεύθερη. Το ‘81, συνδιοργανώνει στο γήπεδο Σπόρτινγκ μεγάλη συναυλία κατά της κρατικής καταστολής.
Αυτό που κέρδισε τελικά την Κατερίνα στην ζωή, ή αυτό που κέρδισε η ζωή από την Κατερίνα, ήταν η ποίηση. Ένας τρόπος για καταλάβεις την Κατερίνα είναι μέσα από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει. “Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του”. Ο άλλος τρόπος για να την καταλάβεις είναι μέσα από τα ποιήματα της, η Κατερίνα έγραψε για ότι έζησε και για ότι ήθελε να ζήσει, για την αναρχία, την μετανάστευση και τον φασισμό.
Μην αφήσεις κανέναν να σου πει ποια ήταν η Κατερίνα, απλά άσε την να σου «μιλήσει» με τον δικό της τρόπο. Μια συμβουλή από εμάς που οχυρώσαμε την συνείδηση μας (και) μέσα από τους στοίχους της Κατερίνας.
Μάκης Τζ.
25 Μαΐου
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
–αυτά που μ’ άφησαν–
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι –όχι πως φοβάμαι–
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα–
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!–
Προβοκάτορας.