Με αφορμή τη σημερινή (25 Απρίλη) μέρα απελευθέρωσης της Ιταλίας από το φασισμό, παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Η αντίσταση των Ιταλών αναρχικών ενάντια στο Φασισμό», εκδ. Ελεύθερος Τύπος σχετικά με τη δράση των αναρχικών κατά των ιταλών φασιστών ήδη από τη δεκαετία του 1920, καθώς ενώ έχουν γραφτεί πολλά για την αντίσταση του ιταλικού λαού εναντίον του φασισμού, ελάχιστα από αυτά αναφέρονται στη συμβολή του αναρχικού κινήματος σε αυτήν, κάτι για το οποίο φρόντισε επιμελώς τόσο η αστική όσο και η καθεστωτική αριστερή προπαγανδιστική μηχανή.
Στο βιβλίο, παρατίθενται άρθρα διάφορων αναρχικών εφημερίδων που εξιστορούν λεπτομερώς την πλούσια αντιστασιακή δράση των αναρχικών –τόσο εντός, όσο και εκτός Ιταλίας, από το 1919 ως το 1945. Τα κείμενα που εμπεριέχει αναφέρονται στις πρώτες αναρχικές αντιφασιστικές ομάδες κρούσης, στις απόπειρες κατά της ζωής του Μουσολίνι, στις αντάρτικες επιχειρήσεις κατά την διάρκεια του πολέμου, στις μεταπολεμικές επιθέσεις εναντίον των φασιστών, καθώς και στην συμμετοχή των Ιταλών αναρχικών στον αγώνα κατά του φρανκισμού κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936.
Το ιστορικό της αναρχικής αντίστασης στο φασισμό ξεκινάει από την πρώτη μέρα των χρονικών της φασιστικής ιστορίας. Από όλες τις πολιτικές ομάδες, οι αναρχικοί ποτέ δεν έκαναν καμία συμφωνία με το φασισμό, ούτε κάποια παραχώρηση σε αυτόν. Διότι από μια καθαρά λογική άποψη βρίσκονται στο εντελώς αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος: η απόλυτη αφοσίωση στην ιδέα του κράτους από τη μια μεριά, και η απόλυτη αντίθεση προς το κράτος από την άλλη. Ο ένοπλος αγώνας εναντίον του φασισμού δεν ξεκίνησε το 1939, με το ξέσπασμα του Β’ Π.Π., ή έστω το 1936 με την επανάσταση στην Ισπανία. Ξεκίνησε τα χρόνια μετά τον Α’ Π.Π., τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία. Το 1939, πολλοί, αν όχι όλοι όσοι ενώθηκαν με τους αναρχικούς αντάρτες, είχαν πίσω τους χρόνια ενεργής ένοπλης αντίστασης στο φασισμό.
(από την εισαγωγή του βιβλίου)
Κόκκινα χρόνια, Μαύρα χρόνια
Η αναρχική αντίσταση κατά του φασισμού στην Ιταλία
[…] Τη δεκαετία του 1920, οι αναρχικοί ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη. Ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά των αφεντικών, της κυβέρνησης και των φασιστών. Διέθεταν μια καθημερινή εφημερίδα, την Umanita Nova, με κυκλοφορία 50 χιλιάδες φύλλα, και πολλά περιοδικά. Η USI – ένα αναρχικό επαναστατικό συνδικάτο, γραμματέας του οποίου ήταν ο αναρχικός Αρμάντο Μπόργκι- είχε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Μετά την αποτυχία των καταλήψεων εργοστασίων του 1920, οι αναρχικοί κατέληξαν να θεωρούν το φασισμό ως «προληπτική αντεπανάσταση» (όπως τον όρισε συνοπτικά ο Λουίτζι Φάμπρι), την οποία τα αφεντικά θα χρησιμοποιούσαν για να εμποδίσουν την επανάληψη μιας προεπαναστατικής κατάστασης, κι έτσι έριξαν όλες τους τις δυνάμεις για να αντιπαλέψουν αυτόν τον νεαρό, αλλά ήδη ισχυρό μπάσταρδο γιο του καπιταλισμού.
Η θέληση και το θάρρος των αναρχικών δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τις φασιστικές συμμορίες που ενισχύονταν αφειδώς με υλικό και όπλα, και υποστηρίζονταν από τα κατασταλτικά όργανα του κράτους. Οι αναρχικοί και οι αναρχοσυνδικαλιστές ήταν η κυρίαρχη δύναμη σε ορισμένες περιοχές και σε κάποια εργοστάσια, αλλά μόνο εάν το PSI και η CGdL είχαν παρομοίως επιλέξει τον άμεσο αγώνα θα μπορούσε να είχε σταματήσει ο φασισμός.
Η ηττοπαθής πολιτική του «Σοσιαλιστικού» Κόμματος και του Συνδικάτου του, που είχε ήδη αποδειχθεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της επανάστασης και είχε συμβάλλει στην αποτυχία των καταλήψεων εργοστασίων, έσπερνε τώρα τη σύγχυση και την αβεβαιότητα στο εργατικό κίνημα σε μια στιγμή κατά την οποία, από πολλές απόψεις, ο αγώνας είχε αρχίσει να φθίνει. Αυτά συνέβαιναν ενώ αυξάνονταν και πληθύνονταν οι φασιστικές επιθέσεις, ιδίως μετά το 1921.
Σε ολόκληρη την Ιταλία, οι συμμορίες του Μουσολίνι εξαπέλυσαν επιθέσεις σε χώρους πολιτικών συγκεντρώσεων, σε εφημερίδες, σε γραφεία, σε μαχητικούς αγωνιστές και εν γένει σε ό,τι «μύριζε ανατροπή». Το φιλελεύθερο κράτος ήταν ο άμεσος συνεργός τόσο των εγκληματικών δραστηριοτήτων όσο και της πολιτικής στρατηγικής των φασιστών Κράτος και φασισμός είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια τους να καταστρέψουν το μαχητικό πνεύμα των εργατών.
Οι σοσιαλιστές, παρ’όλο που ήταν θύματα των επιθέσεων των συμμοριών, απλώς καταγγέλανε τις «παρανομίες» των φασιστών χωρίς να εντάξουν τις δυνάμεις τους στους λαϊκούς επαναστατικούς αγώνες κατά της τρομοκρατίας των αφεντικών. Το PSI μάλιστα, τον Αύγουστο του 1921, σύναψε μια «Ειρηνευτική συμφωνία» με τους φασίστες. Η συμφωνία αυτή συνέβαλε στον παροπλισμό του εργατικού κινήματος τόσο από υλικής όσο και από ψυχολογικής πλευράς, ενώ η βία των συμμοριών εξακολουθούσε να αυξάνεται ανεξέλεγκτα.
Ενώ οι ηγέτες των κομμάτων και των συνδικάτων συνιστούσαν «ψυχραιμία» και μη βία, οι ίδιοι οι εργάτες, οργανωμένοι ανεξάρτητα, έδιναν μερικά ιστορικά μαθήματα στους φασίστες. Οι εξεγέρσεις στη Σαρτσάνα τον Ιούλιο του 1921 και στην Πάρμα τον Αύγουστο του 1922 αποτελούν παραδείγματα της ορθότητας της πολιτικής την οποία υποστήριζαν οι αναρχικοί, τόσο μέσω της δράσης όσο και μέσω της προπαγάνδας τους. Απέναντι στην ηττοπάθεια και στον ρεφορμισμό των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, οι αναρχικοί πρόβαλαν τη ζωτική ανάγκη του βίαιου αγώνα εναντίον του φασιστικού κινήματος, αφυπνίζοντας το μαχητικό πνεύμα των εργατών. Οι αναρχικοί αγωνίστηκαν μέχρι τέλους χωρίς τους δισταγμούς και την αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων των σοσιαλιστών. Από αυτή την άποψη είναι χρήσιμο να δούμε τις διαφορετικές θέσεις που υιοθέτησαν απέναντι στο κίνημα των Arditi αφ’ ενός οι σοσιαλιστές και αφ’ ετέρου οι αναρχικοί.

Ισπανία, Σεπτέμβριος 1936: Ιταλοί αναρχικοί στο μέτωπο. Στις ταξιαρχίες των αναρχικών πολέμησαν περισσότεροι από 600 Ιταλοί αναρχικοί αγωνιστές
Το κίνημα αυτό εμφανίστηκε το 1920 μετά από μια πρωτοβουλία διάφορων στοιχείων. Εξελίχθηκε προς μια αντι-αστική και αντι-φασιστική κατεύθυνση και χαρακτηριζόταν από την ανεξαρτησία των τοπικών του τμημάτων. Τα Arditi έλαβαν διαφορετικές πολιτικές μορφές σε διάφορα μέρη, πάντα όμως το κοινό τους στοιχείο ήταν ότι πίστευαν στην αναγκαιότητα οργάνωσης του λαού για να αντιπαλέψει με βία τη βία των μελανοχιτώνων. Οι αναρχικοί συμμετείχαν με ενθουσιασμό και συχνά ήταν, ατομικά και συλλογικά, οι οργανωτές τους. Ας δούμε τα δυο επεισόδια που προαναφέραμε: η υπεράσπιση της Σαρτσάνας ήταν κυρίως έργο των αναρχικών, ενώ στην Πάρμα οι αναρχικοί επάνδρωσαν ένα από τα φημισμένα οδοφράγματα που στήθηκαν για την απόκρουση των επιθέσεων των συμμοριών του Μπάλμπο και του Φαρινάτσι.
Η στάση των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών (οι οποίοι οργανώθηκαν σε κόμμα το 1921) ήταν εντελώς διαφορετική. Παρά το ότι πολλοί αγωνιστές τους είχαν αυθόρμητα ενταχθεί στα Arditi, αμφότερες οι κομματικές γραφειοκρατίες κράτησαν απόσταση και προσπάθησαν να υπονομεύσουν την ανάπτυξη του κινήματος.
[…]
Οι αναρχικοί, πάντα στην πρώτη γραμμή της αντίστασης κατά του φασισμού, αγωνίστηκαν χωρίς να σκέπτονται τον εαυτό τους ή κομματικά. Αναλογικά με τον αριθμό τους υπέστησαν περισσότερα απ’ ότι άλλοι αντιφασίστες, πρώτα από τη βία τω συμμοριών κι έπειτα από τη νόμιμη βία του κράτους. Μετά τον εμπρησμό αναρχικών χώρων συναντήσεων και γραφείων της USI, την καταστροφή των τυπογραφείων και των γραφείων εφημερίδων, και τις δολοφονίες, ακολούθησαν οι απαγωγές, οι συλλήψεις και οι φυλακίσεις. Οι επιζήσαντες –τους οποίους συχνά προκαλούσαν, παρακολουθούσαν και κυνηγούσαν- όντας άνεργοι, δεν είχαν άλλη επιλογή εκτός από το να αυτοεξοριστούν.
Στα 20 χρόνια που κυριάρχησε ο φασισμός ελάχιστοι αναρχικοί αγωνιστές (εκτός από εκείνους που βρίσκονταν στα στρατόπεδα και στις φυλακές) παρέμειναν στην Ιταλία, αλλά και αυτοί οι λίγοι βρίσκονταν υπό συνεχή επιτήρηση και εμποδίζονταν, ως επί το πλείστον, να προβούν σε παράνομες δραστηριότητες.
[…]Τρεις ηρωικοί σύντροφοι, ο Τζίνο Λουτσέτι, ο Άντζελο Σμπαρντελότο και ο Μικέλε Σκίρου προσπάθησαν να εκτελέσουν το γουρούνι, το Μουσολίνι, αλλά δυστυχώς, δεν τα κατάφεραν.
(Από το περιοδικό Rivista Anarchica)