
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε άνθρωποι…»
Μ. Λουντέμης
Δεν πάει πολύς καιρός από την μέρα εκείνη που διαβάζαμε τις μαρτυρίες για τα φρικιαστικά ουρλιαχτά που ηχούσαν έως δύο τετράγωνα μακριά από την κεντρική αστυνομική διεύθυνση, από τα κρατητήρια της Γ.Α.Δ.Α.. Δεν πάνε πολλές μέρες, ύστερα από την γενικευμένη λαϊκή οργή που εκφράστηκε κατάφωρα στους δρόμους και στις πλατείες της Ν. Σμύρνης, από εκείνο το απόγευμα που χιλιάδες κόσμου βγήκαν στον δρόμο να φωνάξουν και να καταγγείλουν την αστυνομοκρατία που κατακλύζει τις γειτονιές μας, τα πανεπιστήμια και τις ζωές μας ευρύτερα. Τελικά, όμως, μοναδική αιτία για να μετατραπούν οι δρόμοι της Ν. Σμύρνης σε ποτάμια κόσμου που διαδήλωνε κόντρα στα γκλοπ και στην αστυνομική βία, στάθηκε ο ξυλοδαρμός ενός νέου ανθρώπου σε μια πλατεία της Αθήνας;
Εδώ και έναν χρόνο ζούμε εν μέσω μιας πανδημίας που με κάθε τρόπο έχει ξεμπροστιάσει το ανθρωπιστικό προσωπείο του κράτους και των κυρίαρχων. Εδώ και έναν χρόνο βιώνουμε ένα, χουντικής μορφής, καθεστώς απαγορεύσεων, εν μέσω μιας συνθήκης διαρκούς ελέγχου και αστυνόμευσης, ως θεατές σε μια παράσταση που βρωμάει θάνατο. Το κράτος προτάσσει μονάχα την καταστολή, προσλαμβάνει νέους «ειδικούς» για αυτό, διαχειριστές της πανδημίας, που δεν είναι άλλοι από τους μπάτσους, φροντίζει να εξαντλήσει το χρηματικό του απόθεμα στον πλήρη εξοπλισμό της ελληνικής αστυνομίας και αποσιωπά μέσω των απόλυτα χειραγωγημένων Μ.Μ.Ε., κάθε γεγονός που μπορεί να ταράξει την ηρεμία του καναπέ. Όλα αυτά με στόχο να θάψει βαθιά τους στοιβαγμένους στους διαδρόμους των νοσοκομείων, ασθενείς με covid, τους εκατό θανάτους ανά ημέρα και τις απάνθρωπες εφημερίεςτων «υπεράνθρωπων» γιατρών. Γιατί το κράτος δεν έχει κανένα στόχο να ενισχύσει το εθνικό σύστημα υγείας, δεν έχει κανένα στόχο να βοηθήσει ουσιαστικά τους πληττώμενους από την πανδημία, τους φτωχούς, τους άνεργους, τους φυλακισμένους, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο κρατικής τρομοκρατίας, δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για άγριους ξυλοδαρμούς στα χέρια των αδιάλλακτων μπάτσων, δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για μαφιόζικες απαγωγές από την ασφάλεια της ελληνικής αστυνομίας. Μαρτυρίες που αποπνέουν έναναέρα σύγχρονης δικτατορίας.Τα ανοιγμένα κεφάλια, τα μελανιασμένα κορμιά, οι εισβολές σε σπίτια και οι νυχτερινές αρπαγές είναι λίγα μόνο από τα βάναυσα μέσα που χρησιμοποιεί το κράτος για να σιωπήσει κάθε φωνή αντίδρασης.Τα απάνθρωπα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια που έλαβαν χώρο στους υψηλούς ορόφους της Γ.Α.Δ.Α. το βράδυ της 10ης Μαρτίου, η επίδειξη εξουσίας, οι απειλές για βιασμούς, οι κακοποιητικές συμπεριφορές από τους ένστολους της ΕΛ.ΑΣ, αποτελούν μια βασική προσπάθεια εκφοβισμού των αγωνιζόμενων ανθρώπων, με την ελπίδα αυτοί να μην επιλέξουν τον δρόμο του αγώνα ξανά.
Την ίδια ώρα οι προετοιμασίες της μεγαλειώδους παρέλασης για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου είναι πυρετώδεις. Τα κεντρικά δελτία ειδήσεων παραχωρούν σοβαρό μέρος του τηλεοπτικού τους χρόνου στην λεπτομερή περιγραφή του πολυτελούς γεύματος που θα παραχωρηθεί στον πρίγκιπα Κάρολο και μια σειρά άλλων «επίτιμων» καλεσμένων, με αφορμή την «εθνική εορτή» της χώρας, ενώ μια μέρα αργότερα θα έχουμε την «τιμή» να παρακολουθήσουμε για δεύτερη φορά στην σύγχρονη ιστορία τον στρατό, την αστυνομία και τα θωρηκτά να παρελαύνουν στο κέντρο της Αθήνας με επιβεβλημένη απαγόρευση κυκλοφορίας.
Κι αν τώρα δεν βλέπουμε δύο κόσμους σε σύγκρουση, ολοφάνερα στα μάτια μας, τότε πότε; Από την μία οι ριζοσπαστικές φωνές, οι αγωνιζόμενοι φοιτητές στις καταλήψεις και στις συνελεύσεις, οι γιατροί που διεκδικούν διαρκώς τα αυτονόητα, οι εργαζόμενοι στις μαζικές απεργίες, όλοι εκείνοι που βάζουν μπροστά τα κορμιά τους απέναντι στα γκλομπ και τις ασπίδες, οι εξεγερμένοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι από την άλληοι φασιστικές ρητορίες, οι μπάτσοι σε κάθε γωνία, τα αντιεκπαιδευτικά και αντεργατικά νομοσχέδια, η αποστειρωμένη κανονικότητα και ο αλόγιστος καταναλωτισμός.
Κι αν έχουν πράγματι, την ελπίδα πωςμε τον εκφοβισμό, τα βασανιστήρια και τις διαρκείς δικαστικές διώξεις σε βάρος αγωνιστών, θα μας οδηγήσουν στην πλήρη αδράνεια, πως θα σταματήσουμε τον αγώνα, πως θα κουραστούμε, ας τους ενημερώσουμε με βεβαιότητα πια, πως ούτε στιγμή δεν θα σταματήσουμε. Γιατί έχουμε μια ανεξάντλητη πηγή δύναμης, που δεν μπορούν να μας στερήσουν, την δύναμη της αλληλεγγύης, την δύναμη που χέρι με χέρι, δίνει ο ένας στον άλλον. Μια μέρα τα πονεμένα ουρλιαχτά των χτυπημένων θα γίνουν ουρλιαχτά οργής, θα γίνουν εκκωφαντικές φωνές ανατροπής και θα διαλύσουν στην αντήχησή τους τα ένστολα πιόνια και τις αποξενωμένες φιέστες τους.
Θένια Π.
(Δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος της εφημερίδας Ζερμινάλ)