Tα τελευταία χρόνια ζούμε σε μια περίοδο συνολικής συστημικής κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικολογικής, αξιακής). Στον καπιταλισμό, που είναι το κατεξοχήν σύστημα που διαιωνίζει την ύπαρξη του μέσω της καταστροφής (είτε ανθρώπινων είτε παραγωγικών είτε φυσικών πόρων) δημιουργoύνται συχνά τέτοιες περίοδοι. Οι κρίσεις είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, ο οποίος τις γεννά και προσπαθεί να τις διαχειριστεί και να αναπαραχθεί, βγαίνοντας απ’ αυτές με ενδυναμωμένες τις δομές του, ενώ παράλληλα μέσω αυτών καταδεικνύονται τα όρια και οι αντιφάσεις του ως πολιτικό-οικονομικό σύστημα.
Η παρούσα κρίση δεν είναι η πρώτη ούτε θα είναι η τελευταία. Ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τέτοιου είδους κρίσεις εμφανίζονταν στο προσκήνιο καθώς αποτελούσαν συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του όλου συστήματος, ενώ οι καταστροφές απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγέννησή του.
Σήμερα, η κρίση έχει εμφανώς ξεπεράσει τα στενά οικονομικά της όρια και γενικεύεται τόσο σε θεσμικό, όσο και σε κοινωνικό, πολιτικό και αξιακό επίπεδο, συμπαρασύροντας στο πέρασμα της και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις περί ειρήνης και ευημερίας που ευαγγελίζονταν οι υποστηρικτές του συστήματος. Παράλληλα, έχει αναδείξει ότι το θεμελιακό κοινωνικό ζήτημα δεν εξαντλείται μόνο στη σφαίρα της οικονομίας αλλά επεκτείνεται στην ίδια την εξουσιαστική φύση των εκμεταλλευτικών σχέσεων, στην ύπαρξη διευθυνόντων και διευθυνομένων ανθρώπων, στον καταλυτικό ρόλο του κράτους και στην πολυεπίπεδη υποστήριξη που παρέχει στο κεφάλαιο.
Στην παρούσα συγκυρία, το κράτος χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα της ανάπτυξης για να θέσει σε εφαρμογή τους νέους όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης που επέβαλε και θα συνεχίσει να επιβάλλει, αφού η κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε μόνιμη συνθήκη. Η ανάπτυξη είναι μια κατασκευασμένη από την κυριαρχία έννοια. Χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά ως ο βασικός ιδεολογικός μοχλός καθυπόταξης και λεηλασίας σε κοινωνικό, ταξικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Πρόκειται για μια διαδικασία περαιτέρω εκμετάλλευσης και λεηλασίας τόσο του φυσικού κόσμου όσο και της εργασίας με μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών του κεφαλαίου. Εισάγεται από το ισχυρό καπιταλιστικό μπλοκ που έχει συγκροτηθεί σε αυτό που – σχηματικά – ονομάζουμε δυτικό κόσμο (δηλαδή στις χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά βάση) και προσπαθεί να επιβληθεί παγκόσμια. Έτσι, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο στο οποίο ορισμένα κράτη τίθενται στο περιθώριο, ενώ άλλα συγκεντρώνονται στον “αναπτυξιακό πυρήνα” και απομυζούν τα υπόλοιπα. Μιλάμε, στην πραγματικότητα για τη δημιουργία από τη μια ενός καπιταλιστικού κέντρου όπου συγκεντρώνεται το σύνολο σχεδόν του παγκόσμιου πλούτου, των εμπορικών, και οικονομικών δραστηριοτήτων, και από την άλλη μιας περιφέρειας κρατών που εξαθλιώνεται και λεηλατείται, υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης, για την επιβίωση και την επέκταση του πλουτισμού του καπιταλιστικού κέντρου.
Πατώντας λοιπόν πάνω στα ερείπια που έχει δημιουργήσει η κρίση και εκμεταλλευόμενη τη γενικότερη διάλυση του κοινωνικού ιστού, η κυριαρχία μέσω του ιδεολογήματος της ανάπτυξης κηρύσσει την έναρξη ενός νέου γύρου φτωχοποίησης και εξαθλίωσης των ήδη πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων, τις αντιστάσεις των οποίων επιχειρεί να κατευνάσει υποσχόμενη μια νέα περίοδο ευημερίας.
Πλέον, οι περισσότερες κοινωνικές δομές που άλλοτε τελούσαν υπό την αιγίδα του κρατικού μηχανισμού, περνούν στη διαχείριση της αγοράς μέσω μαζικών ιδιωτικοποιήσεων. Την ίδια ώρα οι νέες εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις τίθενται σε εφαρμογή. Εξευτελιστικοί μισθοί, εξαντλητικές και ανυπόφορες συνθήκες εργασίας, μαζικές απολύσεις σε συνδυασμό με την ένταση της καταστολής, την ποινικοποίηση των αντιστάσεων και την ολοένα και μεγαλύτερη περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών συνθέτουν το νέο πλαίσιο λειτουργίας και ζωής που επιβάλλει ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός.
Γεγονός είναι επίσης πως με αφορμή τη βαθιά και διαρκή πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση του συστήματος βιώνουμε μια περίοδο γενικευμένης κρατικής και καπιταλιστικής επίθεσης στη φύση και την κοινωνία. Η επίθεση αυτή εκδηλώνεται σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής και του φυσικού κόσμου, καθώς το υπάρχον καθεστώς επιδιώκει να αντλήσει οφέλη από οπουδήποτε μπορεί, ούτως ώστε να διαιωνίσει την ύπαρξη του για όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα. Η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας βλέπει καθημερινά τα κεκτημένα της να εκμηδενίζονται, υφαρπαζόμενα από την πολιτική και οικονομική ελίτ που διαφεντεύει τη χώρα, ντόπια και διεθνή, ενώ παράλληλα έρχεται διαρκώς αντιμέτωπη με την τρομοκρατική δράση των μηχανισμών κρατικής προπαγάνδας που ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και με την εξίσου εγκληματική δράση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών καταστολής στην περίπτωση που επιλέξει να αντισταθεί στην πράξη απέναντι στο ζοφερό παρόν και το θνησιγενές μέλλον που της επιφυλάσσουν.
Είναι αλήθεια πως το αρχικό κοινωνικό σοκ ακολούθησε μια περίοδος μαζικών και πολύμορφων κινητοποιήσεων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, μαχητικές συγκεντρώσεις και συγκρούσεις. Παρ’όλα αυτά η περίοδος αυτή, ενώ έδωσε ελπίδες για την θετική έκβαση της μάχης, δεν κατόρθωσε τελικά να συνεχιστεί κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας των επιμέρους αγώνων που ξέσπασαν εντός της να συνδεθούν διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο κίνημα πολιτικής ανατροπής, αλλά και γιατί στο παραπάνω συντέλεσε καθοριστικά και η ξεπουλημένη και πυροσβεστική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Από την άλλη, εκείνο που επιβίωσε της περιόδου αυτής και που προσπαθεί μέχρι και σήμερα να διογκωθεί και να συνεχίσει την αντίσταση -παρά την ευρύτερη κινηματική ύφεση- είναι ένα πολύμορφο κίνημα από τα κάτω που αποτελείται από λαϊκές συνελεύσεις, σωματεία βάσης, αυτοοργανωμένα φοιτητικά και μαθητικά σχήματα, πρωτοβουλίες αγώνα, αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα κ.α., ένα κίνημα που συντίθεται πάνω στο πολύχρωμο ψηφιδωτό του κόσμου της αυτοοργάνωσης, της ακηδεμόνευτης αντίστασης, της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης.
Παράλληλα, μέσα σε αυτήν την περίοδο, διαγνώσαμε και την αδυναμία που είχαμε ως αναρχικοί να παράξουμε μια συνολικότερη πρόταση αγώνα που να μπορεί στην πράξη να την οικειοποιηθούν μεγάλα κομμάτια του κινήματος και να θέσουν καλύτερους όρους για την ανατροπή. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην ίδια τη δόμηση του αγώνα μας που βασιζόταν κυρίως σε ευκαιριακά και αποσπασματικά σχήματα, στην πρωτοβουλία ορισμένων ομάδων και συντρόφων που παρά τον αυθορμητισμό και τη διάθεση που επεδείκνυαν, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της εποχής.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να συγκροτήσουμε μια πολιτική συνέλευση που θέτει ως στόχο τη συγκροτημένη, συνεπή και συνεχή παρέμβαση, τόσο στους αγώνες που ξεσπούν κατά καιρούς, όσο και ευρύτερα στην κοινωνία, η οποία θα προωθήσει την παραγωγή μιας θετικής και όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερης πρότασης αγώνα και ζωής στους καταπιεσμένους μέσω της διαρκούς ώσμωσης με τους αγώνες και τις επιδιώξεις τους.
Επιθυμούμε να συγκροτήσουμε μια οργανωτική δομή τέτοια που θα εξασφαλίζει την υλοποίηση των αποφάσεων, την υιοθέτηση ενός κοινού πολιτικού πλαισίου (που θα βασίζεται στις θεωρητικές αρχές της συνέλευσης, αλλά θα προσαρμόζεται κάθε φορά στους σκοπούς με βάση και τα μέσα) που θα προφυλάσσει και θα κατοχυρώνει τις πολιτικές συμφωνίες.
Ως αναρχικοί επιδιώκουμε με τον αγώνα μας να σταθούμε στο πλευρό, ως κομμάτι τους και εμείς, των εκμεταλλευόμενων/εξουσιαζόμενων τάξεων και των αγώνων που αυτές διεξάγουν για την αποτίναξη του καθεστώτος σκλαβιάς και υπέρ της συλλογικής διαχείρισης της ζωής και της εργασίας από τα κάτω, υπέρ της κοινωνικοποίησης και της αυτοδιαχείρισης των μέσων παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης των παραγόμενων αγαθών.
Για μας άλλωστε, ο αναρχισμός έχει ξεκάθαρα ταξικά και επαναστατικά χαρακτηριστικά: Ο δικός μας δρόμος με στρατηγικό στόχο την αταξική κοινωνία, την αναρχία και τον ελευθεριακό κομμουνισμό, περνάει μέσα από την αυτοοργάνωση των προλετάριων σε όλα τα πεδία του κοινωνικού και του ταξικού, προϋποθέτει την ανατροπή των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης, καθώς και των θεσμών επιβολής της κρατικής εξουσίας, τόσο στους χώρους δουλειάς όσο και σε κάθε άλλο πεδίο της καθημερινότητας.
Οραματιζόμαστε μια κοινωνία με ισότητα και αξιοπρεπή ζωή για όλους, ελεύθερη από κάθε είδους εξουσιαστικούς και καταπιεστικούς θεσμούς, με δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και στην αυτοδιεύθυνση όλων των κοινωνικών ομάδων, με αλληλεγγύη, σεβασμό και αρμονική αλληλεπίδραση με το φυσικό περιβάλλον.
2 thoughts on “Ιδρυτικό κείμενο της συνέλευσης αναρχικών για την κοινωνική και ταξική αντεπίθεση”